Οκτώ ημέρες μετά τη γέννηση του Κυρίου (και κατ’ ακρίβειαν την 8η ημέρα) υπέστη την, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, περιτομή και ευλογήθηκε το όνομά του, Ιησούς, δηλ. βαπτίσθηκε και έγινε μέλος του περιούσιου λαού του Θεού. Την ανάμνηση της βάπτισης αυτής του Κυρίου, την τοποθετεί η Εκκλησία με την έναρξη του πολιτικού έτους
Η Εκκλησία, ακολουθώντας την πράξη αυτή, ευλογεί την ονοματοδοσία, που εγένετο, κατά την 1ηημέρα ζωής του νηπίου από τον πατέρα του και το προεισάγει στον εκκλησιασμό του, που θα γίνει κατά την 40η ημέρα και το προετοιμάζει για να γίνει μέλος του περιούσιου λαού του νέου Ισραήλ, με τη βάπτισή του.
Η Εκκλησία, δια των αγίων της, προτρέπει τον πατέρα του νηπίου να το ονοματίσει με το όνομα ενός αγίου το νήπιο και όχι να χρησιμοποιεί ονόματα προγόνων (πατέρα, πάππου κ.λπ.) ή συγγενών, ζώντων ή τεθνεώτων.
Είναι γνωστό, ότι στην Εκκλησία μας, η ακολουθία της ονοματοδοσίας του παιδιού, η οποία γίνεται την όγδοη ημέρα της γέννησής του δεν έχει καμία σχέση με το μυστήριο του Βαπτίσματος, το οποίο γίνεται, ώστε το παιδί που φέρει ήδη το όνομά του να εισέλθει στο σώμα της Εκκλησίας.
Τα σχετικά με την ονοματοδοσία του παιδιού, τη θεολογία της και τη σχετική ακολουθία της θα μου επιτρέψετε να αναπτύξω με λίγα λόγια, όπως ακριβώς η Πατερική Θεολογία τα προσδιορίζει και όπως κανονικά θα έπρεπε να είναι γνωστά στους πιστούς.
Ονοματοδοσία καλείται η μικρή Ιερή Ακολουθία που τελείται στο Ναό κατά την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού και με την παρουσία του. Η ακολουθία αυτή περιλαμβάνεται στο Μέγα Ευχολόγιο της Εκκλησίας. Η πράξη αυτή της Εκκλησίας στηρίζεται στα όσα έγιναν την όγδοη ημέρα στο βρέφος Ιησού Χριστό, ο οποίος υπέστη τότε την περιτομή και «εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς» (Λουκ. 2. 21).
Η ονοματοδοσία δεν είναι μια απλή ληξιαρχική πράξη. Είναι εκκλησιαστική πράξη με την οποία δίνοντας όνομα στο παιδί δοξολογούμε το Θεό για την ευεργεσία του. Της ονοματοδοσίας προηγείται η εκλογή του ονόματος, μεγάλη δε βαρύτητα δίδεται στα ονόματα των αγίων. Το όνομα δίδει στο νεογέννητο ο πατέρας, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις η μητέρα.
Η εκλογή της όγδοης ημέρας, ως της ημέρας της ονοματοδοσίας έχει βαθύτερη θεολογική σημασία. Η χρήση των αριθμών χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για τη συσχέτιση της ανθρώπινης ιστορίας με τις επτά ημέρες της Δημιουργίας. Στη βιβλική αποκάλυψη ο αριθμός επτά είναι το σύμβολο του κόσμου που δημιούργησε ο Θεός «καλόν λίαν», του κόσμου που είχε φθαρεί απ’ την αμαρτία και παραδόθηκε στο θάνατο. Η έβδομη είναι η ημέρα κατά την οποίαν ο Δημιουργός αναπαύθηκε και την ευλόγησε, είναι η ημέρα που εκφράζει τη χαρά κι ευφροσύνη του ανθρώπου για τη Δημιουργία ως κοινωνίας με το Θεό. Όμως η ημέρα αυτή είναι μια διακοπή της εργασίας, όχι το πραγματικό τέλος της. Είναι σε τελευταία ανάλυση έκφραση ατέλειας και υποδούλωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Είναι τέλος η ημέρα της προσδοκίας, της ελπίδας του κόσμου και του ανθρώπου για λύτρωση, για την ημέρα που είναι πέρα από το επτά, πέρα από τη διαρκή επανάληψη του χρόνου, που δεν έχει ουσιαστικό νόημα και εκείνο που επιτυγχάνει είναι να φέρνει πλησιέστερα στο θάνατο και στην καταστροφή.
Το αδιέξοδο αυτό ήρθε να καταβάλει η καινούργια ημέρα, που εγκαινίασε ο Χριστός με την Ανάστασή του. Από «τη μια των Σαββάτων» (δηλ. την Κυριακή) άρχισε ένας καινούργιος χρόνος, ο οποίος αν και εξωτερικά παραμένει μέσα στον παλαιό χρόνο, ο πιστός νοιώθει πως είναι καινούργιος. Το οκτώ γίνεται πλέον σύμβολο του νέου αυτού χρόνου. Μια τέτοια όγδοη ημέρα φυσικά δεν υπάρχει στο χρόνο «αυτού του κόσμου», που συνεχίζει να μετριέται με τον αριθμό επτά. Ένας τέτοιος χρόνος υπάρχει όμως στη ζωή της Εκκλησίας ως εμπειρία και αληθινή «εστία» κάθε εκδήλωσης.
Τοποθετώντας λοιπόν η Εκκλησία την ονοματοδοσία κατά την ογδόη ημέρα επιθυμεί να καταστήσει το βρέφος κοινωνό της πληρότητας του χρόνου της Βασιλείας των Ουρανών πριν τη βάπτισή του ή καλύτερα να υποδείξει τη δυναμική προοπτική για την υπέρβαση του φθοροποιού χρόνου, καθώς αυτός εκφράζεται με το φαύλο κύκλο των επτά ημερών. Έτσι το βρέφος γεύεται την όγδοη ημέρα της γέννησής του ως ημέρα πέρα από το χρόνο, πέρα απ’ το επτά, ως συμμετοχή στην ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας.
Η «ευχή εις το κατασφραγίσαι παιδίον, λαμβάνον όνομα τη ογδόη ημέρα της γεννήσεως αυτού» ευρίσκεται στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας και ξεκινά με το «Κύριε ο Θεός ημών, σου δεόμεθα και σε ικετεύομεν. Σημειωθήτω το φως του προσώπου σου επί τον δούλον σου (τον δε) και σημειωθήτω ο σταυρός του μονογενούς σου Υιού εν τη καρδία και τοις διαλογισμοίς αυτού, εις το φυγείν την ματαιότητα του κόσμου…..».
Με την ακολουθία της ονοματοδοσίας, η Εκκλησία θεωρεί το οκτώ ημερών βρέφος, ως ολοκληρωμένο άνθρωπο και το όνομά του δίνει ταυτότητα ως πρόσωπο και διαβεβαιώνει τη μοναδικότητά του, είναι δε γνωστό ότι η Εκκλησία αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως πρόσωπο, σε σχέση και κοινωνία με άλλα πρόσωπα, αλλά και τον ίδιο το Θεό και όχι ως άτομο, που είναι χαρακτηριστικό του πεσόντος ανθρώπου.
Η ακολουθία της ονοματοδοσίας τελείται στον νάρθηκα του Ναού, όπου το παιδί το υποδέχεται ο ιερέας. Το παιδί εισάγεται στο νάρθηκα από τον πατέρα ή άλλο συγγενικό ή όχι πρόσωπο, πάντως όχι από τη μητέρα, η οποία για πρώτη φορά θα βγει από το σπίτι της την τεσσαρακοστή ημέρα. Σε περίπτωση απουσίας τέτοιου προσώπου, τότε η ακολουθία τελείται στο σπίτι του παιδιού. Η τέλεση της ακολουθίας την όγδοη ημέρα έξω από τον κυρίως Ναό γίνεται, διότι το παιδί θα πρωτοεισέλθει σ’ αυτόν την τεσσαρακοστή ημέρα, οπότε θα γίνει και ο εκκλησιασμός του.
Η λαϊκή αντίληψη, ότι η ονοματοδοσία συνδέεται με το μυστήριο του βαπτίσματος ή ότι ο ανάδοχος χαρίζει το όνομα στο παιδί, με συνέπεια να θεωρείται, ότι το παιδί δεν έχει όνομα μέχρι να βαπτισθεί και ότι το λαμβάνει κατά τη βάπτισή του ή η συνήθεια να δίδονται κατά το βάπτισμα περισσότερα ονόματα έλκουν την προέλευσή τους από τον Παπισμό, είναι ξένα προς τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έχουν μεταφυτευθεί στον Ορθόδοξο χώρο, κυρίως λόγω της έλλειψης ποιμαντικής του πληρώματος της Εκκλησίας μας από την Διοίκησή της.
(Βλέπε λεπτομερή ανάπτυξη του θέματος στο έργο: Γ. Χρυσοστόμου «Ονοματοδοσία»).
Άγιοι της Εκκλησίας, περί της Ονοματοδοσίας:
Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Ει γαρ άνθρωποι τοις αυτών παιδίοις ουχ απλώς επιτιθέασι τα ονόματα άλλα μεν από του πατρός, το δε από του πάππου, το δε αφ’ ετέρων προγόνων καλούντες, πολλώ μάλλον ο Θεός τοις εαυτού δούλοις ουχ απλώς, ουδέ άνευ λόγου τινός τας προσηγορίας ετέθηκεν, αλλά μετά πλείονος σοφίας. Άνθρωποι μεν γαρ εις τε τιμήν των απελθόντων, εις τε εαυτών παραμυθίαν πολλάκις τοις των τετελευτηκότων ονόμασι τους εαυτούς υιούς καλούσι, παραμυθίαν τινά της των κατοιχομένων τελευτής δια της των παίδων προσηγορίας επινοούντες, ο δε Θεός αρετής υπόμνησιν και διδασκαλίαν, ώσπερ εν στήλη χαλκή, τη προσηγορία των αγίων εναποτίθεται».
(Επιτίμησις….. PG 51, 148-149).
Συμεών Θεσσαλονίκης:
Την περιορισμένη εκλογή ονομάτων στους «μεγάλους» αγίους και μόνον ψέγει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης:
«ου μην δε βαπτίζονται πάντες Ιωάννης και Μαρία, ως των απλουστέρων και ιδιωτικών τινές φασίν».
(PG 155, 209B).
1.1.2015
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ (ενορίτης μας, τον ευχαριστούμε θερμά)