Η Προσευχή μέσα μας…

πατήρ Δαμιανός Σαράντης


Να προσευχόμαστε. Δεν είναι προστακτική ενός νόμου ή μιας ηθικής αυτό, είναι ζωογόνα ευκτική της καρδιάς. Να προσευχόμαστε, γιατί όσο προσευχόμαστε, τόσο ο Ουρανός γίνεται κτήμα μας. 


Έχει μετά έναν λόγο η ύπαρξη να υπάρχει, βρίσκει έναν τρόπο να έχει στα σπλάχνα της τον Λόγο, γίνεται κι αυτή με τη σειρά της έλλογη, ευπρεπής, κόσμια και υπερκόσμια, ουράνια.


Δεν μπορεί να μη μιλάς, δεν γίνεται να μη βλέπεις, δεν είναι λογικό να στερείσαι, να μη βρίσκεσαι και να μην επικοινωνείς με αυτόν που τόσο αγαπάς. Αν δεν κάνεις τα πάντα για να τον βρεις και να τον ανταμώσεις, θα μαραζώσεις, θα πεθάνεις. 

Η αγάπη θέλει το λάλημά της εκτός από τη σιωπή της. Ακόμη και η σιωπή της αγάπης πάλι ένα άλλο λάλημα είναι. 

Όσο μιλάμε, τόσο αγαπάμε. Γιατί όσο μιλάμε, τόσο ανοιγόμαστε. Σπάμε τα τείχη και τα όρια του εαυτού μας και πάμε να βρούμε τον άλλον που αγαπάμε. 


«Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι!…», 

λέει συχνά με αγωνία ο εραστής προς τον ερωμένο. Κι έχει και δίκιο. Ο λόγος της αγάπης, ο λόγος της κοινωνίας της αγάπης είναι τροφή και τροφοδοσία για την καρδιά. Έρχεται τούτος ο λόγος της αγάπης και σκεπάζει τα πάντα, επιτελεί τα πάντα, φέρει με ευγένεια κάθε τακτοποίηση, κάθε αποκατάσταση και θεραπεία μέσα μας.

Κάπως έτσι είναι και η Προσευχή μέσα μας· είναι το μέτρο της αγάπης και του πόθου που έχουμε ή δεν έχουμε προς τον Χριστό. Και όσοι έχουν αγάπη και πόθο μέσα τους, αυτοί είναι που νικούν τον πόνο, την οδύνη, τον θάνατο, την πτώση, την αμαρτία και κάθε ενοχή και σύμπλεγμα του άρρωστου κόσμου, κάθε ενοχή και σύμπλεγμα που αγαπά η κοσμική πονηρία ή υποκρισία να μας επιστρέφει πίσω μέσα από τις αβελτηρίες και τις αδυναμίες μας, καθώς και μέσα από τις διάφορες περιστάσεις του βίου μας.

Βλέπουμε τον εαυτό μας πολλές φορές, αλλά και κάποιους αδελφούς, μαραζωμένους, θλιμμένους, μουδιασμένους, αδύναμους, σκεφτικούς και ανίσχυρους, που κυβερνούνται φανερά από σφοδρούς ατακτοποίητους λογισμούς και ανεξέλεγκτα πάθη, που ζούνε μια αδυσώπητη τυραννία διαρκώς μέσα τους. Γιατί άραγε; 


Αυτό ως ένα σημείο είναι πολύ λογικό και φυσικό να συμβαίνει: αυτή είναι η «πεπτωκυία» φύση μας, γεμάτη κύματα ανταρσίας και παφλασμούς άρνησης του Θεού και του θείου θελήματος. 

Από ένα σημείο και μετά όμως, αυτό συμβαίνει γιατί τους λείπει η Προσευχή, η ενθεωτική και αναπλαστική ενέργειά της. Κι αν πας να τους «πεις» για Προσευχή, μέσα τους είναι βέβαιο ότι θα την ταυτίσουν λίγο-πολύ με τη γνωστή αγγαρεία του στρατού.

Όμως η Προσευχή δεν είναι αγγαρεία, δεν είναι μια αποστήθιση, δεν είναι τυπολατρεία, είναι μυστήριο, είναι μυστήριο Θεού. Μυστήριο μιας άφραστης κοινωνίας και πολύ οργανικής σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ανθρώπου και Θεού. 

Δύο πρόσωπα συναντιούνται, το ένα αιώνιο και άκτιστο – το άλλο κτιστό και πεπερασμένο, οικειοποιούνται το ένα το άλλο, αλληλοπεριχωρούνται, έρχεται η Χάρη, η πληρότητα. 


Μετά φεύγει αυτό το «μεταξύ», φεύγουν και τα λόγια, τα ρήματα, οι συλλαβές, οι σκέψεις, οι σπαραγμοί, ο φόβος μεριάζει και κάνει πίσω για να έρθει η κραταιή αγάπη του Κυρίου που νικά και θεραπεύει τα πάντα μέσα μας και γύρω μας.

Εδώ έγκειται ο οντολογικός Χριστιανισμός, ο καρδιακός, ο προσωπικός. Αυτός ο Χριστιανισμός που έχει αξία, νόημα, λόγο και ουσία. Γι’ αυτόν τον Χριστιανισμό πολύ λίγοι θα μιλήσουν σήμερα. Ακόμη πιο λίγοι θα τον ενστερνιστούν και θα τον ακολουθήσουν. 

Όλοι λένε «κάνε αυτό» ή «μη κάνεις εκείνο». Οι κανόνες αναπαύουν τους αδύναμους πνευματικά. Οι συστάσεις, οι απαγορεύσεις, οι πολλές παραινέσεις, οι θρησκευτικές θεωρίες χτίζουν εξακολουθητικά έναν σιδηρούν κώδικα ηθικής στην απορημένη αντίληψή μας. 

Αυτή η ηθική είναι ως επί το πλείστον αποκρουστική για τον εγκεφαλοκρατούμενο άνθρωπο, γιατί μέσα του κι αυτός διψά ανομολόγητα τον Θεό και επιθυμεί να Τον ζήσει ως Μυστήριο, ως ένα μικρό επίγειο μυστήριο που είναι κι αυτός ο ίδιος (ο άνθρωπος). 

Βλέπετε οι ευσεβιστές, οι ηθικιστές, οι διδάχοι και οι νομοδιδάσκαλοι, οι γκουρού, οι στρατωνιστές της πνευματικής ζωής, οι διάφοροι σχισματικοί ή αιρετικοί είναι γραφικά αγκυροβολημένοι στη εγωδικαίωση του εαυτού τους που τους δίνει ο τύπος, η πράξη, η θρησκευτική συνέπεια του «καθήκοντος», του «πρέπει», του «μη» και του «όχι». 
Όλα αυτά έχουν υπερθεματιστεί τόσο πολύ, ώστε να κρύβουν καλά τον φόνο του πνεύματος που εμπεριέχουν. Ζούμε τόσο ελεύθερα και αυθεντικά στην Ορθοδοξία τον Θεό μας, ώστε μπορούμε και μέσα από την κατάντια της πτώσης μας να Τον θυμηθούμε ανεμπόδιστα, να Τον ζητήσουμε και να σωθούμε, όταν όλο το σύστημα του κόσμου, επικριτικά αηδιασμένο από την πτώση μας, μάς καταδικάζει ανένδοτο.

Γιατί είναι παντοδύναμη η Χάρη;… 

Γιατί έρχεται και γίνεται πλοηγός μας είτε στα καλά μας είτε ακόμη στα αρνητικά μας. Γι’ αυτό εμείς οι Χριστιανοί ζούμε, βιώνουμε και, αν θέλετε, «διεκδικούμε» ή ανακαλύπτουμε τον Θεό καρδιακά. 

Τι σημαίνει αυτό; 

Ότι στις μεγάλες προσωπικές μας ώρες καλούμε ταπεινά τον Χριστό να έρθει και να γίνει Αυτός ο μόνος Ένοικος στην καρδιά μας, Αυτός να την αναπτερώσει, να την καθαρίσει από τις πολλές και αμέτρητες αμαρτίες της, να την αναστήσει και να την εξαγιάσει με την παρουσία Του με όποιο τρόπο Αυτός γνωρίζει και βούλεται. Και πραγματικά γίνεται αυτό. 

Ωστόσο πάλι εμείς αισθανόμαστε τόση μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, που μέσα στο ειρηνικό Φως της επίγνωσής Του, αισθανόμαστε εκ βαθέων ότι «αχρείοι δούλοι εσμέν». Ο πόθος μας προς Αυτόν δεν μας αφήνει να λησμονήσουμε διόλου την αμαρτωλότητά μας και, πίσω από αυτή τη ανανηπτική θεωρία των οικείων αμαρτιών μας, κρύβεται η δριμεία έκπληξη της θείας αγαθότητας. 

Έτσι, όσο πιο πολύ αισθανόμαστε ότι είμαστε «αχρείοι» και «εναγείς», τόσο γινόμαστε και υπάρχουμε ανυπερήφανα «άγιοι» από τη Χάρη και όχι από τη κίβδηλη δικαιοσύνη των έργων μας.

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στην καρδιά του ανθρώπου και πουθενά αλλού. Όλα αυτά αναπτύσσονται μόνο στην καρδιά και υπονομεύονται δυστυχώς μόνο από τη διάνοια, από τη λογική, από τον εγκέφαλο, από την εξυπνάδα, από τον ορθολογισμό μας. 

Ο κόσμος δεν ξέρει και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αυτός «όλος εν τω πονηρώ κείται». 

Ο Χριστός έρχεται προς εμάς και είναι πάντα ο επιζητούμενος από εμάς. Όσο Τον επιζητούμε, τόσο μένει πλάι μας και μέσα μας. Και όσο Αυτός μένει μαζί μας, τόσο αυξάνεται η επίκλησή μας προς Αυτόν, όχι ως χαμένοι και αλύτρωτοι, αλλά ως κοντινοί και οικείοι Του. 


Τον επικαλούμαστε με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μας ως πέρα για πέρα ανάξιοι, αλλά η φιλία της αγάπης Του έρχεται και ανατρέπει πολλές φορές τον πόνο της ταπείνωσής μας και τους ενδοιασμούς του πνεύματός μας. 

Μια περιπέτεια προσωπική άρχεται και συντελείται από την εσχατιά μας και ταυτόχρονα μια εκθαμβωτική νίκη της θείας αγάπης καταγράφεται στο ταμείο της καρδιάς.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον Χριστιανισμό αξίζει από μέρους μας κάθε θυσία, κάθε κόπος, κάθε αγώνας. Γιατί αυτός ο αγώνας είναι και γίνεται πηγή χαράς για μας. Και μια τέτοια χαρά είναι οπωσδήποτε αιτία πρωτόγνωρης δύναμης για μας τους σαθρούς και αχυρένιους ανθρώπους του άστατου σήμερα. 

Η καρδιά μας τη θέλει αυτή τη δύναμη, ποθεί αυτή τη χαρά, αλλά ποιος θα έρθει να μας πει ότι, για να έρθουν όλα αυτά τα δώρα, πρέπει να καταβληθεί ένας μικρός αγώνας, μια προσπάθεια από μέρους μας;…

Και μη φοβάστε! Ενίοτε, αυτός ο αγώνας μπορεί να μη θέλει καθόλου χρόνο και διάρκεια, μπορεί να είναι τόσο ελάχιστος φαινομενικά, ώστε να μοιάζει πραγματικά ανύπαρκτος, βραχύτατος ή αυτόματος. 

Ζούμε υπό το κράτος της θείας αγάπης και η θεία αγάπη, όταν συγκινηθεί από τις επικλήσεις και τον τρόπο της καρδιάς μας, μπορεί κάλλιστα να «νικήσει» τη θεία δικαιοσύνη και πιθανόν το κάθε ζύγι των ενταλμάτων που ενδεχομένως να κράταγε στην ανεξερεύνητη αυθεντία και τελειότητα της Θεότητάς Της. 

Η προαίρεση του ανθρώπου, η προαίρεση της καρδιάς του, εκείνο το αθέατο «Ναι» προς την αγάπη του Θεού ή εκείνο το απευκταίο και βλοσυρό «Όχι» της επιπόλαιης άρνησης του ανθρώπου, μπορούν να κάνουν αθόρυβα θαύματα ή να απωθήσουν με σκληρότητα και υπερηφάνεια το θαύμα που θεωρητικά ποθούσαμε, ανάλογα.

Οπότε, η ψυχή μας είναι ανάγκη να αρχίσει να προσδένεται στο μυστήριο της σωτηρίας της, δηλαδή πρωτίστως με την Προσευχή. 

Είδατε άνθρωπο που να μην προσεύχεται, να μην επικαλείται αισθαντικά το θείο Όνομα, «το υπέρ παν Όνομα»; Αυτός κλωτσά τη θεία αγάπη και τη θεία ευσπλαχνία από τη ζωή του και μένει συνέχεια εγκλωβισμένος στην κάμινο του πυρός της απόγνωσης και της αμαρτίας του. 

Είδατε άνθρωπο που να ζει με Προσευχή, να ζει την Προσευχή, να ζει στην Προσευχή του Χριστού; Αυτός ο άνθρωπος διψά να ζει, ζώντας πραγματικά τον Θεό του, αυτός ζητά διακαώς να έχει λόγο ύπαρξης με τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό, τον Νυμφίο της καρδιάς του.

Η Προσευχή είναι αγάπη και η αγάπη είναι Προσευχή και η Προσευχή είναι η σωτηρία μας και η σωτηρία μας είναι η εν Χριστώ ανάστασή μας και η νίκη μας έναντι σε κάθε πόνο, σε κάθε δυσκολία, σε κάθε δοκιμασία, σε κάθε πειρασμό, σε κάθε τέλμα. 

Η Προσευχή είναι η ζωή της ψυχής, η ψυχή της ψυχής· είναι ο Χριστός που κρύβεται φιλάνθρωπα και ησύχια μέσα σε αυτήν, είναι που με τη διάπυρη επίκληση του θείου Ονόματος («Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!») εμείς λαμβάνουμε στην καρδιά μας, όχι απλά μια παρηγορία και μια ενίσχυση, αλλά αυτή την ίδια τη ζωή και την αφθαρσία του Χριστού.

Και μόνο με Αυτόν επιτέλους ζούμε!

Επομένως, να προσευχόμαστε…