Η Παναγία είναι η μητέρα της καινής κτίσεως. Από αυτή γεννήθηκε ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, και στο πρόσωπό της ανακαινίσθηκε η κτίση (1). Έτσι η καινή κτίση δεν παρουσιάζεται μόνο ως δωρεά της χάριτος του Θεού, αλλά και ως καρπός της συνεργασίας του ανθρώπου. Χωρίς τη χάρη του Θεού η ανακαίνιση του κόσμου είναι αδύνατη. Αλλά και χωρίς τη συνεργασία του ανθρώπου η χάρη του Θεού παραμένει ατελέσφορη. Αυτό ισχύει στα πλαίσια της προσωπικής βιογραφίας, αλλά και στα πλαίσια της ευρύτερης ιστορίας του ανθρώπου.
Η συνεργασία του ανθρώπου έγκειται ουσιαστικά στην συγκατάθεσή του να δεχθεί τη χάρη. Είναι έργο παθητικό. Αλλά ταυτόχρονα είναι και έργο άκρως ενεργητικό. Απαιτεί την πλήρη δραστηριοποίησή του για την απομάκρυνση των εμποδίων που προκλήθηκαν από την παρακοή και εμποδίζουν να φανερωθεί η χάρη του Θεού στην ύπαρξή του.
Η παρακοή εμφανίζεται ως πράξη ελευθερίας. Στην πραγματικότητα είναι έργο δουλείας. Είναι το αποτέλεσμα της εκούσιας υποταγής του ανθρώπου στη συμβουλή του διαβόλου. Η Εύα που άκουσε τη συμβουλή του διαβόλου και παρήκουσε το Θεό, οδηγήθηκε μαζί με τον Αδάμ στη φθορά και το θάνατο. Μαζί τους ολόκληρη η κτίση υποτάχθηκε στη ματαιότητα (βλ. Ρωμ. 8:20). Στην κατάσταση αυτή το κακό φαίνεται φυσικό, και η αλλοτρίωση που οδηγεί στη φθορά και το θάνατο αντιμετωπίζεται ως φυσική απόληξη της ανθρώπινης ζωής.
Η Παναγία με την πλήρη αφοσίωσή της στο Θεό εγκαταλείπει το κακό και την αλλοτρίωση, για να επανέλθει στην αρετή και την κατά φύση κατάσταση. Όπως παρατηρεί ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, ενώ μετά την πτώση κυριαρχούσε στο ανθρώπινο γένος η αμαρτία και το κακό παρουσιαζόταν ως φυσικό στον άνθρωπο, η Παναγία αντιστάθηκε σε κάθε κακό και απέδωσε στο Θεό αμόλυντη την ανθρώπινη ωραιότητα (2). Γι αυτό αποτελεί την κορωνίδα του ανθρώπινου γένους.
Στο πρόσωπο της Παναγίας εκπληρώνονται προφητείες και βρίσκουν το πλήρωμά τους πολλά πράγματα και σύμβολα ιερά της Παλαιάς Διαθήκης: η σκηνή του Αβραάμ, η κλίμαξ του Ιακώβ, η κιβωτός της Διαθήκης, οι πλάκες του Νόμου, η χρυσή στάμνος η λυχνία, η τράπεζα κ.ά. (3). Εξάλλου όλα σχεδόν τα θαυμαστά γεγονότα της ιστορίας του Ισραήλ, που προετοιμάζουν την έλευση του Χριστού, θεωρούνται από την Εκκλησία ως προτυπώσεις του προσώπου της: η φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτος, η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης, ο πύρινος στύλος που οδηγούσε τους Ισραηλίτες στην έρημο, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε, η κάμινος με το πυρ που δρόσιζε κ.ά. Στο πρόσωπο της Παναγίας, όπως και στα γεγονότα αυτά, νικιέται η φυσική τάξη και φανερώνεται η ελευθερία από τη δουλεία της φύσεως.
Η παρουσία της Παναγίας συνδέεται οργανικά με τη σωτηρία του κόσμου και κάθε πιστού. Σ’ αυτή συνοψίζεται ολόκληρη η ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτή κάνει δυνατή την ένταξή του στην Εκκλησία και την καταξίωσή του στην αιωνιότητα. Η Παναγία, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι «και των προ αυτής αιτία, και των μετ’ αυτήν προστάτις, και των αιωνίων πρόξενος» (4). Με τη σάρκα που δάνεισε στο Χριστό οικοδομείται η Εκκλησία. Το πρόσωπό της χαροποιεί ολόκληρη την κτίση: «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις» (5).
Η Παναγία ήταν άνθρωπος. Γεννήθηκε από ανθρώπους και μετείχε σε όλα, όσα χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο. Δεν παρασύρθηκε όμως από το κακό που δελεάζει το ανθρώπινο γένος. Νίκησε την αμαρτία και έδωσε τέλος στην πονηρία (6). Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε με την τέλεια ταπείνωση και την απόλυτη αγάπη, που συνθέτουν την αληθινή παρθενία της (7).
Η Παναγία δεν είναι απλώς Παρθένος. Είναι η Παρθένος· ακριβέστερα, η Αειπάρθενος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης βλέπει στο πρόσωπο κάθε παρθένου το τέλος της κυριαρχίας του θανάτου (8). Και πραγματικά, ο θάνατος, που κληροδοτείται από τον γενάρχη στους απογόνους του, σταματά κάθε φορά στο σώμα του ή της παρθένου. Το παρθενικό δηλαδή σώμα κλείνει τη διαδοχή των θανάτων, που άρχισαν από τον πρώτο άνθρωπο και έφθασαν ως αυτό. Ο Χριστός, ως Υιός της Παρθένου που δεν έχει φυσικό απόγονο, είναι η καινή κτίση. Και όποιος ζει με το Χριστό, γίνεται μέτοχος της καινής κτίσεως: «Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β’ Κορ. 5:17).
Η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμιά θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα. Η παρθενία όμως της Παναγίας δεν είναι απλή βιολογική, αλλά καθολική ψυχοσωματική κατάσταση. Εκφράζει την πλήρη και καθολική αναφορά της στο Θεό. Είναι το ήθος της. Η παρθένος δεν κατέχει τίποτα για τον εαυτό της ούτε κατέχεται από τίποτα. Προσφέρει τα πάντα και τον εαυτό της εξολοκλήρου στο Θεό. Κάνει θέλημά της το θείο θέλημα: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38). Έτσι ολοκληρώνεται η παρθενία και γίνεται δοχείο του Πνεύματος. Η Παναγία λοιπόν με την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή της στο Θεό γέννησε το Χριστό, που έφερε στον κόσμο τη σωτηρία και την ανακαίνιση (9).
Η καινή κτίση, που εισάγεται στον κόσμο με την Παναγία, πραγματοποιείται με σύμπτωση αντιθέσεων. Η παρθενία συμβαδίζει με τη μητρότητα. Η απόληξη της διαδοχής των θανάτων συμπίπτει με την απαρχή της νέας ζωής (10).
Στη σύμπτωση αυτή των αντιθέσεων κορυφώνεται η ανθρώπινη συνεργασία στο έργο της σωτηρίας. Η παρθενία ως καθολική αυτοπροσφορά τού ανθρώπου προς το Θεό, ως κατά κόσμο θάνατος, συνάπτεται με την αυτοπροσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο με την τέλεια ενανθρώπιση. Η Παναγία γίνεται απαρχή της καινής κτίσεως και ο οδηγός της πνευματικής τελειώσεως (11). Δέχεται πρώτη το πλήρωμα της χάριτος του Θεού και το κάνει μεθεκτό στον καθένα κατά το μέτρο της καθαρότητάς του (12).
Η Παναγία τοποθετείται ψηλότερα από τις αγγελικές δυνάμεις. Είναι «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδιξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Το μεγαλείο που γνωρίζει η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπό της υπερβάλλει το μεγαλείο ολόκληρης της κτίσεως. Έτσι κατανοείται και ο χαιρετισμός της στο Θεοτοκάριον: «Χαίροις μετά Θεόν η Θεός τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα» (13). Στο μεγαλείο αυτό μετέχει και κάθε άνθρωπος που ζει κατά το πρότυπο της Παναγίας.
Ο Χριστός στη γυναίκα που μακάρισε την Παναγία, γιατί τον γέννησε και τον γαλούχησε, είπε: «Μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11:28). Εκτός δηλαδή από την Παναγία, που γέννησε εφάπαξ το Θεό Λόγο, ως άνθρωπο μέσα στην ιστορία, κάθε άνθρωπος που ακούει το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζει στη ζωή του μετέχει στο μακαρισμό αυτό, γιατί παίρνει κατά κάποιον τρόπο τη θέση της Παναγίας. «Μήτηρ μου και αδελφοί μου ουτοι εισιν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν» (Λουκ. 8:21). Όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «ο Λόγος του Θεού, που γεννήθηκε εφάπαξ κατά σάρκα, γεννιέται διαρκώς κατά πνεύμα από φιλανθρωπία σ’ αυτούς που θέλουν. Και γίνεται βρέφος σχηματίζοντας μέσα τους τον εαυτό του με τις αρετές. Και φανερώνεται τόσο, όσο γνωρίζει ότι μπορεί να χωρέσει αυτός που τον δέχεται» (14).
Η μητρότητα δεν είναι αφηρημένη ιδέα αλλά προσωπική σχέση. Συνδέει με μοναδικό και ανυπέρβλητο τρόπο τη μητέρα με το παιδί και το παιδί με τη μητέρα. Ο Χριστός είναι αληθινός άνθρωπος, γιατί γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Και η Παρθένος Μαρία είναι αληθινή Θεοτόκος, γιατί γέννησε τον Θεάνθρωπο Χριστό. Στην προσωπική αυτή σχέση, που εξεικονίζει η Εκκλησία με τη Βρεφοκρατούσα, τη Γαλακτοτροφούσα, τη Γλυκοφιλούσα, θεμελιώνεται ολόκληρο το μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας και ανακαινίσεως του κόσμου, η καινή κτίση. Και η προσωπική αυτή σχέση φανερώνει το χαρακτήρα τής κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό στην καινή κτίση.
Η πνευματική γέννηση του Χριστού στην καρδιά του ανθρώπου δείχνει το είδος της σχέσεως που θέλει να έχει μαζί του. Μόνο όποιος δέχεται το Χριστό στην καρδιά του και το μορφοποιεί με τη ζωή του αναπτύσσει αληθινή, δηλαδή ελεύθερη και προσωπική σχέση μαζί του. Την ύψιστη μορφή της σχέσεως αυτής έχει η Παναγία, η μητέρα της καινής κτίσεως. Οποιαδήποτε άλλη σχέση με το Χριστό, που κινείται σε απρόσωπο ή ιδεαλιστικό επίπεδο, βρίσκεται έξω από τα όρια της καινής κτίσεως. Είναι σχέση τυπική η ιδεαλιστική, όχι όμως χριστιανική ή εκκλησιαστική.
Με την ελεύθερη υπακοή και αυτοεγκατάλειψη στο θέλημα του Θεού μετέχει ο άνθρωπος ως μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο στην καινή κτίση. Ζει ως μέλος της Εκκλησίας, που είναι το σώμα του Χριστού, του Υιού της Παρθένου· παίρνει πνευματικά τη θέση της Παναγίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ξεχωρίζει το σώμα του Χριστού από την Εκκλησία. Το σώμα του Χριστού είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Είναι το σώμα που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, που σταυρώθηκε, αναστήθηκε, κάθησε στα δεξιά του Πατρός. Είναι το σώμα στο οποίο μετέχουν οι πιστοί με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό το σώμα δημιουργεί την καινή κτίση. Αυτό είναι η χώρα των ζώντων, που φανέρωσε στον κόσμο η χώρα του αχωρήτου, η Παρθένος Μαρία, η μητέρα της καινής κτίσεως.
(1) «Επί σοι γαρ και φύσις καινοτομείται και χρόνος». Απολυτίκιον 31ης Αυγούστου.
(2) Εις Γέννησιν Θεοτόκου 5-6, εκδ. Π. Νέλλα, Η Θεομήτωρ, σ. 64-6.
(3) Αναλυτικότερα βλ. Ιω. Δαμασκηνού, Εις την Κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου 1,8-9, εκδ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, τομ. 5, Berlin – New York 1988, σ. 491-4.
(4) Γρηγ. Παλαμά, Ομιλία 53,25, έκδ. Σ. Οικονόμου, σ. 162.
(5) Μεγαλυνάριον Θεοτόκου.
(6) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Κοίμησιν 8, έκδ. Π. Νέλλα, ό.π., σ. 194.
(7) «Εξ άκρας ταπεινώσεως και της προς Θεόν αγάπης, τον της παρθενίας άμωμον χιτώνα εαυτή η κεχαριτωμένη εξύφανεν». Αντωνίου Μοναχού, Ομιλία 21, PG 89,1497B.
(8) Περί παρθενίας 14, PG 46,377C.
(9) Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα 100,5.
(10) «Η γαρ αυτή και παρθένος και μήτηρ, καινοτομούσα την φύσιν τη συνόδω των αντικειμένων, είπερ των αντικειμένων παρθενία και γέννησις». Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών, PG 91,1052D-53A.
(11) «Αυτή τε απαρχή αγία και της προς τον Θεόν φερούσης ηγεμών ανθρώποις», Νικολάου Καβάσιλα, ό.π., σ. 194-6.
(12) Γρηγ. Παλαμά, Ομιλία 53,25, έκδ. Σ. Οικονόμου, σ. 161.
(13) Προσόμοιον Κανόνος ήχου πλαγίου α’, Κυριακής Εσπέρας.
(14) Κεφάλαια διάφορα θεολογικά και οικονομικά 1,8, PG 90,1181Α.
Πηγή: Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή, εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ ,σελ. 108 (αποσπάσματα)