«… περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτοὺς καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς» (Λουκ. 12, 37).
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ σ’ ἕναν τόπο μακρινό, ποὺ δὲν ἔμαθε ποτὲ κανένας κατὰ ποῦ ἔπεφτε καὶ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχαν ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ παλιοί, ἔγινε ἕνα πολὺ μεγάλο γεγονός.
Ἡ βασίλισσα τῆς χώρας, ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν ἄτεκνη, γέννησε ἕνα πανέμορφο ἀγοράκι. Καὶ τόσο πολὺ χάρηκαν γι’ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ βασίλισσα, ποὺ θέλησαν νὰ τὸ κάνουν γνωστὸ σ’ ὅλους τοὺς ὑπηκόους τους καὶ νὰ τοὺς καλέσουν νὰ λάβουν κι αὐτοὶ μέρος στὴ μεγάλη τους χαρά.
Ἔτσι λοιπὸν οἱ τελάληδες τοῦ παλατιοῦ γύρισαν τὶς πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ καὶ φώναξαν παντοῦ δυνατά, πὼς ὁ βασιλιάς τους ἀπέκτησε ἐπιτέλους τὸν μονάκριβο διάδοχο ποὺ περίμενε μιὰ ζωή. Καὶ πὼς θέλει νὰ χαροῦν ὅλοι στὴ μεγάλη του αὐτὴ χαρὰ καί, ὅσοι θέλουν, μποροῦν νὰ πᾶνε στὸ παλάτι καὶ νὰ γιορτάσουν μαζί του. Καὶ πρόσθεταν, ὅτι ὁ βασιλιὰς θὰ δεχτεῖ καὶ τὸν πιὸ ἁπλὸ ἄνθρωπο χωρὶς ἐξαίρεση, θὰ ἀφήσει κάθε ἐπισημότητα στὴν ἄκρη καὶ θὰ γιορτάσει τὸ μεγάλο γεγονὸς σὰν κοινὸς θνητὸς ἀνάμεσα στοὺς ὑπηκόους του.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἄκουσαν ἀδιάφορα τὴν εἴδηση καί, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς καθημερινές τους ἔγνοιες, δὲν ἔδειξαν καμμιὰ συγκίνηση.
– Τυχερὸς ὁ βασιλιάς, εἶπαν, ἀλλὰ σὲ μᾶς δὲν πρόκειται ν’ ἀλλάξει τίποτε.
Μερικοὶ στενοχωρήθηκαν κιόλας μὲ τὸ νέο, γιατὶ ἦταν ἄνθρωποι μὲ κακία καὶ δὲν ἤθελαν νὰ βλέπουν κανέναν, καὶ ἰδιαίτερα τὸν βασιλιά τους, νὰ χαίρεται.
Ἀλλὰ πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι χάρηκαν μὲ τὸ χαρμόσυνο νέο, γιατὶ ἀγαποῦσαν τὸν βασιλιὰ καὶ τὴ βασίλισσά τους καὶ τοὺς ἤθελαν εὐτυχισμένους. Καὶ ἔτσι, ἄλλοι ἀπὸ λαχτάρα νὰ δοῦν τὸ νεογέννητο βρέφος καὶ ἄλλοι ἀπὸ περιέργεια γιὰ τὴν «παραξενιὰ» τοῦ βασιλιά, νὰ γίνει, ἔστω καὶ προσωρινά, ἕνα μὲ τοὺς κοινοὺς θνητούς, πολλοὶ ἄνθρωποι τελικὰ ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ ἀπ’ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς χώρας ξεκίνησαν, μικρὲς-μικρὲς συντροφιές, γιὰ τὴ μεγάλη πολιτεία. Σμίγοντας ἡ μιὰ συντροφιὰ μὲ τὴν ἄλλη σχημάτιζαν μεγάλα καραβάνια, ποὺ ἀπὸ διαφορετικοὺς δρόμους βάδιζαν σιγὰ-σιγὰ γιὰ τὸ παλάτι.
Ἕνας κηπουρὸς μὲ τὸ ἕνα του πόδι κουτσὸ κι ἕνας τσαγκάρης, ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ ἕνα του χέρι παράλυτο κι ἕνας ράφτης, ἕνας πραματευτὴς ἀπ’ τὸ ’να του μάτι στραβὸς κι ἕνας ξυλουργός, βρέθηκαν νὰ βαδίζουν ἀντάμα στὴν ἴδια συντροφιά.
Μαζί τους κουβαλοῦσαν καὶ τὰ δῶρα τους γιὰ τὸν νεογέννητο βασιλιά. Ἕνα ζευγάρι μικροσκοπικὰ ὑποδήματα ἀπὸ μαλακὸ δέρμα ὁ τσαγκάρης, μιὰ ζεστὴ μωρουδίστικη φορεσιὰ ἀπ’ τὸ καλύτερό του ὕφασμα ὁ ράφτης, μιὰ σκαλιστὴ κούνια ἀπὸ κόκκινο ξύλο κερασιᾶς ὁ ξυλουργός, δυὸ φοῦχτες ξεραμένα δαμάσκηνα καὶ ἀμύγδαλα ὁ κηπουρὸς καὶ μιὰ ὑφαντὴ ὁλόμαλλη φλοκάτη ὁ βοσκός. Ὁ πραματευτὴς ὅμως κουβαλοῦσε μόνο τὴν πραμάτεια του. Γέλασε κιόλας ὅταν εἶδε τὰ δῶρα τῶν συντρόφων του.
– Θαρρεῖτε πὼς ἕνας βασιλιὰς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὰ τὰ τιποτένια πραγματάκια ποὺ κουβαλᾶτε; τοὺς πέταξε εἰρωνικά. Καὶ πρόσθεσε:
– Τὸ μόνο ποὺ σκέφτομαι ἐγὼ εἶναι τὸ πόσα θὰ βγάλω ἀπ’ αὐτὸ τὸ νταβαντούρι. Τόσος κόσμος, τέτοιο πανηγύρι, ἔ, δὲν μπορεῖ, θὰ κερδίσω ἀρκετά. Ἴσως καὶ νὰ κάνω τὴν τύχη μου. Ποιὸς ὁ λόγος ἄλλωστε νὰ κάμω τέτοιο ταξίδι, ἂν εἶναι νὰ μὴ βγάλω τίποτε; Καὶ σίγουρα στὸ τέλος θὰ γλεντήσω πολύ, γιατί κάποια φάρσα θὰ μᾶς ἑτοιμάζει ὁ βασιλιάς. Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ ἐννοεῖ, ὅταν λέει ὅτι θὰ γίνει ἕνα μὲ μᾶς τοὺς ἀχαΐρευτους;
Περπατοῦσαν ἀδιάκοπα μὲς ἀπὸ ἄγνωστα μέρη, ἡ μιὰ συντροφιὰ κοντὰ στὴν ἄλλη, γιὰ νὰ μὴ χάνουν τὸν δρόμο τους. Τὰ πόδια τους πονοῦσαν καὶ φουσκάλιαζαν ἀπ’ τὶς κακοτοπιές. Ὁ χρόνος κυλοῦσε ἀσταμάτητα. Οἱ μέρες γίνονταν βδομάδες, οἱ βδομάδες μῆνες κι αὐτοὶ ἀκόμα ταξίδευαν.
Τὶς νύχτες κοιμόντουσαν στὸ ὕπαιθρο. Μὲ πόση λαχτάρα περίμεναν τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου, νὰ ξανασάνουν λίγο ἀπ’ τ’ ὁλοήμερο περπάτημα! Ἀναβαν φωτιὲς σὰν ἔπεφτε τὸ σούρουπο καὶ μαζευόντουσαν τριγύρω τους γιὰ προστασία ἀπ’ τὸ νυχτερινὸ κρύο καὶ τ’ ἀγρίμια. Ἔφτιαχναν ὅ,τι πρόχειρο μποροῦσαν γιὰ φαγητὸ κι ἀκουμπισμένοι κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ἔπεφταν νὰ κοιμηθοῦν κάτω ἀπ’ τ’ ἀστέρια.
Μὰ καὶ τότε οἱ φίλοι μας δὲν εὕρισκαν ἡσυχία. Πολλοὶ ὑπέφεραν γύρω τους. Ἀπὸ ’δῶ φώναζαν τὸν τσαγκάρη γιὰ τὰ χαλασμένα παπούτσια τους, ἀπὸ ’κεῖ τὸν ράφτη γιὰ τὰ ξεσχισμένα τους ροῦχα. Ἄλλος δὲν εἶχε νερό, ἄλλος πεινοῦσε. Οἱ καλοί μας φίλοι μοιράζονταν πρόθυμα ὅ,τι τοὺς βρισκόταν μὲ ὅσους δὲν εἶχαν.
Μόνο ὁ πραματευτὴς δὲν ἔδινε τίποτε. Πουλοῦσε ἀπ’ τὴν πραμάτεια του σὲ ὅσους εἶχαν λεφτὰ νὰ ἀγοράσουν. Μὰ ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορος γιὰ ὅσους δὲν εἶχαν. Ἔβλεπε τοὺς συντρόφους του νὰ τρέχουν γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ γελοῦσε.
– Μυαλὸ δὲν ἔχετε καθόλου, μοῦ φαίνεται! τοὺς ἔλεγε. Δὲν βλέπετε ποὺ ὅλοι σᾶς ἐκμεταλλεύονται; Ἡ ζωὴ χρειάζεται καὶ λίγη ἐξυπνάδα. Συνεχίστε, κορόιδα μου, μὲ τὸν τρόπο ποὺ πάτε, καὶ στὸ τέλος θὰ πεθάνετε ἐσεῖς γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι.
Ἐπιτέλους μερικοί, ποὺ καμώνονταν πὼς ἤξεραν τὰ πάντα καὶ εἶχαν γίνει αὐτόκλητοι ὁδηγοὶ τῶν καραβανιῶν, εἶπαν κάποτε πὼς ἦταν πιὰ κοντὰ στὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ τους. Καὶ πὼς τὸ βράδυ ἐκείνης τῆς ἡμέρας θὰ ἔφταναν στὸν βασιλιά.
Μὰ ὅταν νύχτωσε, μπροστά τους δὲν εἶδαν τὴ μεγάλη πολιτεία μὲ τὸ παλάτι, παρὰ μονάχα ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ λίγες ἀχυροκαλύβες. Ἡ νύχτα ἦταν κρύα. Ἕνας ψυχρὸς ἄνεμος φυσοῦσε καὶ στρίμωχνε ἀδιάκοπα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ πάνω τους μαῦρα σύννεφα.
Οἱ κουρασμένοι ὁδοιπόροι ζήτησαν καταφύγιο στὴ φιλόξενη διάθεση τῶν χωρικῶν. Ἡ μικρή μας συντροφιὰ στριμώχτηκε στὴν πρώτη ἀχυροκαλύβα ποὺ βρέθηκε μπροστά τους. Προσπάθησαν νὰ βολευτοῦν ὅπως-ὅπως στὸ θαμπὸ φῶς τοῦ σούρουπου.
Ὁ ἄντρας ποὺ τοὺς κάλεσε νὰ μποῦν, κάθισε σὲ μιὰν ἄκρη κατάχαμα, δίπλα στὴ γυναίκα του. Ἐκείνη κάτι πασπάτευε σ’ ἕνα μικρὸ σωρὸ ἀπὸ ἄχυρα, στοιβαγμένα στὴ γωνιά. Πόση ὅμως ἦταν ἡ ἔκπληξή τους, ὅταν τὴν εἶδαν νὰ σηκώνει ἀπὸ ’κεῖ ἕνα μωρὸ καὶ νὰ τὸ παίρνει στὴν ἀγκαλιά της! Ἡ φτώχεια τους ἦταν παντοῦ φανερή. Καὶ οἱ δυό τους ἦταν σχεδὸν ρακένδυτοι. Τὸ μωρό, τυλιγμένο μὲ κουρέλια κι αὐτό, ἄρχισε νὰ κλαίει γιατὶ πεινοῦσε καὶ κρύωνε.
Ἡ φτωχειὰ γυναίκα τό ’σφιξε στὸ στῆθος της νὰ τὸ ζεστάνει. Τὸ πρόσωπό της ἦταν γεμάτο ἐγκαρτέρηση, ἐνῶ στὰ μάτια της ἀντιφέγγιζε ἀνείπωτη τρυφερότητα καθὼς τὸ κοίταζε.
– Κρυώνει καὶ πεινάει, εἶπε, μὰ δὲν ἔχουμε τίποτε περισσότερο νὰ τοῦ δώσουμε. Δὲν ἔχω πιὰ γάλα νὰ τὸ θηλάσω. Ἔχουμε κι ἐμεῖς δυὸ μέρες νὰ φᾶμε. Δὲν εἴχαμε σοδειὰ φέτος.
Οἱ πέντε φίλοι ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἀμέσως ὁ κηπουρὸς ἔβγαλε τὶς τσακμακόπετρες καὶ ἄναψε πολὺ προσεκτικὰ φωτιὰ στὴ σβησμένη ἑστία τῆς καλύβας. Ὁ ράφτης ἔβγαλε τὴ ζεστὴ μωρουδιακὴ φορεσιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὴ μητέρα τοῦ μωροῦ.
– Ἴσως νά ’χει δίκιο ὁ πραματευτής, σκέφτηκε. Τὸ βασιλόπουλο δὲν θὰ τὴν ἔχει πραγματικὰ ἀνάγκη, ἐνῷ αὐτὸ τὸ δύστυχο θὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο, ἂν δὲν τοῦ τὴ δώσω.
Ὁ τσαγκάρης τὸν μιμήθηκε. Ἔβγαλε τὰ μαλακὰ ὑποδήματα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν μικρὸ βασιλιὰ καὶ τὰ φόρεσε στὰ ποδαράκια τοῦ μωροῦ ποὺ ἔτρεμαν ἀπὸ τὸ κρύο. Ὁ ξυλουργὸς ἔδωσε τὴ σκαλιστὴ κούνια καὶ ὁ βοσκὸς τὴν ὑφαντὴ φλοκάτη γιὰ νὰ τὸ τυλίξουν καὶ νὰ τὸ κοιμίσουν. Τέλος ὁ κηπουρὸς πρόσφερε στοὺς πεινασμένους γονεῖς τοὺς καρποὺς ποὺ κουβαλοῦσε γιὰ δῶρο στὸν βασιλιά, τὸ μόνο φαγητὸ ποὺ τοὺς εἶχε πλέον ἀπομείνει.
Μόνο ὁ πραματευτὴς καθόταν στὴν ἄκρη του ἀδιάφορος. Ἔβγαλε ἀπὸ τὶς προμήθειές του, ποὺ τὶς ἀγόραζε πάντοτε μπόλικες καὶ ἔφαγε. Ἔριξε ἕνα βλέμμα τριγύρω ψυχρὸ καὶ σκοτεινό.
– Πάλι τὰ ἴδια μ’ αὐτοὺς τοὺς ἀδιόρθωτους! μουρμούρισε θυμωμένος. Τί ξεροκέφαλοι ἄνθρωποι! Τί ἄλλο πρέπει νὰ δοῦν γιὰ νὰ βάλουν μυαλό; Ἂς κοιτάξουν καὶ λίγο τὸν ἑαυτό τους. Πῶς μποροῦν νὰ δίνουν χωρὶς ἀντάλλαγμα; Αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι σκέτη ἀνοησία. Δὲν βλέπουν ὅτι ἔφτασαν στὴν καταστροφή; Τί τοὺς ἀπομένει πιά; Ἔδωσαν ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν. Δὲν τοὺς καταλαβαίνω!
Τέλος ἔγειρε στὸ πλάι νὰ κοιμηθεῖ γρυλλίζοντας τὰ γνωστά του.
– Τό ’ξερα πὼς θά ’στε πάντοτε κορόιδα. Καθίστε τώρα νηστικοί, νὰ πεθάνετε ἐσεῖς γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι!
Μὰ οἱ σύντροφοί του δὲν τοῦ ’δωσαν σημασία. Ἄλλωστε κι αὐτοὶ δὲν καταλάβαιναν τὸν πραματευτή. Ἀναρωτιοῦνταν πάντα πῶς γινόταν νά ’ναι τόσο τυφλός. Νὰ μὴ βλέπει πώς, ὅταν ἀγαπᾶς, καταργοῦνται οἱ νόμοι τῆς λογικῆς. Λειτουργοῦν οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ. Κι ἀντὶ νὰ ζημιώνεσαι, κερδίζεις. Πάντα. Ψηλαφεῖς μὲ τὰ χέρια σου τὴν εὐτυχία.
Μὰ τώρα δὲν εἶχαν καιρὸ ν’ ἀσχοληθοῦν μαζί του. Τὸ μωρό, ντυμένο στὰ ζεστά, τοὺς κοίταζε μὲ τὰ φωτεινά του ματάκια καὶ τοὺς ἔστελνε ἕνα τόσο γλυκὸ χαμόγελο, ποὺ τοὺς γέμιζε ἔκσταση. Οἱ φτωχοὶ γονεῖς κοίταζαν πότε τὸ μωρό τους καὶ πότε τὴ συντροφιά. Στὰ μάτια τους ἔλαμπε ἀπέραντη γλυκύτητα καὶ ἀγάπη. Ἂν καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν κούραση οἱ πέντε φίλοι καὶ θεονήστικοι, ἔνοιωσαν ἐν τούτοις στὸ ἀτένισμα αὐτῶν τῶν ματιῶν νὰ τοὺς τυλίγει κάτι θεϊκό. Μιὰ ὑπερκόσμια ζεστασιὰ καὶ εὐτυχία ἔσβησε ἀπὸ μέσα τους καὶ τὴν πείνα καὶ τὴν κούραση. Ἔνοιωσαν πὼς κάτι ἀσυνήθιστο συνέβαινε ἐδῶ.
Ὁ πραματευτὴς δίπλα τους ροχάλιζε, μὰ αὐτοὶ ζοῦσαν σ’ ἕνα ὄνειρο. Οὔτε ποὺ κατάλαβαν πότε τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος. Γιατὶ καὶ κοιμισμένοι συνέχισαν νὰ ὀνειρεύονται. Μόνο ποὺ στὸ ὄνειρό τους τώρα ἡ μικρὴ ἀχυροκαλύβα εἶχε γίνει ἕνα τεράστιο ἀστραφτερὸ παλάτι. Τὰ φτωχικά τους δῶρα εἶχαν κι αὐτὰ μεταμορφωθεῖ. Τὸ βρέφος βρισκόταν σ’ ἕνα χρυσοστόλιστο λίκνο, ἐνῷ οἱ ρακένδυτοι γονεῖς του, ντυμένοι μὲ χρυσοΰφαντα ροῦχα, κάθονταν στὸν θρόνο τοῦ βασιλιὰ καὶ τῆς βασίλισσας. Ὅλα ἄστραφταν καὶ κολυμποῦσαν στὸ φῶς.
Ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ βασίλισσα τοὺς κάλεσαν νὰ πλησιάσουν. Καὶ ὅταν οἱ πέντε φίλοι ἔκαναν μὲ δισταγμὸ μερικὰ βήματα, ἐκεῖνοι κατέβηκαν ἀπ’ τὸ θρόνο τους, τοὺς ἀγκάλιασαν σφιχτὰ καὶ τοὺς φίλησαν.
Οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι εἶδαν τότε πὼς κι αὐτοὶ εἶχαν ἀλλάξει. Τὰ ροῦχα τους εἶχαν γίνει λαμπερά. Ὁ τσαγκάρης ἔνοιωσε ξαφνικὰ τὸ κουτσὸ πόδι του νὰ ἰσιώνει, νὰ γίνεται ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Τὸ κορμί του γιὰ πρώτη φορὰ ἀνορθώθηκε. Καὶ ὁ βοσκὸς εἶδε παραξενεμένος τὸ παράλυτο χέρι του νὰ ζωντανεύει. Μποροῦσε πιὰ νὰ τὸ κουνάει ἐλεύθερα ὅπως καὶ τὸ ἄλλο. Κυριεύτηκαν ἀπὸ φόβο καὶ ἔκσταση.
Μὰ τὸ βλέμμα τοῦ βασιλιὰ εἶχε τὴν ἴδια γλυκύτητα καὶ ἀγάπη, ὅπως καὶ πρὶν στὴν ἀχυροκαλύβα. Μὲ ἥμερο χαμόγελο τοὺς εἶπε:
– Μᾶς δείξατε ἀγάπη λίγο νωρίτερα. Γι’ αὐτὸ εἶστε ἄξιοι νὰ μείνετε μαζί μας στὸ παλάτι καὶ νὰ ζεῖτε βασιλικά.
– Μά, βασιλιά μου, τόλμησε δειλὰ ὁ ράφτης, ἐμεῖς κάτι φτωχοὺς ἀνθρώπους βοηθήσαμε λιγάκι σὲ μιὰ καλύβα, ὄχι ἐσᾶς.
– Ὁ γιός μου, ἡ βασίλισσα κι ἐγὼ εἴμαστε οἱ φτωχοὶ ποὺ βοηθήσατε. Δὲν σᾶς μήνυσα πὼς θὰ μὲ βρεῖτε ἀνάμεσά σας; Σὰν ἕναν ἀπό σᾶς; Μὲ τὴ θέλησή μου τὸ ἔκαμα, γιὰ νὰ σᾶς δοκιμάσω. Γιὰ νὰ δείξετε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό σας. Καὶ νὰ σᾶς δώσω τὴν εὐκαιρία νὰ γίνετε, ἂν θέλετε, κι ἐσεῖς σὰν ἐμᾶς.
Μιλοῦσε ἀκόμα ὁ βασιλιάς, ὅταν πρόβαλε ἀπὸ μιὰν ἄκρη ὁ πραματευτής. Μὰ σ’ αὐτὸν δὲν εἶχε ἀλλάξει τίποτε. Τὰ ἴδια παλιόρουχα ποὺ φοροῦσε καὶ πρὶν κρέμονταν πάνω του καὶ ἦταν τὸ ἴδιο στραβὸς ἀπ’ τό ’να του μάτι ὅπως καὶ πρῶτα. Τὸ βλέμμα τοῦ βασιλιὰ στράφηκε πάνω του αὐστηρό.
– Ὅμως ἐσύ, πραματευτή, δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ βρίσκεσαι ἐδῶ! Δὲν ἔχει θέση στὸ παλάτι μου ὅποιος δὲν ἀγαπάει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ καλό.
– Μά, βασιλιά μου, ψέλλισε σκυφτὸς ὁ πραματευτής, ἂν ἤξερα πὼς εἶχα μπρός μου τὴ μεγαλειότητά σου, θά ’δινα ὁλόκληρο τὸ βιός μου.
– Ἀφοῦ δὲν μπόρεσες νὰ δείξεις καλοσύνη στοὺς φτωχούς σου ἀδελφούς, οὔτε σὲ μένα θὰ τὴν ἔδειχνες ποτέ. Ἀπὸ ’δῶ καὶ μπρὸς λοιπὸν καὶ μέχρι νὰ καταλάβεις τί σημαίνει ν’ ἀγαπᾶς, δὲν θά ’σαι παρὰ ἕνας φτωχός, ταλαίπωρος ζητιάνος. Αὐτὴ ἡ θέση σοῦ ταιριάζει καὶ μόνος σου τὴ διάλεξες.
Σ’ ἕνα νεῦμα τοῦ βασιλιὰ δυὸ φρουροὶ ἅρπαξαν στὰ στιβαρά τους μπράτσα τὸν πραματευτὴ καὶ τὸν πέταξαν ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ παλατιοῦ.
Πλημμυρισμένοι ἀπὸ δέος οἱ πέντε φίλοι ἔπεσαν νὰ προσκυνήσουν τὸν βασιλιὰ καὶ τὴ βασίλισσα, μὰ αὐτοὶ δὲν τοὺς ἄφησαν.
– Ὄχι, ἀγαπητοί μας! εἶπαν, καθὼς τοὺς ἔπιαναν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τοὺς σήκωναν. Ἐσεῖς θὰ εἶστε πιὰ οἱ φίλοι μας. Θὰ τρῶτε πάντα καὶ θὰ πίνετε μαζί μας στὸ τραπέζι μας.
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἕνα φανταστικὰ πλούσιο τραπέζι στρώθηκε ἀμέσως γιὰ τὴν καλότυχη συντροφιά.
Μὰ πόση ἦταν ἡ ἔκπληξή τους, ὅταν εἶδαν τὸν βασιλιὰ καὶ τὴ βασίλισσα νὰ σηκώνονται καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετοῦν! Μὲ πρόσχαρη διάθεση ὁ βασιλιὰς σέρβιρε τὸ φαγητὸ στὰ πιάτα τους καὶ τοὺς παρέστεκε, ἐνῷ ἡ βασίλισσα, γεμάτη ὀμορφιὰ καὶ χάρη, γέμιζε τὰ ποτήρια τους γλυκὸ κρασί.
Μιὰ γλυκειὰ μουσικὴ ἀπὸ τὴ μπάντα τοῦ παλατιοῦ, ποὺ ὅμοιά της δὲν εἶχαν ξανακούσει, χάιδευε τὰ αὐτιά τους ὅλη τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν.
