Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Εἰρήνης Γκοραΐνωφ,
«Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ»,
ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι, σελ. 74-77,
μτφρ. Π. Κ. Σκουτέρη, ἔκδ. τετάρτη, Ἀθῆναι 1982
Ἠλ. στοιχ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»
. Ἦταν 12 Σεπτεμβρίου 1804, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἔκοβε ξῦλα μέσ᾽ στὸ δάσος. Τρεῖς ἄνδρες τὸν πλησίασαν καὶ γεμᾶτοι ἀλαζονεία τοῦ ζήτησαν χρήματα.
–Τόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται νὰ σὲ δοῦν. Σοῦ φέρνουν λεπτά. Πρέπει νὰ ἔχης.
–Δὲν παίρνω τίποτε ἀπὸ κανένα.
. Τότε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς τοῦ ρίχτηκε ἀπὸ πίσω, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τὸν ρίξη, ἔπεσε ὁ ἴδιος κάτω.
. Ἀπὸ τὰ νιάτα του ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη φυσική του δύναμη. Εἶχε τὸ τσεκούρι στὸ χέρι καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀμυνθῆ. Τοῦ ἦρθε γιὰ μιὰ πολὺ σύντομη στιγμὴ ὁ πειρασμός. Σκέφθηκε ὅμως τὸν Χριστό. Σὰν τοὺς νεαροὺς πρίγκηπες Μπόρις καὶ Γκλέμπ, αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀντιστάθηκαν στὴ βία, προτίμησε καὶ αὐτὸς νὰ χυθῆ τὸ δικό του αἷμα, παρὰ νὰ χύση τῶν ἄλλων. Ἄφησε τὸ τσεκούρι του νὰ πέση καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος του: «Κάνετε αὐτὸ ποὺ ἤλθατε νὰ κάνετε», εἶπε.
. Ἀφοῦ μάζεψε τὸ ἐργαλεῖο ἀπὸ κάτω, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες χτύπησε τὸν ἐρημίτη στὸ κεφάλι. Αὐτὸς ἔπεσε κάτω, ἀναίσθητος καὶ τὸ αἷμα κυλοῦσε ἄφθονο ἀπὸ τὴ μύτη του, τὸ στόμα του, τ’ αὐτιά του. Συνεχίζοντας νὰ τὸν κτυπᾶνε μὲ γροθιές, μὲ κλωτσιὲς καὶ μὲ ξῦλα, τὸν ἔσυραν οἱ ἀγροῖκοι μέχρι τὸ κελλί του. Ἐκεῖ μέσ’ στὴν εἴσοδο τὸν ἔδεσαν σφικτὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ρίξουν μέσ᾽ στὸ νερό. Ἐπειδὴ ὅμως φαινόταν ἤδη πεθαμένος, τὸν ἐγκατέλειψαν, γιὰ νὰ τρέξουν γρήγορα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἴσμπα καὶ νὰ ψάξουν γιὰ τὸ θησαυρό, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου εἶχαν γιὰ σίγουρη. Διέλυσαν τὴ σόμπα, ἔβγαλαν τὸ πάτωμα –τὸ δωμάτιο δὲν περιεῖχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ μία εἰκόνα καὶ στὴ γωνιὰ τρεῖς πατάτες. Τότε κατατρομαγμένοι τὄβαλαν στὰ πόδια.
. Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ συνῆλθε καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του. Εὐτυχῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνοῦσαν κάτι μοναχοί. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔτρεξε νὰ εἰδοποιήση τὸν ἡγούμενο. Μὲ πολὺ μεγάλες προφυλάξεις, μετέφεραν τὸν τραυματισμένο στὸ μοναστήρι. Ἡ ὄψη του προκαλοῦσε φόβο: μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα, γεμάτα σκόνη καὶ λάσπη, πρόσωπο πρησμένο, αὐτιὰ καὶ χείλη μαῦρα ἀπὸ πηγμένο αἷμα, ροῦχα ματωμένα, ποὺ κολλοῦσαν πάνω στὶς πληγές. Μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν παρὰ μία ἄχνα, ζήτησε τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν πνευματικό του καὶ τοὺς διηγήθηκε τί συνέβη.
. Κανεὶς δὲν πίστευε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιζήση. Γιὰ ὀχτὼ μέρες, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ πιῆ, οὔτε νὰ φάη, οὔτε νὰ κοιμηθῆ. Γιὰ νὰ κάνη τὸ χρέος του ὁ ἡγούμενος ἔστειλε στὸ Ἀρζαμάς, τὴν πιὸ γειτονικὴ πόλη, νὰ φωνάξουν γιατρούς. Οἱ γιατροὶ ἀκροάσθηκαν τὸ φτωχό, βασανισμένο σῶμα, βρῆκαν μία ρωγμὴ στὸ κρανίο, σπασμένα πλευρά, θλάση στὸ στῆθος, χωρὶς νὰ γίνη λόγος καὶ γιὰ τὰ πολλὰ τραύματα, καὶ δήλωσαν πῶς ἔπρεπε νὰ ἀφαιμάξουν τὸν ἄρρωστο. Μὲ ὅλη του τὴν καλὴ διάθεση, ὁ ἡγούμενος, ὁ πατὴρ Ἡσαΐας ἀντιτάχθηκε στὴν ἀπόφαση. Ἀρκετὸ αἷμα εἶχε χάσει ὁ δυστυχής, σκέφθηκε. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θἄπαιρνε τὴν ἀπόφαση, θἆταν ὁ ἴδιος ὁ πατὴρ Σεραφείμ. Οἱ γιατροὶ ξαναγύρισαν στὸ κελλί.
. Ὅσο αὐτοὶ σιγοψιθύριζαν ἀναμεταξύ τους, χρησιμοποιώντας λατινικοὺς ὅρους, καθὼς περίμεναν τὸν ἡγούμενο ποὺ θά ’ρχόταν νὰ τοὺς συναντήση, ὁ ἄρρωστος ἀποκοιμήθηκε.
Μπῆκε τότε πλημμυρισμένη ἀπὸ δόξα
ντυμένη μὲ βασιλικὸ χιτώνα, συνοδευμένη
ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη,
ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀειπαρθένος Μαρία.
Πλησίασε τὸ στρῶμα τοῦ ἑτοιμοθάνατου
καὶ γυρίζοντας πρὸς τὴ μεριὰ τῶν γιατρῶν:
«Σὲ τί ὠφελοῦν οἱ προσπάθειές σας;» λέγει.
Ἔπειτα, ἀφοῦ κοίταξε τὸν πληγωμένο ἀσκητή,
ἐπανέλαβε κάτι ποὺ εἶχε πῆ κι ἄλλη μία φορά,
γι’ αὐτόν: Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τὴ δική μας γενηά!