Ή οδύνη, όπως και ή ηδονή, είναι επείσακτη στην ανθρώπινη φύση. Αν ήταν ή ηδονή, ή οδύνη, ο φόβος, ή λύπη, ή επιθυμία κ.λπ. στοιχεία απαραίτητα για την ύπαρξη, θα της είχαν δοθεί από την πρώτη της καταβολή, όπως μας βεβαιώνουν οι Πατέρες. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι μεταπτωτικά. Ή οδύνη, πού θα εξετάσουμε τώρα, αποτελεί την πιο μεγάλη αρνητική συνέπεια της ηδονής. Είναι ο αντίποδας της. Κάθε οδύνη και πόνος έχουν ως αιτία τους κάποια ηδονή πού προηγήθηκε πρακτικά.
Και αποτελούν -εκπλήρωση χρέους πού ξεπληρώνεται αιτιωδώς από τον άνθρωπο. Ό φυσικός πόνος ακολουθεί την παραφυσική ηδονή. Μια προχώρηση σε βάθος οδηγεί στη διαπίστωση ότι κατά βάσιν ό άνθρωπος γεννιέται με προηγούμενο του το νόμο της αναίτιας ηδονής (ό της ηδονής νόμος άναιτίως προκαθηγήσατο της γενέσεως). Ή φυσική δηλαδή ηδονή έχει μέσα της κάτι πού δεν είναι σωστό και δίκαιο. Δεν αποτελεί καρπό μόχθου και κόπου, αλλά προκαταβολική κτήση αυτού πού θα ‘πρεπε να επακολούθηση σε δίκαια καταβεβλημένο μόχθο και προσπάθεια. Αυτά διδάσκει ό άγιος Μάξιμος.
Επομένως, άμα ηδονή άμα πόνος και οδύνη. Ή ηδονή έχει μέσα της το σαράκι της οδύνης και επομένως θα έρθει ή ώρα πού θα εκδηλωθεί έτσι ή αλλιώς αναπόφευκτα ή οδύνη.
Ενώ ή ηδονή είναι “παράλογος” ως προς την πρώτη φυσική κατασκευή και κατάσταση του άνθρωπου, δηλαδή όχι “κατά λόγον” κι εντελώς αδικαιολόγητη για την ανθρώπινη
φύση, ή οδύνη “υπεισήλθε κατά λόγον”, είναι δηλαδή εντελώς λογική συνέπεια της ηδονής. Και έκφραση της οδύνης είναι τα διάφορα “παθήματα”, οι θλίψεις, οι δυσκολίες, οι πειρασμοί.
Σκοπός της οδύνης πού “παρεισήχθη” “κατά λόγον” στη φύση μας, όπως είδαμε, είναι ή αναίρεση της ηδονής, πού ή ίδια είναι “παρά λόγον”. Εν τούτοις αυτό δεν σημαίνει την οριστική εξαφάνιση της ηδονής, γιατί υπάρχει και ή ανώτερη μορφή ηδονής πού είναι ή πνευματική και θεία ηδονή, πού είναι δώρο και χάρις Θεού. Έτσι “της ηδονής θάνατος εστίν ό πόνος ο τε γάρ προαιρετικός και ό παρά προαίρεσιν”.
Ή αίσθητηριακή ηδονή αποτελεί προϊόν της εκπτώσεως της ψυχής στο “παρά φύσιν”. Επομένως αποτελεί ένα είδος βιασμού της ψυχής, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Υπό
την επήρεια της ηδονής ή ψυχή “άποτίθεται”, βάζει κατά μέρος το “κατά φύσιν” και γι’ αυτό είναι επόμενο, όσο κι αν ίσως δεν το συνειδητοποιεί πλήρως πάντοτε, να υποφέρει από την αφύσικη αυτή κατάσταση στην οποία περιέρχεται.
Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις πού κάνει ό Παναγιώτης Νέλλας επιχειρώντας ανάλυση της σκέψεως του Νικολάου Καβάσιλα.
“Κατά τον Καβάσιλα ή Αγάπη πού είναι ό Θεός (Α’ Ίω. 4,8) δημιούργησε ελεύθερα εκ του μηδενός την κτίση. Ή ίδια ή πράξη της δημιουργίας οντας αγαθή είχε ως αποτέλεσμα της έναν κόσμο, δηλαδή μια τάξη και αρμονία, πού αποτελεί τη δικαιοσύνη της κτίσεως. Κατά συνέπεια ανάμεσα στη δικαιοσύνη-αγαθότητα του Δημιουργού και τη δικαιοσύνη-τάξη-αρμονία της δημιουργίας υπάρχει μια πραγματική εσωτερική, εικονική σχέση.
