῾Η ἀσθένεια ἀποτελεῖ μιά φοβερή δοκιμασία γιά τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο γιά τόν πόνο πού τοῦ πρακαλεῖ καί τό φόβο τοῦ θανά-του πού τοῦ προξενεῖ, ἀλλά καί ἐπειδή δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ὑγιής γιά τήν αἰωνιότητα καί ἐνδομύχως ἀντιδρᾶ στήν παρά φύση κατάσταση τῆς ἀσθένειας. ῾Η ὑγιής αὐτή ἀντίδραση κινδυνεύει, λόγω τοῦ πόνου, νά τραπεῖ σέ ἀγανάκτηση, γογγυσμό, σκανδαλισμό κ.τ.ὅ., ἄν δέν προσανατολισθεῖ σωστά· σωστός δέ προσανατολισμός σημαίνει πνευματική ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας.
῾Η ἐρώτηση τοῦ Κυρίου πρός τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά «θέλεις ὑγιής γενέσθαι;» (᾿Ιω. 5,6) εἶναι ἐρώτηση πού ἀπευθύνει καί σέ κάθε ἀσθενή κάθε ἐποχῆς. Καί ὅπως τότε ὁ παραλυτικός, πού δέν εἶχε ἀνθρωπο γιά νά τόν βοηθήσει, ἀλλά τόν βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἔτσι καί σήμερα ὁ κάθε ἀσθενής ἔχει τόν Χριστό, τόν μόνον ἰατρό καί θεραπευτή τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, γιατί ὁ Χριστός εἶναι «ἐγγύς πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ»36. ῎Ετσι οἱ θεραπεῖες πού ὁ Κύριος προσέφερε στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ἀποτελοῦν πάντοτε μοναδικό παράδειγμα καί ἀλάνθαστο ὁδηγό στό πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται ἡ ἀσθένεια.
α) Προϋπόθεση ὅλων τῶν θαυματουργικῶν ἰάσεων τοῦ Κυρίου πού ἀναφέρονται στά ἱερά Εὐαγγέλια, εἶναι ἡ πίστη τοῦ ἀσθενοῦς. Οἱ ἑρμηνευτές Πατέρες στέκονται ἰδιαίτερα στό θέμα αὐτό θεωρώντας ὅτι δέν ἀρκοῦσε ἡ «φιλοτιμία» καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου γιά τή θαυματουργική του ἐνέργεια, ἀλλά κυρίως ἀπαιτεῖτο «ἡ πίστις τῶν σωζομένων»37. ῾Η πίστη τῶν δύο τυφλῶν τοῦ Κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου τούς παρότρυνε νά ἀκολουθήσουν τόν ᾿Ιησοῦ καί νά τόν παρακαλέσουν «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱέ Δαυίδ»· στή δέ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ «πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» νά ἀπαντήσουν «ναί, Κύριε» καί νά λάβουν ἀμέσως τήν ἴαση ὡς συνέπεια τῆς πίστεώς τους: «κατά τήν πίστιν ὑμῶν γεννηθήτω ὑμῖν» (Ματ. 9, 27-31). ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος θαυμάζει τήν πίστη τους, γιατί, ὅπως λέγει, ὄντας τυφλοί, «ἐξ ἀκοῆς μόνης τήν πίστιν δέχονται», ἀποδεικνύοντας ὅτι ἀνήκουν σ’ αὐτούς γιά τούς ὁποίους ὁ Κύριος εἶπε «μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» (᾿Ιω. 20,29). ῎Ετσι ἡ βαθιά τους πίστη, καταλήγει ὁ ἱερός Πατήρ, τούς κατέστησε «μεριστάς τοῦ κατορθώματος»38. Τήν ἴδια πίστη ἐπέδειξε καί ὁ τυφλός τῆς κολυμβήθρας τοῦ Σιλωάμ, ὥστε νά συμπεραίνει πάλι ὁ Χρυσόστομος: «εἰ δέ ἐπί τῶν αἰσθητῶν καί ψηλαφωμένων πίστεως δεῖ, πολλῷ μᾶλλον ἐπί τῶν ἀοράτων»39. Τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς τους ἐντοπίζεται ἀπό τόν Κύριλλο ᾿Αλεξανδρείας στήν ἐπίκληση «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱέ Δαυίδ», διά τῆς ὁποίας μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου, καί γι’ αὐτό ἀναφέρει ὅτι ζήτησαν «θεοπρεπεστάτην ἐνέργειαν παρ’ αὐτοῦ (τοῦ Κυρίου)»40. Μάλιστα ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι ἡ συγκεκριμένη διατύπωση τῆς ἐρώτησης τοῦ Κυρίου πρός τούς τυφλούς «πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» -καί ὄχι π.χ. «πιστεύετε ὅτι δύναμαι παρακαλέσαι τόν Πατέρα μου;»- ἤθελε νά προκαλέσει τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους ὅτι ὄχι ἁπλῶς ὁ Κύριος «δύναται εὔξασθαι» γιά τή θεραπεία, ἀλλ᾿ «ὅτι αὐτός δύναται τοῦτο ποιεῖσαι», δηλαδή νά διατρανώσουν τήν πίστη τους στή «δεσποτεία» του41. ῞Ολοι οἱ θεραπευθέντες ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ τήν ἴδια πίστη ἐπέδειξαν. ᾿Επί παραδείγματι γιά τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά ὁ Κύριλλος λέγει: «ἐπίστευσε πανοικί, καί Θεόν ὡμολόγει»42· γιά τήν Χαναναία ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ἡ πίστη της «καί μείζονα τούτων ἀνύσαι δύναται»43· γιά τόν τυφλό τῆς ᾿Ιεριχοῦς ὁ Θεοφύλακτος σημειώνει ὅτι «θερμότης πίστεως ἦν τό ἔνδοθεν κινοῦν αὐτόν»44 κ.ο.κ.
Στήν πίστη ὅλων αὐτῶν ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε χαρίζοντάς τους τή θεραπεία: «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματ. 9, 22), «γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματ. 15,28), «ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματ. 8,13) κ.λπ. Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου, κατά τόν Θεοφύλακτο, φανερώνουν ὅτι τό ἀποτέλεσμα τῆς δωρεᾶς καθορίζεται ἀπό τή θερμότητα τῆς πίστεως: «Μανθάνομεν δέ ἐκ τούτου, ὅτι ὅταν μετά πίστεως αἰτῶμεν, οὐκ ἄλλα μέν αἰτοῦμεν, ἄλλα δέ δίδωσιν, ἀλλ’ ἐκεῖνα αὐτά· ὥστε ἐπειδάν ἄλλα αἰτοῦντες, ἄλλα λαμβάνομεν, πρόδηλον ὅτι οὐ καλῶς οὐδέ πιστῶς αἰτοῦμεν»45.῞Ολα τά παραπάνω παραδείγματα καθιστοῦν σαφή τήν ἀνάγκαιότητα τῆς πίστεως γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας καί ἐπιβεβαιώνουν τούς λόγους τοῦ Κυρίλλου ῾Ιεροσολύμων «τοσοῦτον ἴσχυσε τῶν ἀδελφῶν ἡ πίστις, ὥστε τόν νεκρόν ἐξ ᾃδου πυλῶν ἀνεκαλέσατο. Εἶτα ἕτεροι ὑπέρ ἑτέρων πιστεύσαντες, ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι ἴσχυσαν… Εἰ δέ καί πιστός εἶναι νομίζεις, ἀλλ᾿ οὔπω τό τέλειον τῆς πίστεως ἔχεις· χρεία καί σύ κατά τούς ᾿Αποστόλους εἰπεῖν· “Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν (Λουκ. 17,5)”»46.
β) ῾Η ἐντρύφηση στίς εὐαγγελικές διηγήσεις τῶν θαυμάτων θεραπείας ἀσθενῶν μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πίστη τῶν αἰτουμένων τήν ἴαση συνοδευόταν συχνά καί ἀπό ταπείνωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Χαναναία, τήν ταπείνωση τῆς ὁποίας ὁ ἱερός Χρυσόστομος διαπιστώνει ἀπό τά ἑξῆς γεγονότα: Δέν «ἐτόλμησεν ἐλθεῖν εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα… ἀναξίαν ἑαυτήν τιθεμένη». Δέν «ἐτό-λμησεν εἰς ὄψιν τοῦ Διδασκάλου τήν δαιμονῶσαν (θυγατέρα) ἀγαγεῖν». Δέν τόλμησε νά ζητήσει νά ἔλθει «ὁ ἰατρός (᾿Ιησοῦς) εἰς τήν οἰκίαν» της. Δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτόν της ἄξιο, ὥστε νά ἀπαιτήσει τή θεραπεία «ὡς ὀφειλήν», «ἀλλ’ ἐλεηθῆναι ἐδεῖτο, καί τήν συμφοράν τήν οἰκείαν ἐξετραγῴδει μόνον». Δέν σκανδαλίσθηκε ὅταν «οὐδέ ἀποκρίσεως» ἀξιώθηκε. Δέν ἦλθε «εἰς ἀπόγνωσιν», οὔτε ἀπόρησε γιά τήν ἀρνητική στάση τοῦ Κυρίου, ἀλλά «ἀπηναισχύντησε καλήν ἀναισχυντίαν». Καί ὅταν ὁ Κύριος τῆς εἶπε «οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις», δέν ἀγα-νάκτησε, ἀλλά μέ ταπείνωση ἀπάντησε «ναί, Κύριε· καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν» (Ματ. 15, 26-27), παραδεχόμενη ὄχι μόνον ὅτι εἶναι «κυνάριον»47, ἀλλ’ ὅτι ἀρκεῖται σ’ ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τά «κυνάρια». ῾Η στάση τῆς Χαναναίας μᾶς δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπροστά στόν πόνο τῆς ἀσθένειας γίνεται καρτερικός, πρόθυμος νά ὑπακούσει, νά ταπεινωθεῖ καί νά παραδώσει τόν ἑαυτό του στόν Θεό. ῾Η μέ ταπείνωση ἐναπόθεση τῆς λύσης τοῦ πάθους τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου στόν Θεό εἶναι ὁ πιό ὀρθός καί σωτήριος τρόπος ἀντιμετώπισής του.
γ) ᾿Από τίς περιπτώσεις τῶν ἀσθενῶν, τούς ὁποίους ὁ Κύριος, ὅπως εἴδαμε, θαυματουργικῶς ἐλέησε, προκύπτει ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς βάσταξαν τό πάθος τῆς ἀσθένειας ἐπί σειρά ἐτῶν μέ θαυμαστή ὑπομονή (βλ. ἐνδεικτικῶς τήν συγκύπτουσα γυναίκα Λουκ. 13, 10-17 καί τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά ᾿Ιω. 5, 2-15). ῾Η ὑπομονή τους ὑπῆρξε σωτήρια καί ἐπιβεβαιώνει τούς εὐαγγελικούς λόγους: «῾Ο δέ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματ. 24, 13) καί «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν» (Λουκ. 21, 19). Οἱ ἀσθενεῖς τῶν Εὐαγγελίων πού ἰάθησαν ἀπό τόν Κύριο, εἴδαμε ὅτι ἦσαν ὅλοι ἄνθρωποι πίστεως καί ἀσφαλῶς ἡ πίστη τους ὑπῆρξε προϋπόθεση τῆς ὑπομονῆς τους, γιατί διαφορετικά ἡ ὑπομονή τους θά ἦταν μιά μοιρολατρική ἀποδοχή τῆς κατάστασης τοῦ πάθους τῆς ἀσθένειας στήν ὁποία βρίσκονταν. Γιά τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι ἡ μοιρολατρική ὑπομονή πού φέρνει τήν ὑπέρβαση τοῦ πάθους τῆς ἀσθένειας, ἀλλ᾿ ἡ ἐν πίστει ἀποδοχή του καί ἡ μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα ἀντιμετώπισή του. Μιά τέτοια ὑπομονή θεωρεῖται, σέ κείμενο πού ἀποδίδεται στόν Μέγα Ἀθανάσιο, μεγάλη ἄσκηση: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη ἄσκησις, τό ἐν ταῖς νόσοις καί πόνοις ἐγκαρτερεῖν καί ὑπομένειν, καί εὐχαριστηρίους ὕμνους ἀναπέμπειν τῷ Θεῷ»48. Καί ὁ σκοπός μιᾶς τέτοιας ἄσκησης εἶναι νά ὑπερβαθεῖ τό πάθος καί οἱ πειραζόμενοι νά ἀναδειχθοῦν νικητές, τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι: «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (᾿Ιακ. 1, 2-4).
Τό ἔργο τῆς ὑπομονῆς ὅμως, πρέπει νά σημειώσουμε, δέν εἶναι εὔκολο καί χρειάζεται μεγάλο ἀγώνα, κυρίως ὅταν ἡ κατάσταση τοῦ πάθους τῆς ἀσθένειας χρονίζει. ῾Ο πολύαθλος ’Ιώβ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ παράδειγμα ὑπομονῆς, ὅταν ἡ δοκιμασία του ἔφθασε σέ σημεῖο ἐξαιρετικά ὑψηλό, ἡ πίστη καί ἡ ὑπομονή του ἄρχισαν νά κάμπτονται καί νά καταριέται τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του: «Μετά τοῦτο ἤνοιξεν ὁ ᾿Ιώβ τό στόμα αὐτοῦ καί κατηράσατο τήν ἡμέραν αὐτοῦ… ὅτι οὐ συνέκλεισε πύλας γαστρός μητρός μου· ἀπήλλαξε γάρ ἄν πόνον ἀπό ὀφθαλμῶν μου…» (᾿Ιώβ 3, 1-10). ᾿Εδῶ βλέπουμε τόν πάσχοντα νά βρίσκεται στό πιό κρίσιμο σημεῖο τοῦ ἀγώνα του· λόγω κοπώσεως ἔχει ἀγγίξει τά ὅρια τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων καί κινδυνεύει νά χάσει τήν ὑπομονή του καί νά ἐγκαταλείψει τόν ἀγώνα του. ῾Ο Μ. Βασίλειος σχολιάζοντας τήν κορυφαία αὐτή στιγμή τοῦ πάθους τοῦ ᾿Ιώβ, συμβουλεύει ὅλους ὅσους πάσχουν παρόμοια: «Μηδείς ἐξ ὧν ἔπαθεν ἀναπεισθῇ λογίσασθαί τι καί λέγειν, ὡς ἄρα οὐδεμία πρόνοια τάττει τά καθ’ ἡμᾶς, μηδέ κατηγορείτω τῆς οἰκονομίας τοῦ Δεσπότου καί κρίσεως, ἀλλ’ εἰς τόν ἀθλητήν ἐκεῖνον (τόν ᾿Ιώβ) ὁράτω, κἀκεῖνον σύμβολον ποιείσθω τοῦ κρείττονος. ᾿Αναλογιζέσθω τούς ἀγῶνας ἅπαντας ἐφεξῆς ἐφ’ οἷς ἠρίστευσε, καί πόσοις βέλεσιν ὑπό τοῦ διαβόλου βληθείς οὐκ ἐδέξατο καιρίαν πληγήν»49. Δηλαδή, κατά τό παράδειγμα τοῦ ᾿Ιώβ ὁ Θεός ἐνίοτε ἐπιτρέπει τό πάθος νά ἀγγίξει τά ψυχικά ὅρια τοῦ δοκιμαζόμενου πιστοῦ, ὥστε νά φανεῖ ἡ διά τῆς ὑπομονῆς πνευματική του δύναμη, νά ξεπεράσει τό πάθος καί νά ἐξαγνισθεῖ μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος καί νά ἀπολαύσει τή γαλήνη τοῦ νικητή. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει μέ σαφήνεια καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγοντας: «Τοιοῦτον τῷ Θεῷ ἔθος, μή ἐκ προοιμίων τά δεινά, ἀλλ’ ὅταν κορυφωθῇ, ὅταν αὐξηθῇ… τότε ἀθρόον πάντα μεταβάλλειν ἐπί τό γαληνόν, καί πρός ἀπροσδοκήτους τινάς καταστάσεις αὐτά πραγμάτων ἄγειν»50.
Συνεπῶς ἡ μοναδική ὁδός γιά νά ὑπερβαθεῖ τό πάθος τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου, εἶναι ἡ ὑπομονή. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέραμε, θεωρεῖ τόν ᾿Ιώβ «ἀθλητήν» καί «σύμβουλον» ὑπομονῆς, τόν προτείνει ὡς ὁδηγό σέ ὅσους βαδίζουν τό δρόμο τῆς ὑπομονῆς: «῾Ορᾷς ὁπόσα ὁ δίκαιος ᾿Ιώβ ἐκ τῆς ὑπομονῆς ἑαυτῷ συνέλεξεν ἀγαθά; Καί σύ τοίνυν, εἴ τι σοι προσεπέλασε δυσχερές ἀπό τοῦ χθές ἀναφθέντος πυρός ἐκ τῆς τῶν δαιμόνων ἐπιβουλῆς, τοῦτο καρτέρησον, καί τήν ἐκ τοῦ πάθους ἀνίαν κρείττοσι κατεύνασον λογισμοῖς· καί κατά τό γεγραμμένον, ἐπίρριψον ἐπί τόν Κύριον τήν μέριμνάν σου, καί αὐτός σέ διαθρέψει»51.
δ) ῾Η ὑπομονή, ὅπως ἄλλωστε ἡ πίστη καί ἡ ταπείνωση, πρέπει νά εἶναι τό συνεχές αἴτημα τῆς προσευχῆς, γιατί, ἀπ’ ὅ,τι εἴδαμε, ἡ ἀπόκτηση καί βίωσή τους εἶναι τόσο δύσκολη, ὥστε χωρίς τή θεία βοήθεια θά ἦταν ἀκατόρθωτη. Πρότυπο προσευχῆς στούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό τό πάθος του προσευχήθηκε στόν Θεό Πατέρα λέγοντας: «πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τό ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ· πλήν μή τό θέλημά μου, ἀλλά τό σόν γινέσθω» (Λουκ. 22, 42· Ματ. 26, 39). ῾Ο Κύριος ἐξέφρασε μέ τήν προσευχή του τήν ἐπιθυμία καί τήν παράκλησή του, ἀλλά προέταξε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός· καί ἡ ἀπάντηση στήν προσευχή του ἦταν ἄμεση: «ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. 22, 43). Τό εἴδος αὐτό τῆς προσευχῆς συνέστησε ὁ Κύριος στούς μαθητές του, «προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Λουκ. 22, 46· Ματ. 26, 41· Μάρκ. 14, 38), καί διά τῶν μαθητῶν του σέ ὅλους τούς δοκιμαζόμενους καί ἀγωνιόντες πιστούς.
Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας συνιστοῦν τήν παράδοση αὐτή τῆς προσευχῆς, γιατί ἐκφράζει ὅλο τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπιθυμία του γιά λύτρωση «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος… (ἀπό) πάσης κακώσεως καί νόσου καί θλίψεως»52. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος πολύ χαρακτηριστικά ἀναφέρει: «῎Αν λύπη συμβῇ… λάβε παραμυθίαν ἐκεῖθεν τοῦ δεινοῦ (διά τῆς προσευχῆς), ἄν ζημία, ἄν θάνατος, ἄν πειρασμοί, ἄν συκοφαντίαι, ἄν θλίψεις, ἄν θάνατος οἰκείων, ἄν ἀποβολή οἰκείων· μᾶλλον δέ μή ἔγκυπτε, ἀλλά ἀνάλαβε πάντα, ἔχε ἐπί τῆς διανοίας… ῎Ενθα ἄν ᾖ τό ὄνομα Κυρίου, πάντα αἴσια… Κάλει τόν Υἱόν, εὐχαρίστει τῷ Πατρί. Καί γάρ τοῦ Υἱοῦ καλουμένου ὁ Πατήρ καλεῖται, καί αὐτοῦ εὐχαριστημένου ὁ Υἱός εὐχαριστεῖται»53. Τήν ἀπόκτηση τῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἀντι-μετώπιση τοῦ πάθους τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου μέσω τῆς προσευχῆς βεβαιώνει καί ὁ ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος: «Προσευχή ἐστι δέησις… δι᾿ ἧς ὑπό Θεοῦ βοηθεῖται ἄνθρωπος54… ῞Οταν δέ αἴσθηται ὁ ἄνθρωπος τῆς θείας βοηθείας, ὅτι πάρεστι βοηθοῦσα αὐτῷ, τότε ἡ καρδία παραυτίκα ἐμπίπλαται πίστεως καί συνίησιν… ὅτι ἡ προσευχή καταφύγιον πέφυκε βοηθείας, καί πηγή σωτηρίας, καί θησαυρός πεποιθήσεως, καί λιμήν ῥυόμενος ἀπό τρικυμίας, καί φῶς τοῖς ἐν σκότει, καί στήριγμα τῶν ἀσθενῶν, καί σκέπη ἐν τῷ καιρῷ τῶν πειρασμῶν, καί βοήθεια ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς νόσου, καί ἀσπίς λυτρώσεως… καί ἁπλῶς εἰπεῖν πᾶν τό πλῆθος τῶν ἀγαθῶν τούτων, διά τῆς προσευχῆς εὑρίσκεται ἔχον τήν εἴσοδον (εἰς τόν ἄνθρωπον)»55.
῾Η προσευχή τοῦ Κυρίου πρό τοῦ πάθους του, πού, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποτελεῖ πρότυπο γιά τήν προσευχή κάθε πάσχοντος πιστοῦ, ἀπαιτεῖ ὅσα ἐκζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά προϋποθέτουν πάντοτε «τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως». ῞Ομως μόνον ὁ Κύριος γνωρίζει ἄν τό αἴτημα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τό πάθος τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου εἶναι πρός τό συμφέρον μας. Γι᾿ αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος, ὑποδεικνύοντας πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε, μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: «Προσεύχου οὖν τῷ Θεῷ μετά φόβου καί ταπεινοφροσύνης… καί ὅταν τά δύο μέρη ἀποπληρώσῃς, τῆς δοξολογίας καί τῆς ταπεινοφροσύνης, τότε λοιπόν αἴτησον ὅ ὀφείλεις αἰτῆσαι… Αὐτός γάρ σε ἔπλασε, καί κήδεταί σου τῆς σωτηρίας, καί οἶδε πῶς ἑκάστῳ συμφέρει, εἴτε ὑγιαίνειν, εἴτε ἀσθενεῖν· ἀλλ᾿ αἴτει, καθώς προσετάχθης, τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Περί γάρ τῆς χρείας τοῦ σώματός σου, καθώς προέφην, αὐτός φροντίσει»56. ῾Η προσευχή λοιπόν τοῦ κάθε ἀσθενῆ καί πονεμένου ἀνθρώπου πρέπει νά θέτει σέ πρώτη θέση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μόνον γνωρίζει τό συμφέρον μας, ὥστε νά εἶναι σύμφωνη μέ τήν προσευχή τοῦ Κυρίου καί τήν εὐχή ὁλόκληρης τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ἐκφράζεται κατά τή θεία Λειτουργία: «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν παραθώμεθα».
Οἱ καρποί τῆς ἀσθένειας καί τῶν πόνων
῾Η ἀνθρώπινη ἀσθένεια καί ὁ πόνος, ὅπως εἴδαμε, πολύ συχνά ἀποβαίνει μέσον φανερώσεως τῆς θείας ἐνέργειας καί δυνάμεως, προκειμένου νά ὁδηγήσει τόν πιστό στή σωτηρία. Γιά τόν πιστό ἡ ἀσθένεια καί ὁ πόνος πρέπει νά βιώνεται ὡς θεία δωρεά «ἀπό τῆς οὐρανίου χάριτος αὐτῷ ἐπιχορηγηθεῖσα»57 καί γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος θεωρεῖ ἕνα τέτοιο τρόπο βιώσεως τῆς ἀσθένειας ὡς ἀρετή: «᾿Αρετῆς ὅρος ἐστίν, ἡ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας κατ’ ἐπίγνωσιν πρός τήν θείαν δύναμιν ἕνωσις»58. ῾Η θεία δύναμη ἐδῶ πρέπει νά γίνει ἀντιληπτή μέ τήν παύλεια σημασία, δηλαδή νά ταυτισθεῖ μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «δύναμις Θεοῦ εἰς σωτηρίαν» (Α΄ Κορ. 1, 24). ῎Ετσι ὁ πάσχων ἀπό ἀσθένεια καί πόνο πιστός θά γνωρίζει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ ὁποῖος κατέστρεψε τήν ἁμαρτία «ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ διά τοῦ θανάτου» (Κολ. 1, 22), κατοικεῖ μέσα του καί διά τῆς θείας δυνάμεως ἡ ἀσθένειά του ἀπό καρπός ἁμαρτίας μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ αἰτία λυτρώσεως καί σωτηρίας καί ὁ πόνος του σέ χαρά. Μέ ἄλλα λόγια, διά τῆς θείας δυνάμεως καί χάριτος ἡ ἀνθρώπινη ἀσθένεια, ἀδυναμία καί πόνος μεταποιοῦνται σέ ὄργανα ζωῆς καί σωτηρίας. Μέ τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀσθένεια τοῦ παντελῶς ἀδύναμου ἀνθρώπου μεταβάλλεται σέ δύναμη σωτηρίας καί ὁ πόνος του γεννᾶ ἐλπίδα λυτρώσεως. Στήν ἀσθένεια εἶναι παρών ὁ Χριστός, δίδοντάς μας τή βεβαιότητα ὅτι στίς ἀσθένειες καί στούς πόνους μας πραγματώνεται ἡ μετ’ αὐτοῦ ἕνωση καί λαμβάνουμε τόν ἀρραβώνα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Μιά τέτοια θεώρηση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ πόνου συνιστᾶ σέ κάθε ἀσθενούντα καί πονεμένο πιστό νά ἀποβάλει κάθε αἴσθημα ἀπαισιοδοξίας ἤ ἀπελπισίας καί νά ἀποκτήσει ὄχι ἁπλῶς ὑπομονή, ἀλλά «περισσεία χαρᾶς» (Β΄ Κορ. 8, 2). Οἱ ἅγιοι χαίρονταν γιά τίς ἀσθένειες, τούς πόνους τους καί γενικῶς γιά τά παθήματά τους, γιατί γνώριζαν ὅτι εἶναι ἀσθένειες ἐν Χριστῷ καί διά Χριστόν. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Φιλοδέσποτοι γάρ ὄντες οἱ ἅγιοι, τά ὑπέρ τοῦ Δεσπότου πάθη μετά πολλῆς ἐδέχοντο προθυμίας καί φαιδρότεροι τούτοις ἐγένοντο. Καί ὁ μέν φησί· “χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου” (Κολ. 1,24), ὁ δέ Λουκᾶς περί τοῦ λοιποῦ τῶν ἀποστόλων χοροῦ τά αὐτά δή ταῦτα φθέγγεται· μετά γάρ τάς πολλάς μάστιγας “ἀνεχώρουν, φησί, χαίροντες, ὅτι κατηξιώθησαν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ἀτιμασθῆναι” (Πράξ. 5, 41)»59. ῾Η χαρά τῶν ἁγίων γιά τούς πόνους καί τίς ἀσθένειες ὀφει-λόταν ἀσφαλῶς στή βεβαιότητα ὅτι πάσχουν καί ὑποφέρουν διά τόν Χριστο, ὅτι «κοινωνοῦν τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι» (Α΄ Πέτρ. 4, 13) καί συνεπῶς καί τῆς σωτηρίας πού πηγάζει ἀπό τά παθήματα καί τό Σταυρό τοῦ Κυρίου. ῾Ο Χρυσόστομος ἔχοντας αὐτά ὑπόψη του ἀναφέρει σέ πάσχουσες μαθήτριές του: «῾Ο γάρ διά τόν Χριστόν πάσχων, ὅσῳπερ ἄν τι χαλεπώτερον πάθῃ, μειζόνων ἀπολαύει στεφάνων. ῾Ικανήν τοίνυν ἔχουσαι ταύτην τήν παράκλησιν, φέρετε γενναίως καί εὐχαρίστως τά συμπίπτοντα, δοξάζουσαι τόν Χριστόν ἐφ’ ἅπασι τοῖς συμβαίνουσιν. Οὕτω γάρ καί ὑμεῖς κοινωνοί γενήσεσθε τῶν παθημάτων αὐτοῦ, ἀλλά καί τῶν ἀποκειμένων αὐτῷ μισθῶν καί στεφάνων τῆς δόξης αὐτοῦ»60.
Τό μυστήριο τοῦ πάθους καί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ φωτί-ζει τή ζωή τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου καί τοῦ διδάσκει ὅτι ὅπως ὁ Κύριος σταυρώθηκε καί ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἀναστήθηκε ὡς Θεός, ἔτσι καί ὁ πιστός σταυρώνεται ἀπό τό πάθος τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου, ἀλλά ἐγείρεται ἀπό τό κρεβάτι τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου καί θά ἀναστηθεῖ διά τῆς δυνάμεως καί ἐνεργείας τοῦ ᾿Αναστηθέντος Θεανθρώπου Χριστοῦ· ὅπως ὁ ἐπί τοῦ Σταυροῦ θάνατος τοῦ Κυρίου δέν ἦταν σημεῖο ἀδυναμίας ἀλλά θείας δυνάμεως καί ἀγάπης, ἔτσι, κατ’ ἀντίθετο τρόπο, ἡ ἀνθρώπινη ἀσθένεια εἶναι σημεῖο τῆς παναδυναμίας τοῦ πεπτωκότος ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπου, πού διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου μεταβάλλεται σέ σημεῖο λυτρώσεως καί σωτηρίας. Κάτω ἀπ’ αὐτό τό πρίσμα οἱ ἀσθένειες καί ὁ πόνος δέν πρέπει νά ἐκλαμβάνονται ὡς συμφορές καί δεινά, ἀλλά ὡς μέσα γιά τή σωτηρία μας στό πλαίσιο τῆς πρόνοιας καί φροντίδας τοῦ Θεοῦ γιά τήν τελείωση καί ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας ὁμιλοῦν γιά τήν παιδευτική καί ἁγιαστική σημασία τῶν ἀσθενειῶν μέ ἐξαιρετική σαφήνεια καί ἀναφέρονται ἰδιαίτερα στίς διάφορες περιπτώσεις τῶν ἀσθενειῶν καθώς καί στίς ὠφέλειες πού αὐτές προξενοῦν. Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Σιναϊτης λέγει: «῎Εστιν ἀσθένεια διά καθαρισμόν πταισμάτων, καί ἐστι διά τό ταπεινωθῆναι τό φρόνημα. ῾Ο ἀγαθός ἡμῶν καί πανάγαθος Δεσπότης καί Κύριος, ὁπόταν πολλάκις τινάς ὀκνηροτέρους περί τήν ἄσκησιν θεάσηται, δι’ ἀσθενείας λοιπόν, ὥσπερ δι’ ἀνετωτέρας ἀσκήσεως τήν σάρκα αὐτῶν ταπεινοῖ· ἔστι δ᾿ ὅτε καί τήν ψυχήν λογισμῶν πονηρῶν καί παθῶν ἐκκαθαίρει»61. ᾿Ακόμη πιό λεπτομερής ἐμφανίζεται ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «Οἱ ἀγωνισταί πειράζονται, ἵνα προσθήσωσι τῷ πλούτῳ αὐτῶν· οἱ χαῦνοι, ἵνα ἐκ τῶν βλαπτόντων φυλάξονται ἑαυτούς· καί οἱ ὑπνώττοντες, ἵνα εἰς ἐξυπνησμόν εὐτρεπισθῶσι· καί οἱ μακράν ὄντες, ἵνα προσεγγίσωσι τῷ Θεῷ· οἱ δέ οἰκεῖοι, ἵνα ἐν παῤῥησίᾳ εἰσοικισθῶσι… Διά τοῦτο λοιπόν, πρῶτον πειράζει ὁ Θεός εἶτα δεικνύει τό χάρισμα»62.
Οἱ ἀσθένειες, λοιπόν, οἱ πόνοι καί κάθε πειρασμός πρέπει νά θεωροῦνται εὐεργεσίες Θεοῦ, πού δόθηκαν μέ σκοπό τή διαρκῆ ἐγρήγορση τοῦ πιστοῦ στόν ἀγώνα γιά τόν ἁγιασμό, καί συνεπῶς πρέπει νά γίνονται δεκτά μέ εὐγνωμοσύνη καί μέ τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει τί δοκιμασίες πάντοτε κατά τό μέτρο τῶν ἀνθρω-πίνων δυνάμεων, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε» (Α΄ Κορ. 10, 13)· ἤ, ὅπως ἀναφέρει ὁ ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος: «Οὔτε ἐν συμφοραῖς ἀεί ἀφίησιν ἡμᾶς, ἵνα μή ἐκκακῶμεν ἤ ἀποκάμωμεν, οὔτε πάλιν ἐν ἀνέσει δι’ ὅλου, ἵνα μή ραθυμώτεροι γινόμενοι, ἐκπέσωμεν τοῦ τῶν σπουδαίων χοροῦ»63.᾿
Επιλεγόμενα
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά ἀναφέρω μιά θαυμάσια εἰκόνα πού συναντοῦμε στήν ᾿Αποκάλυψη καί ἀφορᾶ στή δόξα πού θά ἀπολαύσουν στόν οὐρανό ὅλοι ὅσοι ἐβίωσαν στή γῆ τό πάθος τῶν πειρασμῶν, τῶν ἀσθενειῶν καί τῶν θλίψεων καί πορεύθηκαν τή «στενή καί τεθλιμένη» ὁδό: «Καί ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τάς στολάς τάς λευκάς, τίνες εἰσί, καί πόθεν ἦλθον; Καί εἴρηκα αὐτῷ· Κύριέ μου, σύ οἶδας. Καί εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καί ἔπλυναν τάς στολάς αὐτῶν καί ἐλεύκαναν αὐτάς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. Διά τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, καί λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καί νυκτός ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. Καί ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς… καί ὁδηγήσει αὐτούς ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων, καί ἐξαλείψει ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Ἀποκ. 7, 13-17).
᾿Αρχιμ. Νικολάου Χ. ᾿Ιωαννίδη, Δρος Θ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν
από (Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ )
Σημειώσεις
36 ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Εἰς τό Κατά Λουκᾶν, PG 123, 989Α.
37 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία ΛΒ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 57, 377.
38 Αὐτόθι.
39 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ῾Ομιλία ΝΖ΄ εἰς Λουκᾶν, PG 59, 312.
40 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά Λουκᾶν, PG 72, 864Β.
41 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία ΛΒ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 57, 377.
42 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, Λόγος Β΄, ἔκδ. Pusey vol 1, σ. 30428 (PG 73, 336C).
43 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία ΝΒ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 58, 521.
44 ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Εἰς τό Κατά Λουκᾶν, PG 123, 1017C.
45 Αὐτόθι, 1018D.
46 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Ε΄, Cyrilli Hierosolymorum archiepiscopi opera quae supersunt omnia, ἐπιμ. ἔκδ. W.C. Reischl – J. Rupp, ἐκδ. Olms, Hildesheim 19672 81-920 (PG 33, 516Α-517Α
47 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία ΝΒ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 58, 519-520.
48 ΨΕΥΔΟ-ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Βίος καί πολιτεία Συγκλητικῆς 99, ΒΕΠΕΣ 35, σ. 250 (PG 28, 1548D).
49 Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὁμιλία ΚΑ΄ Περί τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, καί περί τοῦ γενομένου ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας, PG 31, 557D.
50 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Πρός ᾿Ολυμπιάδα ἐπιστολή Α΄, Jean Chrysostôme, Lettres à Olympias, ἐπιμ. ἔκδ. A.M. Malingrey, [SC 13bis], Paris 19682 7,2,14 (PG 52, 550). Πρβλ. ΙΩ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ, ῾Η βίωσις τοῦ πάθους κατά τήν διδασκαλίαν τῆς ῾Αγ. Γραφῆς, Συμβολή εἰς τήν ποιμαντικήν ψυχολογίαν, ᾿Αθῆναι 1960, σσ. 33-34. Δ. ΔΟΪΚΟΥ, «῾Ο ᾿Ιώβ καί οἱ φίλοι του. Τό πρόβλημα τοῦ πόνου», Γρηγόριος Παλαμᾶς, 3 (1957), σ. 227· 5 (1957), σσ. 366-368.
51 Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὁμιλία ΚΑ΄ Περί τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς…, PG 31, 564B.
52 Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρόν Εὐχολόγιον, ᾿Αθῆναι 1955, σσ. 184-185. Πρβλ. JEAN CLAUDE LARCHET, ῾Η θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων…, σσ. 557 κ. ἑξ.
53 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Υπόμνημα πρός Κολασσαεῖς, PG 62, 361-364.
54 ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, Λόγος ΛΒ΄ Περί Καθαρᾶς προσευχῆς, ῞Απαντα τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἔκδ. Νικηφόρου Θεοτόκη (ἀνατύπωση Χ. Σπανοῦ), ᾿Αθῆναι χ. χρ., σ. 136
55 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Λόγος ΚΑ΄ Περί ὑπό τινος ὠφελεῖται, αὐτόθι, σ. 83. Πρβλ. Γ. ΚΟΥΝΑΒΗ, ῾Ο πόνος, σσ. 184-186.
56 Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ᾿Ασκητικαί Διατάξεις, PG 31, 1329C-1332Α.
57 ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Περί ἀρχῶν, Origenes vier Bücher von den Prinzipien, ἐπιμ. ἔκδ. H. Görgemanns, H. Karpp, ἐκδ. Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 1976 3,1,1223 (PG 11, 272A).
58 ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Κεφάλαια διάφορα Θεολογικά τε καί οἰκονομικά, ἑκατοντάς Τρίτη, οθ΄, PG 90, 1293D
59 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Λόγος εἰς Βαβύλαν καί κατά ᾿Ιουλιανοῦ, Critical edition of, and introduction to, St. John Chrysostom’ s “De sancto Babyla contra Iulianum et gentiles”, ἐπιμ. ἔκδ. M. Schatkin, [Diss. Fordham], ἄ. τ. 1967 6212 (PG 50, 550).
60 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ᾿Επιστολή Ξ΄ εἰς Χαλκιδίαν καί ᾿Ασυγκριτίαν, PG 52, 642
61 ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑϊΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄ Περί διακρίσεως λογισμῶν παθῶν, καί ἀρετῶν, PG 88, 1024D.
62 ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, Λόγος ΜΗ΄ Περί τοῦ διά ποίας αἰτίας ἀφίησιν ὁ Θεός τούς πειρασμούς, σσ. 198-199.
63 ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Λόγος περί καρτερίας, Τά Εὐρεθέντα Β΄, σ. 420. Πρβλ. ΝΙΚ. ΙΩΑΝΝΙ-ΔΗ, ῾Ο ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος, σ. 358.