H προσμονή του Θεού εκφράζεται με την νηστεία, με την κενή γαστέρα, με κάθε ασκητική πράξη. Αυτά καθ’ εαυτά δεν έχουν καμία αξία. Ποία σημασία έχει αν νηστεύω; Θα γινόμουν ένας δυαλιστής και θα χώριζα το πνεύμα από την σάρκα και θα ήθελα να δαμάσω την σάρκα, αν για μένα αυτή καθ’ εαυτή η νηστεία είχε την σημασία της. Η νηστεία έχει μία και μοναδική σημασία, την έκφραση της προσμονής του Θεού.
Το ίδιο ισχύει και για την προσευχή. Αν αυτή καθ’ εαυτή η προσευχή είχε σημασία, η ζωή μου θα ήταν η προσευχή, θα ήταν μία ανθρώπινη ενέργεια, μία τάσις και ανάβασις, δεν θα ήταν ο Θεός. Η προσευχή μου έχει σημασία, γιατί ακριβώς εκφράζει αυτή την προσμονή μου, το «ἐλθέ καί σκήνωσον», το που είσαι, Θεέ μου.
Εν κατακλείδι, ο θάνατος γίνεται σιωπή, η σιωπή γίνεται αγωνία της παρουσίας του Θεού, και αυτή δίνει την θέση της στην προσμονή, η οποία είναι τόσο ισχυρό βίωμα, ώστε για μένα είναι παρουσία της αληθινής ζωής. Όταν κάτι το προσμένεις, το απολαμβάνεις σαν να το έχεις. Περιμένοντας κάποιον πού τον αγαπώ, πότε τον αγκαλιάζω, πότε τον φιλώ, πότε του μιλάω, πότε του εξηγώ, πότε του ζητώ να μου δείξει την αγάπη του. Τον έχω τόσο κοντά μου, τόσο δικό μου, τόσο οικείο· έχω ένα πολύ ισχυρό βίωμα.
Ο Θεός ήταν και είναι πάντοτε ο ερχόμενος. Οι Ιουδαίοι τον ένοιωθαν ως ερχόμενον μέσα στις ερήμους, στους πολέμους, στις επισκέψεις τους στον ναό, στον προσωπικό τους αγώνα· αδιαλείπτως τον ένοιωθαν ως ερχόμενον. Ταυτοχρόνως τον προσδοκούσαν ερχόμενον εις το πλήρωμα του χρόνου. Το πλήρωμα του χρόνου ήλθε, Εκείνος ήλθε, και όμως συνεχίζει να είναι ο ερχόμενος και συνάμα ο πανταχού παρών. Δεν υπάρχει τρύπα πού δεν είναι μέσα. Δεν υπάρχει ζωύφιο πού δεν τον περικλείει. Δεν υπάρχει ίχνος της ζωής μου, του χρόνου μου, της υποστάσεώς μου, πού δεν τον εμπεριέχει, και όμως Αυτός είναι ο ερχόμενος.
αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης