Καί πάλι ἐνώπιόν μας οἱ ἁγιασμένες μορφές τῶν Τριῶν μεγίστων Φωστήρων τῆς τρισηλίου Θεότητος Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τῶν προστατῶν τῆς Παιδείας καί ὁ ἑορτασμός τῆς κοινῆς τους μνήμης.
Τά σχολεῖα θά ἀργήσουν, θά ἐκφωνηθοῦν κάποιοι λόγοι, κάποιες ἀντιπροσωπεῖες μαθητῶν θά ἐκκλησιασθοῦν, καί ἔτσι θά τελειώσῃ γιά μιά ἀκόμη φορά αὐτή ἡ ἑορτή, ἡ ὁποία ἔχει πολύ μεγάλη σημασία, ἀφοῦ τά μηνύματα πού ἐκπέμπει εἶναι τόσο δυνατά, τόσο ἐπίκαιρα, ὄντως σωτήρια,ἀφ’ ἑνός μέν γιά αὐτή τήν ἴδια τήν παιδεία μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα καί ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ».
Καθώς ὅμως σκέπτομαι τό «πῶς» καί τό «γιατί» τοῦ ἑορτασμοῦ, λύπη καταλαμβάνει τήν καρδιά μου, ἀφοῦ διαπιστώνω ὅτι κατ’ ἔτος ὁ ἑορτασμός αὐτός εἶναι τελείως ἐπιφανειακός, ἄχρωμος καί τίς περισσότερες φορές οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τό ὅραμα τῶν Τριῶν μεγάλων Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἕνωσαν δύο κόσμους, τόν Χριστιανικό καί τόν Ἑλληνικό, σέ μιά ἐποχή πού ἡ κοινωνία ἔπνεε τά λοίσθια καί ἰδιαίτερα ὁ Ἑλληνικός κόσμος καί πολιτισμός.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀντιμετωπίζονται δυστυχῶς καί ἑορτάζονται ὡς ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς σοφίας, ὡς ἀνθρωπιστές, ὡς φιλόσοφοι καί γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὡς ρήτορες καί συγγραφεῖς, ὅπως κάποιες ἄλλες προσωπικότητες, στίς ὁποῖες κατά τήν διάρκεια τοῦ χρόνου γίνεται ἀναφορά γιά τήν προσφορά τους στόν ἄνθρωπο.
Ὅμως, οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες, δέν ἦταν μόνο ἐπιστήμονες μέ τήν κοσμική ἔννοια τοῦ ὅρου, δέν ἦταν μόνο συγγραφεῖς παιδαγωγικῶν ἤ κοινωνικῶν συγγραμμάτων, ἤ μόνο διακεκριμένοι φιλόσοφοι καί ρήτορες. Ἦταν κάτι πολύ παραπάνω ἀπ’ αὐτά, τό ὁποῖο οὔτε τονίζεται, οὔτε διδάσκεται, καί πολύ περισσότερο, οὔτε καταβάλλεται προσπάθεια νά γίνῃ βίωμά μας, ἀφοῦ προηγουμένως καταστῇ ὑπόθεση τῆς προσωπικῆς ζωῆς καί τοῦ ἀγῶνος τοῦ καθενός μας.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦταν πάνω ἀπ’ ὅλα Ἅγιοι. Ἦταν οἱ θεούμενοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀνέδειξαν ὅλα τά χαρίσματά τους, μέ προσωπική ἄσκηση καί πνευματική καλλιέργεια, μέ προσευχή καί νηστεία καί νηπτική θεωρία. Ἡ προσωπικότητά τους φωτίστηκε ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Κυρίου, τόν ὁποῖο ἐλάτρευσαν καί στόν ὁποῖο ἔδωσαν τήν ὕπαρξή τους ὁλόκληρη, ὥστε μέσα ἀπό τήν «καλήν ἀλλοίωσιν» κατά Θεόν καί τήν μετ’ Αὐτοῦ μυστική-μυστηριακή κοινωνία, νά καταστοῦν «χριστοφόρων οἰκοδόμοι ναῶν, ἀθλητῶν ἐπουρανίων ἐπιμεληταί» (Ἰωάννoυ Χρυσοστόμου PG 47. 386).
Mέσα ἀπό τήν ζωή καί τήν πολιτεία τους ἐδοξάσθη ὁ Θεός, γιατί Αὐτόν ἐκήρυτταν, ὡμολογοῦσαν καί ἐφανέρωναν καθ’ ἡμέραν στούς ἀνθρώπους, ὡς τόν μοναδικό Σωτῆρα, Λυτρωτῆ καί Εὐεργέτη τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπό τήν αὐτοθυσιαστική πορεία τους καί τήν προσφορά τῆς ἀγάπης τους πρός τόν ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως φυλῆς, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, κοινωνικῆς καταστάσεως κλπ., ὡδήγησαν στήν θεογνωσία καί στήν κατά Χριστόν Ἰησοῦν τελείωση τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, καί ὄχι μόνο, ἀφοῦ ἡ προσωπικότητά τους, τό πνευματικό τους ἔργο καί ἡ ἁγία βιοτή καί πολιτεία τους, ἔχουν διαχρονική διάσταση καί ἰσχύ.
Ἔχει σχέση ἆρα γε ἡ σημερινή παιδεία μέ ὅλα ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως; Φοβοῦμαι πῶς ὄχι. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν κάποιοι Ἐκπαιδευτικοί, οἱ ὁποῖοι σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν καί τῆς λαίλαπας πού προσπαθεῖ νά ξεριζώσῃ κάθε τί πνευματικό στόν τόπο μας, ἀγωνίζονται μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις καί μέ τόν δικό τους τρόπο, γιά νά σταθῇ ὄρθιο καί ἄπαρτο αὐτό τό κάστρο, τό ὁποῖο σεβάστηκαν οἱ αἰῶνες. Πρόκειται γιά τό κάστρο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, τῆς πνευματικῆς μας παραδόσεως. Πρόκειται γιά τό οἰκοδόμημα τῆς Ἑλληνικότητός μας, ἡ ὁποία πορεύτηκε καί πορεύεται τόσους αἰῶνες μαζί μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί γι’ αὐτό ἄντεξε μέχρι σήμερα. Εἶναι οἱ Ἐκπαιδευτικοί, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νά περάσουν στίς καρδιές τῶν παιδιῶν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα λογικό καλάμι ριζωμένο στόν βοῦρκο τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι «θεός κεκελευσμένος» κατά τόν Μέγα Βασίλειο καί «ζῶον θεούμενον» κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἶχαν ὁράματα. Ὑπάρχει ἆρα γε στήν παιδεία, σήμερα, ὅραμα; Μιά ματιά στό ἐκπαιδευτικό σύστημα, τό ὁποῖο κάθε τόσο, ἀνάλογα μέ τά πρόσωπα πού τό «ὑπηρετοῦν» καί λαμβάνουν ἀποφάσεις, ἀλλάζει προσανατολισμό ὡς νά ἀλλάζῃ πουκάμισο, θά μᾶς δώσῃ τήν ἀπάντηση. Μιά προσπάθεια νά μελετήσωμε τήν παρεχόμενη σήμερα γνώση σέ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς ἐκπαιδεύσεως θά μᾶς ἀπογοητεύσῃ, ἀφοῦ τό σύστημα ἐπιθυμεῖ νά «βγάλῃ» μόνο ψυχρούς ἐπιστήμονες καί τεχνοκράτες, οἱ ὁποῖοι βαδίζοντας μέ τήν ψυχρή ἀνθρώπινη λογική, υἱοθέτησαν καί υἱοθετοῦν τό δόγμα τοῦ “Homo oeconomicus”.
Ἡ ἐπιστήμη θέλει ἕναν ἄνθρωπο ρομπότ, ὡς θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. «…Αὐτός ὁ τύπος ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀθλιώτερος… Δέν ὑπῆρξε ἐπί τοῦ πλανήτου ἀθλιώτερος, ἀσχημότερος καί ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπό τό εὐρωπαϊκό ρομπότ. Ἄνθρωπος χωρίς Θεό, χωρίς ψυχή…». Παρακάτω θά τονίσῃ ὁ Ἅγιος ὅτι αὐτός ὁ τύπος ἀνθρώπου αὐτοκτονεῖ καί αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θεοκτονίας, ἡ ὁποία προηγήθηκε.
Σήμερα ἡ παιδεία εἶναι ἀτομοκεντρική, καλλιεργεῖ τόν ἐγωκεντρισμό καί τόν οὑμανισμό, ὁ ὁποῖος κατάντησε θρησκεία. Ἔδιωξε τόν Θεό ἀπό τήν ζωή μας καί ἀγωνίζεται νά στήσῃ στόν θρόνο του τόν αὐτοθεοποιημένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος «αὐτοείδωλον» ἐγένετο. Τυγχάνει τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται» (Πλατωνος Μενέξ. 246 ε).
Τρομάζω ὅταν ἀναλογίζομαι τήν φρικτή πενία τῆς παιδείας μας, ἀπότοκο μιᾶς ἀδυσώπητης καί ἀπεγνωσμένης προσπάθειας ἐναντίον θεσμῶν καί ἀξιῶν πού ἐπί δεκαετίες ἐπιχειρήθηκε καί ἐπιχειρεῖται μέσα ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑλοκρατίας.
Ὁ Φώτης Κόντογλου, σέ ἕνα θαυμάσιο κείμενό του γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο, μέ τίτλο: «Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Θέλω νά μιλήσω γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο, ἀλλά νά μήν πῶ τά συνηθισμένα πού λένε ὅσοι γράφουνε γι᾿ αὐτόν τόν ἀληθινά Μέγα Ἅγιο. Προπάντων κάποιοι φραγκοδιαβασμένοι, πού δέν τούς ἐνδιαφέρει σχεδόν καθόλου ἡ ἁγιότητά του καί ἡ κατά Θεόν σοφία του, ἀλλά ἡ “θύραθεν” σοφία του, ἡ γνώση πού εἶχε στά ἑλληνικὰ γράμματα, στή ρητορική καί στά ἄλλα ἐφήμερα καί ἐξωτερικά στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησμονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν κοσμική σοφία, πού τήν λέγει “μωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ”».
Ἀγαπητοί μου, προσωπικά ἀνησυχῶ γιά τήν πορεία τῆς παιδείας στήν χώρα μας.. Καί ἐπειδή ἔχω ἐργασθῆ στόν χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης ἐπί ἔτη ἀρκετά, ἀγωνιῶ καί πονῶ γιά τήν ὅλη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων.
Μέ βρίσκουν ἀπολύτως σύμφωνο τά λόγια τοῦ Φώτη Κόντογλου ἀπό τό προαναφερθέν κείμενό του καί γι’ αὐτό θά χρησιμοποιήσω κάποια ἀπ’ αὐτά καί στήν συνέχεια, προκειμένου νά ἐκφράσω καί τήν δική μου ἀνησυχία.
«Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ᾿ αὐτό τό ζήτημα, γιατί αὐτοί πού θέλουνε νά νοθέψουνε τό κατακάθαρο νερό τοῦ Εὐαγγελίου, “τό ὕδωρ τό ζῶν τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον”, μέ τά βαλτόνερα τῆς γνώσης καί τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας πού πίνανε ἐκεῖνον τόν καιρό οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, “οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα”, χωρίς νά ξεδιψάσουνε, αὐτοί λοιπόν οἱ τυφλοί ὁδηγοί στραβώνουνε τόν κόσμο, καί γίνουνται αἰτία μέ τίς θεωρίες τους νά πέφτουνε οἱ νέοι στήν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς πού θρέφονται μέ τήν “κενή ἀπάτη”, ποῦ θά καταντήσουνε, παρά στήν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;».
Καί τί πρός τοῦτο; Δέν ὑπάρχει ἐλπίς; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, βλέποντας τήν δεινή κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκοντο τά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς του, λέγει: «Κατασκάψωμεν τοίνυν τά διδασκαλεῖα;», Δηλ. «θά γκρεμίσωμε τά διδακτήρια, τά σχολεῖα;». Αὐτό βεβαίως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ. Καί συνεχίζει ὁ ἴδιος, ἀπαντῶντας στό ρητορικό αὐτό ἐρώτημά του: «Οὐ τοῦτο λέγω, ἀλλ’ ὅπως μή τήν τῆς ἀρετῆς καθέλωμεν οἰκοδομήν, καί ζῶσαν κατορύξωμεν τήν ψυχή» (PG. 47, 367). Δηλ. «Δέν σᾶς λέγω αὐτό, ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά γκρεμίσωμε τῆς ἀρετῆς τήν οἰκοδομή, καί νά θάψωμε ἔτσι ζωντανή τήν ψυχή».
Γνωρίζομε ὅτι οἱ δυσκολίες εἶναι πολλές, ἀλλ’ ὅμως στίς ὅποιες προσπάθειές μας δέν εἴμαστε μόνοι μας. Ὁ Θεός εὐλογεῖ τήν σπορά, ἐλεεῖ τόν σπείροντα,καί χαρίζει καρπόν ἑκατονταπλασίονα.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ κόσμου ἀρχίζει ἀπό τήν ἐσωτερική μας ἀλλαγή κατά τόν Ἱερό Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό.
«Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι·
σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι·
γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι·
ἐγγίσαι Θεῷ, καί προσαγαγεῖν ἄλλους·
ἁγιασθῆναι, καί ἁγιάσαι…» (PG 480, 25).
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς Ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εὔχομαι στούς Ἐκπαιδευτικούς ὅλων τῶν βαθμίδων, νά ἔχουν τόν φωτισμό παρά Κυρίου, δύναμη ἐξ ὕψους καί ὑγεία ψυχοσωματική πρός ἐπιτέλεση τοῦ ὑψηλοῦ καί ἁγίου λειτουργήματός τους.
Στούς Μαθητάς δέ καί τούς Φοιτητάς εὔχομαι χάριν παρά Θεοῦ, πρόοδο, σύνεσιν ἐν πᾶσι καί ἐνίσχυση γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς τους καί τήν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί γνώσεως, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεώνει.
Κανείς ἄς μή λησμονῇ τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
«Ἡ παιδεία μετάληψις ἁγιότητος ἐστι»
(Ἰωανν. Χρυσοστόμου PG. 63,9)