Κι ἀφοῦ ἡ λαμπρὴ πανδαισία ἔλαβε τέλος, λεπτοΰφαντα μεταξωτὰ σκεπάσματα στρώθηκαν γιὰ τοὺς φίλους μας πάνω σὲ κρεβάτια ἀπὸ χρυσὸ καὶ φίλντισι. Ἕνας ὕπνος βαθὺς μ’ ἕνα γλυκὸ ἀτελείωτο ὄνειρο σκέπασε τὰ βλέφαρά τους, βυθίζοντάς τους στὴν πιὸ πρωτόγνωρη εὐτυχία τῆς ζωῆς τους…
… Στὸ ἀχνοφῶς τῆς αὐγῆς ξύπνησε πρῶτος ὁ βοσκός. Χωρὶς ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια του, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ γλυκειὰ αἴσθηση ποὺ τὸν πλημμύριζε, προσπάθησε νὰ καταλάβει τί γίνεται. Ἀμέσως θυμήθηκε πὼς εἶχαν στοιβαχτεῖ ἀποβραδὶς στὴν ἀχυροκαλύβα.
– Ὄνειρο ἦταν!… Τί κρίμα! σκέφτηκε μελαγχολικὸς κι ὅλη του ἡ διάθεση χάθηκε. Μὰ τί περίμενες; Ἦταν πολὺ καλὸ πράγματι γιὰ νά ’ναι ἀληθινό.
Καθὼς ἔκανε ὅμως νὰ κουνηθεῖ, ἀναπήδησε. Τὸ παράλυτο χέρι του ἦταν γερό. Κατάγερο σὰν τὸ ἄλλο. Ἔβαλε μιὰ φωνὴ χαρᾶς. Τινάχτηκαν ὅλοι ἐπάνω. Μιὰ δεύτερη κραυγὴ ἀκούστηκε. Ἀπ’ τὸν τσα-γκάρη αὐτὴ τὴ φορά, καθὼς ἀνακάλυπτε τὸ κουτσό του πόδι θεραπευμένο.
Καὶ τότε εἶδαν ὅλοι γεμάτοι κατάπληξη, πὼς δὲν βρίσκονταν στὴν ἀχυροκαλύβα ποὺ τοὺς φιλοξένησε τὸ βράδυ, μὰ σ’ ἕνα παλάτι.
– Ὁ πραματευτής; ρώτησε κάποιος.
Κοίταξαν γύρω τους. Δὲν ἦταν πουθενά. Εἶχε γίνει ἄφαντος. Τά ’χασαν. Μὰ πρὶν προλάβουν νὰ ποῦν ὁτιδήποτε, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μπροστά τους στέκονταν ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ βασίλισσα, μ’ ἕνα θεόμορφο μωρὸ στὴν ἀγκαλιά της.
– Ναί, φίλοι μου, ἀγαπημένοι φίλοι μου! εἶπε χαμογελαστὸς ὁ βασιλιάς. Δὲν ὀνειρεύεστε πιά! Εἶναι ὅπως τὸ βλέπετε. Τελείωσε πλέον κάθε πόνος καὶ ταλαιπωρία γιὰ σᾶς. Ἀπὸ ’δῶ καὶ μπρὸς θά ’μαστε πάντοτε μαζί.
– Μὰ πῶς γίνεται νὰ συμβαίνει αὐτό; σκεφτόντουσαν ἐκστατικοί. Τὸ ὄνειρο νά ’ναι πραγματικότητα!
Καὶ σὰ νὰ διάβαζε τὴ σκέψη τους ἡ βασίλισσα, μὲ τὸ γλυκό της πάντα χαμόγελο, εἶπε:
– Σᾶς φαίνεται παράξενο, ἔ; Μὰ ἡ ἀγάπη κάνει θαύματα, δὲν τό ’χετε ἀκούσει; Ἀνατρέπει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τοὺς νόμους τῆς φύσης. Δὲν ὑπάρχει πιὸ καταλυτικὴ δύναμη ἀπ’ αὐτήν. Ζεῖτε καὶ σεῖς τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τώρα. Καὶ θὰ τὸ ζεῖτε γιὰ πάντα!
… Καὶ ζήσαμε ἐμεῖς καλά, μὰ ὄχι σὰν κι αὐτούς, ποὺ ἔζησαν πολὺ καλύτερα ἀπ’ ὅλους μας, …σὲ κάποιον τόπο μακρινό, …μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό…