(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Για τη γενεαλογία του Κυρίου και για την αγία Θεοτόκο
Για την αγία και υπερύμνητη αειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία στα προηγούμενα (κεφάλαια) εκθέσαμε με λεπτομέρειες και παρουσιάσαμε το σπουδαιότερο, ότι είναι και ονομάζεται κατεξοχήν και αληθινά Θεοτόκος· τώρα όμως θα συμπληρώσουμε τα υπόλοιπα.
Αυτή δηλαδή ήταν προορισμένη από την προαιώνια και προγνωστική βούληση του Θεού και με διάφορες προεικονίσεις και λόγια των προφητών προεικονίστηκε και προαναγγέλθηκε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος· και όταν ήλθε ο καθορισμένος καιρός, γεννήθηκε από τη γενιά του Δαβίδ σύμφωνα με τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί σ’ αυτόν. Διότι λέει, «ο Κύριος υποσχέθηκε στ’ αλήθεια στο Δαβίδ και δε θα αθετήσει την υπόσχεση· (είπε) από τον καρπό των απογόνων σου θα βάλω στο θρόνο σου».
Και αλλού λέει:
«μία φορά υποσχέθηκα στον εκλεκτό μου, δεν θα πω ψέματα στο Δαβίδ. Οι απόγονοί του θα διατηρηθούν στους αιώνες· ο θρόνος του θα λάμπει σαν τον ήλιο μπροστά μου, σαν τη σελήνη θα είναι στέρεος στους αιώνες και στον ουρανό θα υπάρχει αξιόπιστος μάρτυρας».
Και ο Ησαΐας λέει:
«Θα προέλθει ραβδί από τον Ιεσσαί και θα βγει ανθός από τη ρίζα του».
Ο Ματθαίος και ο Λουκάς, οι αξιόπιστοι ευαγγελιστές είπαν κατηγορηματικά ότι ο Ιωσήφ κατάγεται σίγουρα από τη φυλή του Δαβίδ. Αλλά, ενώ ο Ματθαίος αναφέρει ότι κατάγεται από το Δαβίδ μέσω του Σολομώντος, ο Λουκάς λέει από το Νάθαν. Τη γέννηση όμως της αγίας Παρθένου και οι δύο την αποσιώπησαν.
Πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουμε ότι δεν συνήθιζαν οι Εβραίοι ούτε η Αγία Γραφή να γενεαλογούν γυναίκες. Υπήρχε νόμος να μη μνηστεύεται η μία φυλή από την άλλη. Ο Ιωσήφ πάλι, εφόσον καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ, όντας δίκαιος (διότι αυτό βεβαιώνει γι’ αυτόν το ιερό Ευαγγέλιο), δεν θα μνηστευόταν παράνομα την αγία Παρθένο,
παρά μόνον αν καταγόταν από την ίδια βασιλική γενιά. Γι’ αυτό του ήταν αρκετό να δείξει την καταγωγή του Δαβίδ.
Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε και το εξής, ότι υπήρχε νόμος, όταν πέθαινε ένας άτεκνος άνδρας, ο αδελφός του να νυμφεύεται τη γυναίκα του πεθαμένου και να τεκνοποιεί για τον αδελφό του. Το παιδί που γεννιόταν ανήκε, σύμφωνα με τη φύση, στο δεύτερο (άνδρα), δηλαδή σ’ αυτόν που το γέννησε, ενώ, σύμφωνα με το νόμο, ανήκε σ’ αυτόν που είχε πεθάνει.
Από τη γενιά, λοιπόν, του Νάθαν, του υιού του Δαβίδ, ο Λευί γέννησε το Μελχί και τον Πάνθηρα· ο Πάνθηρας γέννησε αυτόν που ονομάσθηκε Βαρπάνθηρας. Αυτός ο Βαρπάνθηρας γέννησε τον Ιωακείμ· και ο Ιωακείμ γέννησε την αγία Θεοτόκο. Από τη γενιά πάλι του Σολομώντα, του γιου του Δαβίδ, ο Ματθάν πήρε γυναίκα, από την οποία γέννησε τον Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Ματθάν, ο Μελχί από τη φυλή του Νάθαν, γιος του Λευί, αδελφός του Πάνθηρα, νυμφεύθηκε τη γυναίκα του Ματθάν, τη μητέρα του Ιακώβ, και απ’ αυτήν απόκτησε τον Ηλεί.
Ήταν, λοιπόν δύο αδελφοί από την ίδια μητέρα, ο Ιακώβ και ο Ηλεί· ο Ιακώβ ήταν από τη φυλή του Σολομώντα, ενώ ο Ηλεί από τη φυλή του Νάθαν. Πέθανε και ο Ηλεί, από τη φυλή του Νάθαν, άτεκνος· και πήρε ο Ιακώβ, ο αδελφός του από τη φυλή του Σολομώντα, τη γυναίκα του (του Ηλεί) και τεκνοποίησε για λογαριασμό του αδελφού του και γέννησε τον Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ, δηλαδή, σύμφωνα με τη φύση είναι γιος του Ιακώβ από τη γενιά του Σολομώντα, ενώ σύμφωνα με το νόμο είναι γιος του Ηλεί από τη γενιά του Νάθαν. Ο Ιωακείμ λοιπόν πήρε για γυναίκα του τη σεμνή και αξιέπαινη Άννα. Και όπως ακριβώς η παλαιά Άννα, όντας στείρα, γέννησε το Σαμουήλ με προσευχή και υπόσχεση, έτσι και αυτή με προσευχή και υπόσχεση αποκτά τη Θεοτόκο με τη χάρη του Θεού, για να μη υπολείπεται και σ’ αυτό από καμιά ένδοξη προσωπικότητα.
Γεννά, λοιπόν, η χάρη (διότι αυτό σημαίνει το όνομα Άννα) την Κυρία (και αυτό σημαίνει το όνομα της Μαρίας· διότι πράγματι έγινε αληθινή Κυρία, καθώς έγινε μητέρα του Δημιουργού όλων των δημιουργημάτων).
Γεννιέται μάλιστα στο σπίτι του Ιωακείμ δίπλα στην Προβατική (κολυμβήθρα) και οδηγείται στο Ιερό (του Ναού του Σολομώντα). Έπειτα, με το να φυτευθεί στον οίκο του Θεού και να ευδοκιμήσει με το Πνεύμα, σαν πολυφορτωμένη ελιά, έγινε το σκεύος κάθε αρετής· απομάκρυνε το νου της από κάθε βιωτική και σαρκική επιθυμία, και έτσι διατήρησε την ψυχή της μαζί με το σώμα παρθένο, όπως έπρεπε, καθώς επρόκειτο στο μέλλον να εγκολπωθεί το Θεό· διότι, αυτός που είναι άγιος επαναπαύεται στους αγίους.
Έτσι, λοιπόν, αποκτά αγιοσύνη και αναδεικνύεται ναός άγιος και θαυμαστός του ύψιστου Θεού.
Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως», απόδοση στην νέα ελληνική, Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης (νυν Μητροπολίτης Δράμας).
ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr