Ο παπα-Φιλόθεος ο Γρηγοριάτης ο παλαιός, κάποτε θέλησε με ευλογία του Γέροντά του να κάψει τα απόκλαδα για να καθαρίσει τον ελαιώνα στην τοποθεσία «Παρθένιου».
Όταν άναψε την φωτιά, κατά παραχώρηση ίσως του Θεού, φύσηξε αέρας δυνατός και άρχισαν να παίρνουν φωτιά εκτός από τα κλαδιά και οι ελιές. Μετά η φωτιά προχώρησε και στο δάσος. Ο παπα-Φιλόθεος κατέβαλε κάθε προσπάθεια, όμως αδυνατούσε να την αναχαιτίσει. Φούντωσε η φωτιά γρήγορα και δυνατά.
Έτρεξαν όλοι οι πατέρες της Μονής αλλά δεν πρόλαβαν να την περιορίσουν γιατί είχε εξαπλωθεί αρκετά. Το δάσος και οι ελιές ήταν επόμενο να καταστραφούν. Μαζί με τους Πατέρες έτρεξε με το μπαστούνι του και ο γηραιός Ηγούμενος, παπα-Συμεών. Γεμάτος από ιερή αγανάκτηση σήκωσε το ποιμαντικό του ραβδί δείχνοντας προς τον παπα-Φιλόθεο.
– Ευλόγησον, Γέροντα. Συγχώρεσέ με, δεν το ήθελα.
– Μου έκαψες το δάσος και ευλόγησον; Και συγχρόνως του έδωσε και μία με το μπαστούνι.
– Ευλόγησον, Γέροντα, συγχώρεσέ με, μήπως το ’θελα να κάψω το δάσος; Και ταπεινά πρόσθεσε.
– Γέροντα, ανθρώπινη βοήθεια δεν υπάρχει. Ας αφήσουμε τώρα την συζήτηση και ας καταφύγουμε στην Θεία βοήθεια. Τίποτα άλλο δεν μας σώζει, παρά μόνο η Χάρις του Θεού.
Αμέσως κατέφυγαν στην προσευχή και ω του θαύματος! Παρουσιάστηκε αμέσως ένα σύννεφο πάνω από την φωτιά και έβρεξε πολύ κατασβήνοντας την πυρκαγιά ενώ ήταν Ιούλιος μήνας. Σώθηκε το δάσος με θαύμα του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας, χάρη στην ταπείνωση του παπα-Φιλόθεου.