Ἡ μεγαλύτερη καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ χάσει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή καὶ γενικὰ γιὰ τὴ σωτηρία του. Νὰ εἶναι ἀδιάφορος γιὰ καθετὶ θρησκευτικό. Νὰ ἀρνεῖται τὸν ἠθικὸ λόγο, τὰ καθήκοντά του ὡς χριστιανὸς καὶ νὰ περιορίζει τὶς δραστηριότητές του μόνο στὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, στὴν καλοπέραση καὶ στὰ ἀνωφελῆ καὶ μάταια τοῦ παρόντος κόσμου.
Στὴν ἐποχὴ μας ἔχουμε πολλοὺς «κατεστραμμένους», οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ ἀναθεωρήσουν λαθεμένες ἐπιλογές. Ἐξάλλου δὲν εὐκαιροῦν γιὰ τίποτα ἄλλο. Εἶναι ἀφοσιωμένοι στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ψάχνουν συνεχῶς τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς λεγόμενης «εὐτυχίας», ὁ ὁποῖος τελικὰ δὲν ὑπάρχει πουθενά. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ αὐξάνουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις, γιὰ νὰ γίνουν εὐτυχεῖς. Ἀλλὰ στὴ ζωή τῶν κοσμικῶν πάντα συμβαίνουν ἀνατροπές. Μόλις πᾶνε νὰ χαροῦν τὸ θησαυρὸ ποὺ «βρῆκαν», κάτι ἀπρόσμενο συμβαίνει στὴ ζωή τους κι ὅλα χάνονται καὶ ἀρχίζουν πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν τὸ ρίχνουν κάτω. Συνεχίζουν τὴν ἴδια τακτική, ἐπιδιώκουν τὰ ἴδια ὑλικὰ ἀγαθά, ἔχουν τοὺς ἴδιους στόχους καὶ φυσικὰ τὶς ἴδιες ἀποτυχίες.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσανατολισμό. Ἐργάζονται βέβαια, γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ οἰκογένειές τους χωρὶς αὐτὸς νὰ εἶναι ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς τους. Ὁδηγό τους σὲ κάθε βῆμα, θὰ ἔλεγε κανείς, ἔχουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σχέση τους μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι σταθερὴ καὶ δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες τους, ἀλλὰ μέσῳ τῆς μετανοίας ἀνανεώνεται καὶ γίνεται ἰσχυρότερη. Δὲν εἶναι τυπικὴ ἐκτέλεση μερικῶν ὑποχρεώσεων οὔτε τήρηση μερικῶν τύπων. Εἶναι πραγματικότητα ζωῆς. Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ μὲ προσευχή, ἐκκλησιασμό, συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μὲ ποικίλους τρόπους καὶ προπαντὸς μὲ ἐλεημοσύνη καὶ πνευμτικὴ ἐπικοινωνία. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ ταπεινὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο ἐμποδίζει νὰ παρεκκλίνει ὁ χριστιανὸς στὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία ποὺ καταλήγει στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ θεωροῦσε περιττὸ κάθε πρᾶγμα ποὺ δὲν τοῦ ἦταν ἀναγκαῖο καὶ τὸ ἔδινε σὲ ἄλλους γείτονες μοναχούς. Γιὰ τὸν ἴδιο ἦταν μεγάλο ἐμπόδιο. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ ὅταν τοῦ ἔστελναν χρήματα. Δὲν σκεφτόταν πῶς θὰ τὰ ξοδέψει, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει κάτι παραπάνω στὴν ἀσκητική του καλύβη, ἀλλὰ τὸν ἀνησυχοῦσε ἡ σκέψη ὅτι πρέπει νὰ τὰ διαθέσει σὲ ἄλλους πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Καὶ μόλις τὰ ἔδινε, αἰσθανόταν ἐλευθερία, γιατί ἡσύχαζε ὁ νοῦς του καὶ μποροῦσε νά συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τὸ πνευματικό του πρόγραμμα. Συχνὰ στὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του ἀναφερόταν στὴν καταστροφὴ ποὺ δέχεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει ὑλικὰ ἀγαθά, πέρα ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Ἔλεγε: «Ἡ καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅταν ἔχει τὰ πάντα (ὑλικὰ ἀγαθὰ) σὲ ἀφθονία. Τότε δύσκολα αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐεργεσίες Του. Θέλετε νὰ παρασύρετε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ κάποιον; Δῶστε του συνέχεια ἄφθονα τὰ ὑλικά. Ἔ, καὶ τὸν Θεὸ θὰ ξεχάσει καὶ τὰ πάντα».
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἐπίσης θεωροῦσε τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὅμως μὲ τὶς ὑπερβολὲς του δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὴ φύση. Ἤθελε οἱ ἄνθρωποι νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ δῶρα αὐτὰ μὲ μέτρο καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸν οὐράνιο Πατέρα. Πάντα τόνιζε ὅτι ἡ ἀφθονία εἶναι πηγὴ πολλῶν κακῶν. «Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι κακὸ εἶναι ἡ λανθασμένη χρήση τῶν πραγμάτων ποὺ μᾶς χάρισε γιὰ τὸ καλό μας ὁ Θεός».
(Πηγή: “Ορθόδοξος Τύπος“)