Έτσι ή κατά του θεού εξέγερση ή ύβρις του άνθρωπου μην μπορώντας να θίξει τη δικαιοσύνη του Θεού -πώς είναι δυνατό το άπειρο να πληγεί ή κατά οποιοδήποτε τρόπο να θιγεί από το πεπερασμένο;- πλήττει πραγματικά την εικόνα της θείας δικαιοσύνης μέσα στην κτίση και αποδιοργανώνει την εικονική ψυχοσωματική συγκρότηση και λειτουργικότητα του άνθρωπου και την τάξη και αρμονία της κτίσεως. Ή “ύβρις” είναι στην πραγματικότητα ‘ένα τραύμα”.
Αλλά αφού ή πτώση αποτελεί πραγματικά “ϋβριν”, πρέπει να υπάρχει και αντίστοιχη “τιμωρία”. “Εδει μέν γάρ τιμωρία τινί την άμαρτίαν καταλυθήναι και ών προς Θεόν εξημάρτομεν της αξίας δόντας δίκην άπηλλάχθαι των εγκλημάτων”.
Όμως ή τιμωρία πού φυσιολογικά έρχεται στον υβριστή δεν προέρχεται από τη δικαιοσύνη του Θεού πού ούτε έπλήγη ούτε ζητάει ικανοποίηση, αλλά από τη δικαιοσύνη της κτίσεως. Οι νόμοι της τελευταίας συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά αποδιοργανωμένα τώρα, και εμπλέκουν σ’ αυτή την αντίστροφη λειτουργία τους και τον άνθρωπο με αποτέλεσμα να τον ταλαιπωρούν και να τον βασανίζουν.
Από αυτή λοιπόν την άποψη ή σύζευξη του άνθρωπου με το άλογο σχήμα και ή μετατροπή των φυσικών λειτουργιών σε πάθη, οι δερμάτινοι χιτώνες, αποτελούν τη “δίκη” (τιμωρία) πού ή ίδια δικαιοσύνη της κτίσεως επιβάλλει στον άνθρωπο. Γι` αυτό το λόγο ζητώντας ό άνθρωπος την ηδονή βρίσκει την οδύνη, ζητώντας τη ζωή βρίσκει το θάνατο…
Ή τιμωρία αύτη, πού ή άτεγκτη δικαιοσύνη της κτίσεως επιβάλλει στον άνθρωπο, θα ήταν αιώνια, διδάσκει ό Καβάσιλας, αν δεν παρενέβαινε ή δικαιοσύνη-αγαθότητα του θεού να διορθώσει τη δικαιοσύνη της κτίσεως μετατρέποντας φιλάνθρωπο κατά τρόπον εσωτερικό τη “δίκη” σε “φάρμακο” γιατρεύοντας έτσι το “τραύμα” και τιμωρώντας καταλύοντας την “υβριν” πού είναι ή αμαρτία. “Πληγή δε και οδύνη και θάνατος εξ αρχής κατά της αμαρτίας έπενοήθη… Διά τούτο μετά την αμαρτία ευθύς τον θάνατον και την οδύνην συνεχώρησεν ό Θεός, ου δίκην ήμαρτηκότι μάλλον επάγων ή φάρμακον νενοσηκότι παρέχων”.
Συνδέοντας εύστοχα ό ίδιος θεολόγος την όλη μεταπτωτικής κατάσταση της οδύνης με τούς δερμάτινους χιτώνες, με τούς όποιους έντυσε ό Θεός τούς γυμνούς πρωτοπλάστους παρατηρεί τα έξης:
“Αν οι δερμάτινοι χιτώνες είναι αποτέλεσμα της φυσικής διαδικασίας, μέσα από την οποία ό αμαρτωλός καταντά στη σύζευξη με το άλογο σχήμα και την επακόλουθη περιβολή νεκρών δερμάτων, πώς γίνεται να περιβάλλει ό Θεός τον πεπτωκότα με τα δέρματα αυτά; Στην αντίθεση αυτή κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια πού αξίζει να διερευνηθή.
Είδαμε ότι κεντρικό περιεχόμενο των δερματίνων χιτώνων είναι ή νεκρότητα, ή μετατροπή της ζωής σε επιβίωση. Αυτό αποτελεί όντως φυσιολογικό αποτέλεσμα της αμαρτίας, δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Ό Θεός δεν δημιουργεί το κακό, αλλά ό Θεός ανέχεται (δηλαδή αποδέχεται συγκαταβατικά, κρατά, υποβαστάζει) μέσα στην άπειρη αγάπη του και τη νέα αυτή κατάσταση και τη μετατρέπει σε ευλογία. Μεταβάλλει ότι είναι αποτέλεσμα άρνησης και κατά συνέπεια αρνητικό σε σχετικά θετικό. “Ότι και τοις γινομένοις κακοίς αγαθοπρεπώς κέχρηται ό Θεός προς διόρθωσιν ημών”. Το κακό πού δεν είναι από μόνο του “ούτε ον” ούτε, πολύ περισσότερο, “όντων ποιητικόν”, κάτω από την καταλυτική και αναστοιχειωτική των πάντων αγάπη του Αγαθού μπορεί να γίνει κατά τη συγκλονιστική έκφραση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου “και ον και αγαθόν και αγαθών ποιητικόν”.
