Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ-2

.                 Ἀλλά, ἐν ὅσῳ δὲν νοιώθουμε ἕναν μεσότοιχο ἀνάμεσά μας καὶ στὸν Θεό, δὲν νοιώθομε ὅτι εἴμαστε ἐξόριστοι, δὲν ὑπάρχει κἂν ἔναρξις σκέψεως γιὰ πνευματικὴ ζωή.
.           Βλέπετε, ἀπὸ μίαν ἐποπτεία, ὄχι ἀπὸ μίαν ἀνάλυσι, παράστασι ἀρχίζει ἡ πνευματικὴ ζωή. Αἰσθάνομαι τοῦτο ἐδῶ, τὸ νοιώθω ὅτι εἶναι τοῖχος καὶ δὲν ξέρω τί γίνεται ἀπὸ πίσω.
.                 Ὅταν λοιπὸν ἡ ψυχὴ θὰ ἀντιληφθῆ τὴν ἀπόστασι, ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ στὸν Θεὸ – μία ἀπόστασι ποὺ ὅσο κι ἂν φωνάξη, δὲν πρόκειται νὰ ἀκουσθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ – τότε θὰ ἀναλογισθῆ ὅτι εἶναι πολὺ ἀφελὲς νὰ μὴν μπορῆ αὐτὴ νὰ μιλήση στὸν Θεό. Καὶ θὰ ζητήση νὰ τὸν πλησιάση, νὰ τὸν φέρη κοντά της ἢ νὰ πάη ἐκείνη κοντὰ στὸν Θεό.
.                 Ὅταν ἡ ψυχὴ θὰ νοιώση αὐτὸ ποὺ λέμε “ἀπερριμμένη”, ὅτι εἶναι κάτι τὸ πεταγμένο – ὅταν θὰ δῆς κάτι τὸ πεταγμένο, θέλεις νὰ τὸ βάλης στὴ θέση του–, ὅταν θὰ αἰσθανθῆ ἡ ψυχή, αὐτὴ ἡ ψυχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν κατακλύζουν οἱ ἔπαινοι, οἱ καλακεῖες, οἱ ἀρετὲς πιθανόν, ἡ ἁγνότης, ἡ καθαρότης, πνευματικὰ ἰδιώματα, ὁραματισμοὶ μεγάλοι, ἐφέσεις θεϊκές, αὐτὴ ἡ ψυχή, παρ᾽ ὅλα ταῦτα, ἂν καταλάβη τελικὰ ὅτι εἶναι κάτι τὸ πεταγμένο καὶ ποὺ θὰ πρέπει νὰ βρῆ τὴν θέσι του μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὸ κοινὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο ἀνήκει, τότε μπορεῖ νὰ πῆ: “Θὰ ἀναζητήσω τὸν τόπο μου”.
.           Ἑπομένως ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν αἴσθησι τῆς ἐξώσεως, τῆς ὑπερορίας, τοῦ ὑψώματος τὸ ὁποῖο ἔχει ἐνώπιόν της, καὶ ἀπὸ τὴν διάθεσι νὰ πάψη νὰ εἶναι κάτι τὸ πεταγμένο. Ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἔχει αὐτὴν τὴν αἴσθησι, δὲν ἀρχίζει ποτὲ τίποτε. Μπορεῖ νὰ ζῆ χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ κατὰ τὸ λεγόμενον, κατὰ τὸ δοκοῦν, κατὰ τὸν λόγον, κατὰ τὴν ἀντίληψι τοῦ νοὸς μπορεῖ νὰ ζῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατὴ αἴσθησις, δὲν βάλαμε ἀκόμη καμία ἀρχή. “Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς” δὲν βάλαμε στὴ ζωή μας. Εἴμεθα ἀκόμη πολὺ μακριά, γιὰ νὰ φθάσωμε στὸ σημεῖο νὰ βάλωμε τὸ “Εὐλογητός” τοῦ Μεσονυκτικοῦ – ὄχι τοῦ ὄρθρου-, γιὰ νὰ πᾶμε ἐν συνεχείᾳ στὴν θεία Λειτουργία, ποὺ θὰ μᾶς ἑνώση μὲ τὸν Θεὸ κατ᾽ εἰκόνα.
.             Τὸ πρῶτο λοιπόν, στοιχεῖο ποὺ χρειάζεται ὡς ἐναρκτήριο εἶναι αὐτὴ ἡ αἴσθησις.

Ἔχομε τώρα τὴν τιναγμένη ψυχή, τὴν πεταγμένη ψυχὴ ποὺ εἶναι κλουβιασμένη (ἐκ τοῦ κλωβός=κλουβί) μέσα σὲ τέσσερις τοίχους καὶ δὲν βλέπει τίποτε. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ σκέπτεται νὰ σπάση τὸν φραγμὸ αὐτό, νὰ σπάση τοὺς τοίχους, στοὺς ὁποίους ζῆ καὶ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό. Πῶς θὰ πρέπει νὰ προχωρήση;
.           Δὲν ὑπάρχει “πρέπει”. Δὲν ὑπάρχουν “πρέπει” στὴν χριστιανικὴ ζωή. Τὸ “πρέπει” εἶναι ἀπόρροια τοῦ νοός. Τὸ “πρέπει” τὸ βγάζω ὡς λογικὸ συμπέρασμα ἐγώ, ὅτι ἐφ᾽ ὅσον τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ἔτσι καὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε ἐκείνη τὴν παραβολὴ καὶ ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα καὶ εἶπε “μακάριοι” οἱ τάδε, ἄρα πρέπει ἐγὼ αὐτὸ νὰ κάνω ἀκριβῶς.
.           Τὸ “πρέπει” δὲν συγκινεῖ. Τὸ “πρέπει” σοῦ δίνει τὴν αἴσθηση τῆς σκλαβιᾶς, σὲ κάνει νὰ μὴ θέλης νὰ προχωρήσεις. Τὸ “πρέπει” δὲν ὑποκινεῖ τὸν Θεὸν οὔτε τὴν καρδιὰ οὔτε τίποτε. Τὸ “πρέπει” ἀναφέρεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη βούλησι, στὴν ἀνθρώπινη ἔντασι, ἡ ὁποία πάντοτε ξέρομε ὅτι εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο σπάει πάρα πολὺ εὔκολα.
.         Τὸ πιὸ εὔθραυστο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ μὲ ὅλες της τὶς βουλήσεις καὶ μὲ ὅλες της τὶς ἐντάσεις. Ἐκεῖ ποὺ σὲ ἀγαπῶ, μπορεῖ νὰ σὲ μισήσω. Ἐκεῖ ποὺ σὲ μισῶ, μπορεῖ νὰ σὲ ἐρωτευτῶ. Ἐκεῖ ποὺ σὲ κατηγορῶ, μπορεῖ νὰ καταλάβω ὅτι εἶσαι ὁ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἄλφα ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ ποὺ σὲ ἀνυψώνω, σὲ στέλνω μέσα στὴν κόλαση . Ἐκεῖ ποὺ λέγω «θὰ γίνω ἅγιος», ἐκεῖ μπορεῖ ἀμέσως νὰ γίνω ἕνας σατανᾶς.
.          “Πρέπει” δὲν ὑπάρχει. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ: «Τί πρέπει νὰ κάνω τώρα;». Θὰ πρέπη ἡ ψυχὴ μόνη της νὰ προχωρήση στὴν ἐποπτεία της, στὴν αἴσθησί της.
.         Προχωροῦμε ἀπὸ τὴν εἰκόνα, τὴν ὁποίαν ἔχομε μπροστά μας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλέον διωγμένος ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἡ ψυχὴ εἶναι ἐξωσμένη. Αὐτὸ ποὺ καταλαβαίνει, ὅταν εἶναι ἔξω, εἶναι ὁ πόνος τὸν ὁποῖον ἔχει. Μὲ πόνο θὰ γεννήσης, μὲ πόνο θὰ τρυγήσης τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, μὲ πόνο θὰ σπείρης, ὁ,τιδήποτε θὰ κάνης, θὰ εἶναι μὲ πόνο.
.           Ὁ πόνος ὅμως αὐτὸς ἀρχίζει ἀπὸ πότε; Ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἡδονῆς. Ἡ ὀδύνη ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἡδονή. Ἡ ἡδονὴ ἀρχίζει ἀπὸ πότε; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος γυμνός. Θυμηθῆτε τὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν παράδεισο. Ἔφαγε τὸν καρπό. Τὴν ὥρα ποὺ ἤδη σκέφθηκε νὰ δοκιμάση τὸν καρπό, εἶχε γυμνωθῆ. Ἡ Εὔα ἦταν ἤδη γυμνή, ἀλλὰ δὲν εἶδε τὴν γύμνωσί της καὶ τὴν γύμνωσι τοῦ Ἀδάμ, παρὰ μόνο ὅταν εἶχε φάει τὸν καρπό. Ἀλλὰ ἤδη ἡ γύμνωσις εἶχε γίνει. Ἀλλοιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φάη τὸν καρπό. Ἡ τροφὴ αὐτὴ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἡδονῆς τῆς ἀπεκάλυψαν τὴν γύμνωση τὴν δική της καὶ τὴν γύμνωσι τοῦ Ἀδάμ.
.           Προσέξτε, διότι ἔχει πάρα πολὺ μεγάλη σημασία ἡ πορεία τῆς ψυχῆς.
.         Ἑπομένως ἀρχίζομε ἀπὸ τὸν πόνο, ὁ πόνος ἔχει ἄμεση σχέσι, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴν γύμνωσι. Θὰ πρέπει νὰ καταλάβη ἡ ψυχὴ ὅτι εἶναι μία γυμνὴ ψυχή, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς κάτι τὸ πεταγμένο ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ γυμνό. Νὰ καταλάβη πλέον ὅτι δὲν εἶναι τίποτε. Τί ἦταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα; Ἦταν, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, οἱ συμπεριπατοῦντες μὲ τὸν Θεόν, ἦταν ὁμόσκηνοι τοῦ Θεοῦ, ἦσαν σύντροφοι τοῦ Θεοῦ, συνοδοιπόροι, συνέκδημοι τοῦ Θεοῦ.
.           Καὶ μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα γίνονται ἕνα τίποτε, ἕνα ἐξουθένωμα, τέτοιοι ποὺ ἕνα φίδι νὰ μπορῆ νὰ τοὺς περιγελᾶ καὶ ἡ φύσις ἡ φθαρτή, στὴν ὁποία εἶχε δώσει ὀνόματα καὶ τὴν ἐξουσίαζε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, νὰ μπορῆ νὰ ἐπανίσταται ἐναντίον τους. Καὶ τὸ πιὸ τρεμουλιάρικο πλάσμα μέσα στὴν ἱστορία γίνεται ὁ ἄνθρωπος!
.           Εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ὁ γυμνὸς κάτι τὸ ἀνύπαρκτο. Εἶναι ἕνας οὐδεὶς καὶ ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς γυμνότητος· θὰ λέγαμε τὴν αἴσθησι τῆς ἁμαρτίας του, τοῦ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Ὄχι νὰ πῆ ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός, ὄχι ὅτι πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ, πρέπει νὰ ὁμολογήσω τὴν ἁμαρτία μου, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ νὰ ζήση τὴν ἁμαρτία της.
.         Εἴδατε, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἦσαν γυμνοὶ προηγουμένως. Δὲν εἶχαν αἰσθανθῆ ὅμως ποτὲ τὴν γύμνωσί τους. Ὅταν ἁμάρτησαν, εἶδαν ὅτι εἶναι γυμνοὶ καὶ ντύθηκαν. Τὸ ἔνοιωσαν, ὅτι ἦσαν γυμνοί. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ νὰ νοιώση ὅτι εἶναι γυμνὴ ἀπὸ ἀρετή, ἀπὸ ἁγιότητα, ἀπὸ θεότητα· ὅτι εἶναι μέσα στὴν ἁμαρτία ριγμένη, εἶναι ντυμένη μὲ τὰ φύλλα τὰ δικά της, μὲ τὰ φύλλα τῆς ἁμαρτίας.

Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ (Σιμωνοπετρίτου),

«Ζωὴ ἐν πνεύματι» [Κατηχήσεις καὶ λόγοι -2]
ἐκδ. «Ὀρμύλια» 2003, σελ. 17 ἑπ.