α) Κατάλυση «εις πάντα»,
β) κατάλυση αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων,
γ) κατάλυση «ιχθύος» και
δ) κατάλυση «οίνου και ελαίου».
Η Νηστεία των Αγίων Αποστόλων αρχίζει από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων μέχρι και την 28η Ιουνίου. Συνήθως η νηστεία αυτή είναι πολύ μικρή. Καταλύουμε ψάρι, ενώ απέχουμε από κρέας, γαλακτερά και αυγά. Ψάρι τρώμε, αν θέλουμε, όλες τις ημέρες, εκτός φυσικά της Τετάρτης και της Παρασκευής κατά τις οποίες έχουμε νηστεία. Το ίδιο ισχύει (δηλαδή νηστεύουμε αυστηρά) και για την παραμονή της εορτής, εκτός κι αν συμπέσει Σάββατο ή Κυριακή. Ψάρι καταλύουμε και κατά την εορτή του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου (24 Ιουνίου), οποιαδήποτε ημέρα κι αν πέσει. Αν η εορτή των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου) πέσει ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, καταλύουμε μόνο ψάρι.[1]
- Αρχαιότερες νηστείες είναι εκείνη της Τετάρτης και της Παρασκευής, που φθάνει μέχρι την αποστολική εποχή.
Η νηστεία αυτή είναι αρχαιοπαράδοτος στην Εκκλησία μας. Πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει νηστεία μιάς εβδομάδος μετά την Πεντηκοστή. «Τη γαρ εβδομάδι μετά την αγίαν πεντηκοστήν ο λαός νηστεύσας εξήλθε περί το κοιμητήριον εύξασθαι» (εγράφη περί το 357). Αυτός μεν αναφέρει την νηστεία αυτή αμέσως μετά την Πεντηκοστή, αλλά το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών, το οποίο έχει γραφεί πενήντα περίπου έτη αργότερα και απηχεί αποστολοπαράδοτες εντολές και συνήθειες, την αναφέρουν μία εβδομάδα μετά την Πεντηκοστή, δηλαδή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων. «Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν, δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά και νηστεύσαι μετά την άνεσιν».
Όπως φαίνεται από το χωρίο των Αποστολικών Διαταγών, η περί ης ο λόγος νηστεία σχετιζόταν με την χαρμόσυνη περίοδο από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή, μετά την οποία έπρεπε να επέλθει κάποιας μορφής αντίδραση, ώστε να μετριασθεί η χαρμόσυνη διάθεση. Επειδή οι απόστολοι είχαν αρχίσει το κήρυγμα μετά την Πεντηκοστή, οι μετ’ αυτήν ημέρες ήσαν αφιερωμένες σ’ αυτούς. Γι’ αυτό και στις συριακές πηγές η νηστεία αυτή ονομαζόταν των Αγίων Αποστόλων αν και δεν είχε ακόμη εισαχθεί από τη Δύση στην Ανατολή η εορτή των Αγίων Αποστόλων τής 29ης Ιουνίου. Κατ’ αυτήν περίπου την περίοδο εισάγεται και η αρχικώς ολιγοήμερη νηστεία των Χριστουγέννων. Και οι δύο, κατ’ αφομοίωση τής νηστείας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γίνονται τεσσαρακονθήμερες αργότερα περίπου τον 6ο αι. από τους μοναχούς τής Συρίας και της Παλαιστίνης.
Πρώτη γραπτή αναφορά γι’ αυτές τις δύο νέες τεσσαρακοστές κάνει λόγο ο Άγ.Αναστάσιος ο Σιναϊτης, ηγούμενος τής Μονής τού Σινά κατά τον 7ο αι., έπειτα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος καθώς και ο Όσ.Θεόδωρος ο Στουδίτης (αμφότεροι αρχές 9ου αι.).
Η νηστεία όμως των Αγ.Αποστόλων δεν διατηρήθηκε ως τεσσαρακονθήμερος αλλά περιορίσθηκε. Η εορτή των Αγίων Αποστόλων, όπως προελέχθη, δεν υπήρχε αρχικώς στην Ανατολή. Όταν όμως εισήχθη, η νηστεία εκείνη εξελήφθη ως προπαρασκευαστική τής εορτή των. Γι’ αυτό και από τότε διαρκεί τόσες ημέρες όσες μεσολαβούν μεταξύ της εορτής των Αγίων Πάντων και της εορτής των Αγίων Αποστόλων, των οποίων ημερών ο αριθμός, ως γνωστόν κατ’ έτος είναι διαφορετικός, ανάλογα με την ημερομηνία, κατά την οποία θα εορτασθεί το Πάσχα, δεν υπερβαίνει όμως τις 30 ημέρες (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο).
Η τροποποίηση αυτή έγινε μεταξύ 7ου και 9ου αι. και κατ’ αρχάς πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τον 5ο αι. πρώτη δέχθηκε από τη Ρώμη την εορτή των Αγίων Αποστόλων τής 29ης Ιουνίου και της οποίας Εκκλησίας η σημασία ενισχύθηκε μετά την κατάκτηση των άλλων πατριαρχείων από τους Άραβες, ώστε το παράδειγμά της επέδρασε σε όλη την Ορθόδοξη Ανατολή.
Ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει ότι όπως κατά τη νηστεία τού Πάσχα έτσι και κατά την νηστεία των Χριστουγέννων, έτρωγαν μία φορά την ημέρα, την ενάτη ώρα (3μ.μ.) «διά την σμικρότητα των ημερών», ενώ κατά την νηστεία των Αποστόλων και τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, έτρωγαν δύο φορές, την ενάτη και νωρίς το βράδυ. Επιτρέπονταν περίπου οι τροφές, οι οποίες και σήμερα επιτρέπονται.
Αν κατά την νηστεία των Αποστόλων και των Χριστουγέννων συνέπιπτε εορτή, κατά την οποία δεν αναγινώσκονταν οι Ώρες, επιτρεπόταν να φάγουν ψάρι, τυρί και αυγά. Κατ’ αυτές τις εορτάσιμες ημέρες το μεσημεριανό γεύμα λαμβανόταν περί την έκτη ώρα (12μ.), το δε βραδυνό κατά την ίδια με τις υπόλοιπες περιόδους ώρα.
Προϊόντος του χρόνου όμως οι νηστείες αυτές (Χριστουγέννων και Αγίων Αποστόλων) επιβλήθηκαν σε τέτοια έκταση και ένταση, ώστε ίσχυσαν όχι μόνον για τους μοναχούς αλλά και για τους κληρικούς και λαϊκούς. Όμως αυτό έγινε μετά το τέλος τού 12ου αι. και τούτο εξαιτίας των μοναστηριακών κτητορικών τυπικών. Υπήρχαν δηλαδή Τυπικά διαφόρων Μοναστηριών, τα οποία είχαν συνταχθεί από τους ιδρυτές τους και εκεί αυτοί όριζαν την έκταση αλλά και την ποιότητα των δύο αυτών νηστειών και τις οποίες όφειλαν να τηρούν οι μοναχοί τους. Από εκεί άρχισαν να εισέρχονται, κυρίως λόγω ευσεβείας, και ανάμεσα στις τάξεις των κληρικών και λαϊκών. Βαθμηδόν επικράτησαν για όλους και έκτοτε τηρούνται από τους χριστιανούς μας.»[2]