Έτσι ό παντοδύναμος Θεός χρησιμοποιεί τη νέα κατάσταση ως έναν από τους πολλούς δρόμους πού γνωρίζει ή φιλεύσπλαχνη και πολυποίκιλη σοφία του για να οδηγήσει την ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο καλό, στον Χριστό, ό όποιος θα πραγματοποιήσει με καινούργιο παραδοξότερο και θεοπρεπέστερο τρόπο τον αρχικό προορισμό πού, κάνοντας κακή χρήση των φυσικών του δυνάμεων, δεν πραγματοποίησε ό Αδάμ. Και προσφέρει αυτή τη σχετικά θετική κατάσταση των δερματίνων χιτώνων ως δεύτερη ευλογία στον αυτοεξόριστο άνθρωπο, την πρόσθετη δεύτερη φύση στη φύση του, για να μπορέσει κάνοντας σωστή χρήση της να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει τον αρχικό του προορισμό εν Χριστώ- “Ο γάρ χιτών των έξωθεν ημίν επιβαλλομένων εστί, προς καιρόν την έαυτού χρήσιν παρέχων τώ σώματι ού συμπεφυκώς τη φύσει. Ούκουν εκ της άλογου φύσεως ή νεκρότης οικονομικώς περιετέθη τη εις άθανασίαν κτισθείση φύσει”.
Τί είναι η οδύνη;
Για να κατανοήσουμε κάπως πιο καλά την οδύνη, τον πόνο, τη θλίψη και όλα τα όμόστοιχα και παράγωγα τους, θα μάς βοηθήσουν, νομίζουμε, έκτος από όσα αναφέρθηκαν ήδη πιο πάνω και όσα θα προστεθούν στη συνέχεια.
Ό όσιος Θαλάσσιος παρατηρεί ότι (γενικά λύπη είναι ή στέρηση ηδονής είτε κατά Θεόν έννοηθή αυτή είτε κατά κόσμον, κοσμικά).
Τον ίδιο αρνητικό προσδιορισμό της λύπης εκφράζει και ό άγιος Μάξιμος:. (Κατά τη γνώμη μου λύπη είναι ή διάθεση πού προκύπτει από τη στέρηση ηδονών. Και στέρηση ηδονών σημαίνει ερχομό επανωτών πόνων).
Εκείνο πού δημιουργεί οδύνη κατά τούς δύο Πατέρες είναι ή στέρηση ηδονής. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πώς αναγκαστικά όπου δεν υπάρχει ηδονή υπάρχει πόνος. Σημαίνει πώς όταν υπάρχει ή δυνατότητα ηδονής και αυτή αναζητιέται, αλλά διάφορα γεγονότα και συνθήκες και όποιοι άλλοι σχετικοί παράγοντες δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της, τότε γεννιέται στην ψυχή ή οδύνη ως δυσάρεστη κατάσταση.
Σε πιο λεπτομερή ανάλυση της οδύνης πού κάνει ο άγιος Μάξιμος μάς εξηγεί τη λειτουργία του πόνου στην ύπαρξη ως έξης:
Ό πόνος είναι σαφώς έλλειψη ή υποχώρηση φυσικής έξεως και μόνιμης συνήθειας.
Έλλειψη της φυσικής συνήθειας αποτελεί πάθος, δηλαδή πάθημα, της φυσικής δυνάμεως πού υπόκειται στη φυσική έξη.
Το πάθος (πάθημα) αυτό της φυσικής δυνάμεως είναι ο τρόπος ενέργειας πού γίνεται κατά παράχρηση, όχι σωστή και πρεπούμενη χρήση, της φυσικής ενέργειας. Και, τέλος,
Παράχρηση της φυσικής ενέργειας είναι ή κίνηση πού είναι ασύμφωνη με ότι φυσικό και πού αποτελεί ήδη καθεστώς.
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή της εσωτερικής διαδικασίας πού δημιουργεί στον άνθρωπο τον πόνο, έχουμε τα παρακάτω δεδομένα.
Βασικά στη φύση του άνθρωπου υπάρχει ή δυνατότητα κινήσεως. Ή κίνηση αυτή μπορεί να είναι “κατά φύσιν”, τέτοια δηλαδή πού να εξυπηρετεί τη φύση σύμφωνα με το βασικό σκοπό πού γι’ αυτόν υπάρχει ή φύση. Μπορεί όμως ή κίνηση να είναι και “παρά φύσιν”. Ή “παρά φύσιν” αυτή κίνηση αποτελεί “παράχρησιν”, όχι σωστή δηλαδή χρήση του τρόπου, με τον όποιο δημιουργείται αυτή ή κίνηση. Τότε ή κίνηση αυτή είναι αφύσικη, αντίθετη προς τον κανονικό τρόπο, με τον όποιο λειτουργεί σωστά και κατά σκοπό, αντίθετη προς “το πεφυκός και υφιστάμενον”, πού υπήρχε πρίν.
Ή παραφυσική αυτή κίνηση αποτελεί εκβιασμό της φυσικής λειτουργίας της δυνάμεως πού προκαλεί την κίνηση. Ήδη ή λειτουργία αυτή γίνεται έξη στη φύση, μια κανονικά δηλαδή επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Ό βιασμός της λειτουργίας της δυνάμεως αυτής αποτελεί πια πάθος, κάτι πού παθαίνει, πού υφίσταται ή δύναμη αυτή και ή έκτική δύναμη γίνεται αρνητική. Αποτελεί συνεπώς ανώμαλη λειτουργία της. Το πάθος-πάθημα αυτό δεν είναι παρά ελάττωμα και αρρώστια και πάθηση της φυσικής έξεως. Από τέλεια δηλαδή ή φυσική έκτική δύναμη, ή δύναμη της φύσεως να αποκτά έξεις και συνήθειες, στον τρόπο της λειτουργίας της γίνεται πλημμελής και ελαττωματική. Ή ελαττωματικότητα αύτη ή, έστω, ή υποχώρηση της κανονικής λειτουργικότητος της φύσεως στο σημείο αυτό προκαλεί το αίσθημα του πόνου.
Ή παραπάνω ανάλυση είναι προφανώς πολύ θεωρητική και αφηρημένη και γι’ αυτό και δυσνόητη ίσως. Για να γίνει πιο αντιληπτό το περιεχόμενο της είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε ένα απτό παράδειγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη φυσική κίνηση ικανοποιήσεως της ανάγκης να πιούμε νερό.
Ή κατά φύσιν κίνηση είναι να πάρουμε νερό και να ικανοποιήσουμε τη δίψα μας. Αν όμως πάρουμε αντί για νερό οινόπνευμα, τότε ή κίνηση αυτή γίνεται παρά φύσιν γιατί δεν είμαστε καμωμένοι να πίνουμε οινόπνευμα. Ή κίνηση μας αυτή γίνεται κίνηση “κατά παράχρησιν”, όχι δηλαδή σωστά και σύμφωνα με το φυσικό τρόπο πού θα έπρεπε να γίνει ή κίνηση αυτή. Είναι αντίθετη με άλλα λόγια προς ότι θα αποτελούσε τον κανονικό τρόπο κινήσεως για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης να πιούμε νερό.
Ή αντίθετη προς τη φύση κίνηση αυτή, να πάρουμε οινόπνευμα αντί για νερό, αποτελεί εκβιασμό της φυσικής λειτουργίας της δυνάμεως πού προκαλεί την κίνηση αυτή. Ή δύναμη μας κινεί να πάρουμε νερό. Εμείς την εκβιάζουμε και παίρνουμε οινόπνευμα. Ή παραφυσική αυτή λειτουργία να παίρνουμε οινόπνευμα, επαναλαμβανόμενη συχνά γίνεται έξη, συνήθεια.
Έτσι ό βιασμός της φυσικής λειτουργίας πού γίνεται για να παίρνουμε αντί για νερό, όταν διψούμε, οινόπνευμα αποτελεί, αφού επαναλαμβάνεται συχνά, αυτό πού λέμε πάθος, κάτι δηλαδή πού παθαίνει και υφίσταται ή έκτική δύναμη της φύσεως. Το πάθος όμως του να πίνουμε οινόπνευμα αντί για νερό αποτελεί ελαττωματικότητα της φυσικής έξεως και αρρώστια της. Ή έκτική δύναμη, άρρωστη πια, αντί να μάς σπρώχνει να παίρνουμε νερό πού πράγματι χρειάζεται ή φύση μας, μάς σπρώχνει τώρα να παίρνουμε οινόπνευμα πού δεν χρειαζόμαστε, αλλά μάς έγινε τώρα αναγκαίο, πιο αναγκαίο και από το νερό. Ή υποχώρηση τώρα της φυσικής έξεως και ή αντικατάσταση της από την καινούργια έξη, το πάθος του πιοτού στην περίπτωση μας, έχει ως εκδήλωση τελική τον πόνο πού έδώ εκφράζεται ως αλκοολισμός και αρρώστια του οργανισμού, ή όποια θα τον οδηγήσει τελικά στο θάνατο, την ύψιστη μορφή οδύνης και πόνου.