Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Ο αγώνας του Χριστιανού γίνεται κατ’ ουσίαν εναντίον του διαβόλου, εσωτερικά, εναντίον των λογισμών και των παθών, και εξωτερικά. Αυτός είναι και ο αγώνας της Εκκλησίας.
«Η πάλη της Εκκλησίας δεν είναι μόνον εσωτερική, δηλαδή που κάνει τον αγώνα εναντίον του διαβόλου και εναντίον των πειρασμών κ.ο.κ., για να μπορεί να φθάσει ο καθένας στον φωτισμό, αλλά αυτή η ίδια η Παράδοση συνεχώς έρχεται σε σύγκρουση και με τα εκτός της Εκκλησίας.
Αλλά, τα εκτός της Εκκλησίας είναι δύσκολο πολλές φορές να καθορίσει κανείς. Διότι, ένας αξιωματικός του στρατού του αυτοκράτορα μπορεί να μην είναι βαφτισμένος και να έχει το ένα πόδι μέσα στην Εκκλησία και το άλλο πόδι έξω από την Εκκλησία.
Δεν είναι σαφή τα σύνορα Εκκλησίας και κόσμου για μάς τους Ορθοδόξους. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ως Ορθόδοξη την θέση του Αυγουστίνου που εκφράζει στην “Πολιτεία του Θεού” στην Πόλη του Θεού, δηλαδή “De Civitate Dei”, που εκεί είναι του διαβόλου ο ρόλος και εδώ είναι της Χάριτος ο ρόλος. Μέχρις ότου εκδημήσωμεν προς Κύριον ο διάβολος είναι μαζί μας, συνέχεια, δηλαδή, και κάνει αγώνα να μας καταπιεί».
Πρέπει ο Χριστιανός να απαλλαγεί από τις ενέργειες των δαιμόνων. Αυτό γινόταν κατά την Κατήχηση, γι’ αυτό ο κατηχούμενος μάθαινε αυτήν την πολεμική τέχνη εναντίον του διαβόλου. Μέσα στην προοπτική αυτή καθόρισαν οι Πατέρες τα ευαγγελικά αναγνώσματα. Κατά την περίοδο της καθάρσεως διαβάζονταν τα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, μάλιστα δε το ευαγγέλιο του Μάρκου κάνει λόγο για την καταπολέμηση των δαιμονικών ενεργειών και το κυρίαρχο πνεύμα του είναι τα περί καθάρσεως. Αυτή η κάθαρση γινόταν την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, με τους εξορκισμούς, για τους υποψηφίους για το Βάπτισμα, τους κατηχουμένους. Μετά το Βάπτισμα, που γινόταν το Μέγα Σάββατο, διαβαζόταν το ευαγγέλιο του Ιωάννου, το οποίο δεν ασχολείται καθόλου σχεδόν με τον διάβολο.
«Η σωτηρία για τον άνθρωπο και την δημιουργία δεν μπορεί να έλθει μέσω μιας απλής πράξεως συγχωρήσεως οποιουδήποτε νομικιστικού καταλογισμού της αμαρτίας ούτε μπορεί να έλθει μέσω οποιασδήποτε ανταμοιβής ικανοποιήσεως στον διάβολο ή στον Θεό. Η σωτηρία μπορεί να έλθει δια της καταστροφής του διαβόλου και της δύναμής του».
Όποιος πολεμά με την δύναμη του Χριστού τον διάβολο και τον νικά, αυτός καταλαβαίνει τις μεθοδείες του και γίνεται πραγματικός θεολόγος. Η Ορθόδοξη θεολογία είναι «πολεμική» και ερμηνεύεται μέσα από την «τέχνη της πολεμικής».
«Το να είναι κανείς θεολόγος σημαίνει κατά πρώτον και κύριον λόγον, ότι είναι ειδικός στις μεθοδείες του διαβόλου. Ο φωτισμός και, κυρίως, ο δοξασμός μεταδίδουν το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων για την κατατρόπωση του διαβόλου, ειδικώς όταν αυτός προσφεύγει στην διδασκαλία της θεολογίας και πνευματικότητος σε εκείνους που αρχίζουν να γλιστρούν μέσα από τα χέρια του».
Μια θεολογία που δεν γνωρίζει τις μεθοδείες του διαβόλου είναι αιρετική, είναι επηρεασμένη από τον διάβολο.
«Ο εχθρός της ζωής και του θανάτου (ο διάβολος) μπορεί να καταστραφεί μόνον όταν οι Χριστιανοί μπορούν με βεβαιότητα να πουν: «ου γαρ αυτού τα νοήματα αγνοούμεν» (Β΄ Κορινθίους Β΄, 11). Οποιαδήποτε θεολογία δεν μπορεί να ορίσει με ακρίβεια τις μεθόδους και τις εξαπατήσεις του διαβόλου, είναι καθαρά αιρετική, επειδή μια τέτοια θεολογία έχει ήδη εξαπατηθεί από τον διάβολο. Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο οι Πατέρες μπορούσαν να βεβαιώσουν ότι η αίρεση είναι έργο του διαβόλου».
Πάντως, η μέθεξη της Βασιλείας του Θεού είναι συνάρτηση της πολεμικής εναντίον των δαιμόνων. Δεν μπορεί κανείς διαφορετικά να βιώσει την βασιλεία του Θεού.
«Η Βασιλεία του Θεού φθάνει στον άνθρωπο, με την εκδίωξη των δαιμόνων. Έχουμε την κάθαρση, η οποία κάθαρση, ουσιαστικά, είναι η εκδίωξη των δαιμόνιων. Και όταν εκδιώκονται οι δαίμονες, τότε έρχεται η Βασιλεία του Θεού».
Επομένως, «κάθε άγιος της Εκκλησίας συνιστά τον θρίαμβο της πίστεως από των δυνάμεων του διαβόλου».