%ce%97-%cf%83%cf%8d%ce%bd%ce%b1%ce%be%ce%b7-%cf%80%cf%81%cf%8c%ce%ba%ce%bb%ce%b7%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%9a%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae%cf%82
Οι εντολές του Θεού είναι ευεργεσίες. Ένα μεγάλο δώρο της αγάπης Του προς εμάς. Χαράσσουν οδούς. Προφυλάσσουν από γκρεμούς.
Δεν είναι οι θείες εντολές περιττό βάρος. Όπως δεν είναι περιττό βάρος τα φτερά για τον αετό. Χωρίς αυτά βέβαια θα ήταν πιο ελαφρύς. Χάρις αυτά όμως σχίζει περήφανα τους αιθέρες.
Δεν είναι στέρηση το να ζεις κατά Θεόν. Ναι, ο Νόμος Του αποκλείει δρόμους. Αλλά δρόμους απωλείας.


Ο κοσμικός άνθρωπος προτιμά να ζει χωρίς περιορισμό. Καταντά χωρίς προορισμό. Στο ταξίδι για την ευτυχία δεν ορθοδρομεί. Περιπλανιέται. Παραπατά, δεν περπατά. Τον τυλίγει η σύγχυση, κάποτε κι ο όλεθρος.
Από τις δέκα εντολές του Μωσαϊκού Νόμου, οι τέσσερις πρώτες αφορούν τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό και οι υπόλοιπες έξι τη σχέση του με το συνάνθρωπο.
Η τέταρτη εντολή, η εντολή της αργίας του Σαββάτου ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Διατυπώνεται ως εξής:
«Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου, για να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώνεις στον Κύριο. Έξι ημέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλες τις εργασίες σου, αλλά η έβδομη ημέρα είναι ημέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σε μένα, τον Κύριο και Θεό σου. Την ημέρα αυτή δεν επιτρέπεται να κάνεις καμία εργασία… σε έξι ημέρες εγώ, ο Κύριος, δημιούργησα τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτά, και την έβδομη ημέρα αναπαύτηκα. Γι’ αυτό ευλόγησα την ημέρα του Σαββάτου και την ξεχώρισα για τον εαυτό μου». (Εξ. κ’ 8-11).
«Να θυμάσαι». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εντολή ξεκινά με αυτήν την υπόμνηση. Πράγματι, η εντολή της αργίας ξεχνιέται τόσο εύκολα…
Λησμονούμε και το βαθύ νόημά της. Είναι ημέρα ευλογημένη από το Θεό. Οφείλουμε να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες έξι της εβδομάδος και να την αφιερώνουμε σε Αυτόν. Του Θεού είναι. Σε Αυτόν ανήκει. Σε Αυτόν την προσφέρουμε. Και Εκείνος μας αντιπροσφέρει την ευλογία Του.
«Έξι ημέρες θα εργάζεσαι…»: μια δεύτερη, μικρότερη εντολή εργασίας μέσα στην ευρύτερη εντολή της αργίας. Η εργασία είναι εντολή του Θεού. Η οκνηρία είναι αρρώστια. Η αποφυγή της εργασίας, πηγή ακένωτη αμαρτημάτων. Είναι πολύ συγκινητικό να σκεφτούμε ότι ο ίδιος ο Χριστός δαπάνησε το μεγαλύτερο μέρος της επίγειας ζωής Του εργαζόμενος και μάλιστα χειρωνακτικώς. Και ο Απόστολος Παύλος, στη Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του, αφού προηγουμένως επέπληξε τους μη εργαζομένους, μάλλον δε περιεργαζομένους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, συμπληρώνει: «όποιος δε θέλει να εργάζεται, ούτε και να τρώει». Η εργατικότητα είναι κίνηση, ζωή. Η νωχέλεια όζει θάνατο.
Αλλά, ενώ η εργασία είναι εντολή του Θεού, μας χωρίζει από Εκείνον, όταν διενεργείται την ημέρα του Κυρίου.
Για τον πιστό Εβραίο της Παλαιάς Διαθήκης, το Σάββατο ήταν η ανάμνηση της καταπαύσεως του Κυρίου, μετά την εξαήμερη δημιουργική Του ενέργεια. Ημέρα ευγνωμοσύνης στο Δημιουργό Του. «Σημείον» εμπιστοσύνης μεταξύ του Θεού και των πιστών Του. Αιτία περηφάνειας του λαού του που, αυτός μόνο σε όλη την οικουμένη, τηρούσε το Σάββατο. Μόνο στα Ευαγγέλια, γίνονται εβδομήντα αναφορές στο Σάββατο, δείγμα της έμμονης προσήλωσης των Εβραίων σε αυτό. Η εφαρμογή στην πράξη της αργίας αυτής είχε βέβαια διολισθήσει σε λεπτολόγο τυπολατρία. Απαγορευόταν να λύσεις ένα κόμπο, να γράψεις δυο γράμματα του αλφαβήτου, να σβήσεις ένα λυχνάρι, να μεταφέρεις ένα ξερό σύκο(!). Κατά την εποχή των Μακκαβαίων, ένας Ισραηλινός στρατός προτίμησε να αφήσει τους εχθρούς – Σύριους να τον κατακρεουργήσει, παρά να πολεμήσει ημέρα Σάββατο.
Γιατί όμως ό Θεός εντέλλεται την ημέρα του Σαββάτου;
Εκείνος δημιούργησε τον κόσμο σε έξι μέρες (έξι μεγάλα δημιουργικά διαστήματα). Την έβδομη έκανε κάτι εξίσου σπουδαίο. Σκόρπισε απλόχερα την ευλογία Του. Εκδήλωσε την Πρόνοια Του για τον κόσμο.
Ο άνθρωπος, είδαμε, οφείλει να εργάζεται. Εργαζόμενος συν-εργεί με το Θεό. Δεν εξαρτάται όμως τόσο από την εργασία του, όσο από το Θεό. Ήδη με την πρώτη εντολή ο Κύριος διαβεβαιώνει τον άνθρωπο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου». Μπορείς να με εμπιστεύεσαι. Σε κρατώ στα χέρια μου, στην αγκαλιά μου. Σε νοιάζομαι. Κάθε ημέρα η πρόνοιά μου για σένα υψώνεται παραπάνω από τον ήλιο.
Η αργία της ημέρας του Κυρίου αφήνει χώρο στην ευλογία του Θεού. Τηρώ την αργία σημαίνει στηρίζω τη ζωή μου, όχι στα χέρια μου, αλλά στους ώμους Του, στην ευλογία Του. Κι αν ο Θεός δεν ευλογήσει, κανείς δεν μπορεί να ευλογήσει.
Η ζωή είναι ωραία, παρά τα προβλήματα, επειδή ο Κύριος μας νοιάζεται, μας χαμογελά. Η αργία της ημέρας του Κυρίου είναι «σημείον» μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Είναι πράξη πίστεως του ανθρώπου. Και η πίστη είναι δύναμη.
Επιπλέον, ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή. Έχει το δικαίωμα τακτικά να αναπαύεται. Για να μην γονατίζει υπό το δυσαχθές βάρος μιας δουλειάς που καταντά δουλεία. Για να μη σπάσει, σαν μια χορδή, την οποία ολοένα και περισσότερο τεντώνουμε. Η τετάρτη εντολή είναι μια πράξη φιλανθρωπίας, μάλιστα προς τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας. Τα ισχυρότερα ξέρουν καλά να φροντίζουν τον εαυτό τους…
Η Γαλλική Επανάσταση, στην ταραγμένη σπουδή της να μεταβάλλει σε στάχτες όλες τις θεϊκές προσταγές, κατάργησε και την τέταρτη εντολή. Όρισε ως αργία, όχι την έβδομη μέρα, αλλά την δέκατη. Νόμισαν μάλιστα οι άσοφες κεφαλές της ότι έτσι θα αυξηθεί η παραγωγή. Σύντομα όμως αναγκάστηκαν να επανέλθουν στην αργία της έβδομης ημέρας, όταν διαπίστωσαν ότι ο άνθρωπος δεν αντέχει σε συνεχή εργασία εννιά ημερών, αλλά σε έξι. Τι παράδοξο, ο Θεός είχε δίκιο! Τι παράδοξο, εκείνοι που ανέλαβαν να Τον διορθώσουν, είχαν γελασθεί! Καθόλου σπάνιο το παράδοξο αυτό…
Την έβδομη ημέρα, ο άνθρωπος μπορεί να αναπαυθεί σωματικά. Να ησυχάσει. Να σκεφθεί. Δεν είμαστε άτριχοι πίθηκοι. Είμαστε άνθρωποι, πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, με σκοπό να Του μοιάσουμε. Να ενωθούμε μαζί Του. Η έβδομη ημέρα είναι αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού. Η ημέρα που ανυψώνουμε το πνεύμα μας στα κράσπεδα του Ουρανού.
Μα, στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, η ημέρα του Κυρίου έπαυσε να είναι το Σάββατο. Το Σάββατο ήταν η σκιά, ο Ιουδαϊκός τύπος. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, με την Ανάστασή Του «κατέαξε τα σκέλη» του θανάτου και εγκαινίασε τη μόνη νέα εποχή της ανθρωπότητος. Τα πάντα άλλαξαν για πάντα! Και το σκιώδες Σάββατο έδωσε τη σκυτάλη στην ηλιόλουστη Κυριακή, την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού.
Κάθε Κυριακή γιορτάζουμε Ανάσταση. Ένα μικρό Πάσχα. Ένα μικρό σκαλοπάτι για την προσωπική μας ανάσταση. Είναι η ημέρα της λατρείας του Τριαδικού Θεού μας. Η ημέρα της Θείας Λειτουργίας, που ενώνει Ουρανό και γη.
Και πάλι κίνησα να ‘ρθω Χριστέ μου στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
όπου με πόθο αχόρταγο το λαχταρά η ψυχή μου.
(Αλ. Παπαδιαμάντης)
Προσερχόμαστε στο ναό και προσευχόμαστε όλοι μαζί ως Σώμα Χριστού. Ευχαριστούμε το Θεό, ακούμε το λόγο Του, μεταλαμβάνουμε των Αχράντων μυστηρίων.
Μετά τη Λειτουργία, μπορούμε να γευθούμε την ομορφιά της σιωπής, την ευλογία της συναναστροφής, το φως της μελέτης, τη χάρη της αγαθοεργίας.
Η Κυριακή παραμένει αργία. Δεν ασκούμε βιοποριστικό έργο, δεν πωλούμε, δεν αγοράζουμε, ό,τι κι αν αποφασίζουν οι υψηλές πολιτικές κεφαλές που εχθρεύονται το Χριστό.
Την Κυριακή μπορούμε να αποπειρώμαστε την ιχνηλασία του μελλοντικού κόσμου, της Βασιλείας των Ουρανών, που ήδη αυγάζει.
Η Κυριακή νοηματοδοτεί όλη την εβδομάδα, όλο το χρόνο της ζωής μας. Στην Κυριακή, όλος ο χρόνος μας, όλοι οι κόποι μας, όλες οι αγωνίες μας βρίσκουν την καταξίωσή τους. Όλη την εβδομάδα εργαζόμαστε, για να γιορτάσουμε την Κυριακή.
Η Κυριακή, η ημέρα του Κυρίου, αποτελεί δυναμική πρόκληση:
Άφησε το Χριστό να ζήσει μέσα σε σένα την Κυριακή.
Τότε θα ζήσει μέσα σε σένα και μέσα από σένα όλες τις ημέρες της ζωής σου!

Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 283, Ιούλιος – Αύγουστος 2016