Η Ομορφιά της ψυχής
Θεοδόση Νικολάου
Περπατούσα κάποτε μ’ ένα γνωστό μου. Αυτός δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει. Ήξερε μονάχα με την αυγή να οδηγεί το κοπάδι του στη βοσκή και το βράδυ να το μαντρίζει.
Περπατούσαμε λοιπόν μαζί και κάθε τόσο κτυπούσε τη βαριά του ράβδο πάνω στα κρύσταλλα που ο χειμώνας είχε φτιάξει από το νερό στα βαθουλώματα. Όταν τον ρώτησα, γιατί; «Για να μπορούν να πίνουν τα πουλιά», μου είπε.
Από το περιοδικό του Λυκείου μακαρίου Γ΄,
Λάρνακα, «Μαθητικός Λόγος», 1980-81