Είναι γεγονός πως οι άγιοι Γέροντες παραμένουν εσαεί οι φωτεινοί στύλοι της πίστεώς μας και οι αταλάντευτοι μάρτυρες του Ευαγγελίου, εφόσον είναι παντοιοτρόπως οι συνεχιστές του Σταυρού και της Αναστάσεως του Θεανθρώπου, οι καθηγητές τών μετά κόπου αναβαινόντων εις τον ουρανόν ζητητών του Θεού…
Οι άγιοι Γέροντες του αιώνος μας προεκτείνουν και στις ημέρες μας, ως δοχεία της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, όλα εκείνα τα σπουδαία και τέλεια των μεγάλων ασκητών και αββάδων της ερήμου, αποδεικνύοντάς μας ότι τα θαύματα και θαυμάσια του Υψίστου δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος, αλλά αγώνισμα εις το διηνεκές, Κλίμαξ Ιακώβ, ενώνουσα τη γή με τον ουρανό.
Αν η αγιότητα είναι ο ύστατος σκοπός της εν Χριστώ παιδείας και οικοδομής, τότε, μέσω των χαρισμάτων και των υψηλών μέτρων που ευδόκησε ο Θεός να εκφράσουν οι όσιες και άγιες αυτές ψυχές, ο άνθρωπος του σκληρού αιώνος που ζούμε μπορεί και αυτός να πάθει και να μάθει τα θεία, να ταπεινωθεί, να αναγεννηθεί και να κτισθεί κατά Θεόν.
Για ένα τέτοιο χαριτωμένο ανάστημα ο λόγος σήμερα, ο οποίος μαζί με όλους τους αγίους αποτελούν τη δόξα της Εκκλησίας, επειδή αυτοί κατ’ εξοχήν περισσότερο από κάθε άλλα μέλος της Εκκλησίας, με την εξαιρετική αγάπη τους στο Θεό, με την αφοσίωση που έδειξαν στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με την δια βίου προσπάθειά τους να καθαρθούν, ελεήθηκαν τόσο πολύ, χαριτώθηκαν τόσο πολύ, ώστε τα χαρίσματά τους να λειτουργούν για εμάς που ζούμε μετά από εκείνους. Εκείνοι βρίσκονται, ζούν, στην αγκαλιά του Θεού όπως λέμε. Για εμάς δε, που έχουμε χίλια δυό κι απέραντα προβλήματα και ατέλειωτα πάθη και δυσκολίες κι αδιέξοδα, οι άγιοι λειτουργούν πέρα από μεσίτες και ως παρηγορητές.
Βέβαια το να μιλήσει κανείς για τους διδασκάλους αυτούς της Ορθόδοξης αρετής και άθλησης δεν είναι καθόλου εύκολο. Το αντίθετο μάλιστα, χρειάζεται προσευχή και προπαντός ευσέβεια, όταν πρόκειται ν’ αγγίξει κανείς τα άγια, το μαρτύριο και την μαρτυρία τέτοιων αναστημάτων της Εκκλησίας. Είναι, λοιπόν, αδιαμφισβήτητο ότι οι άγιοι Γέροντες, κατά κανόνα, ζούν και εκφράζουν με έργα την ευχαριστιακή τους ένωση με το Θεό. Είναι οι αληθινοί εραστές του Θεού γι’ αυτό και στέκονται ως φωτεινοί οδοδείκτες στην πνευματική μας οδύσσεια και προσφέρουν τον λόγο τους, “αλάτι ηρτυμένο”, για την δική μας σωτηρία και εν Χριστώ ελευθερία.
Λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Εσσεξ.
Ο Γέροντας γεννήθηκε στη Μόσχα από Ρώσους γονείς το 1896. Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και επιδόθηκε στην ζωγραφική. Εκτός από τα πλούσια φυσικά χαρίσματα που είχε, ο Θεός τον προίκισε και με εξαιρετικά πνευματικά χαρίσματα από την αρχή της ζωής του.
Από μικρή ηλικία αφομοίωσε το Πνεύμα του ζώντος Θεού των Πατέρων του, (όπως μας αφηγείται ο π. Ζαχαρίας Ζαχάρου Ιερομόναχος και από νεαρά ηλικία στην συνοδεία του στο Μοναστήρι του Εσσεξ). Στήν νεότητά του ο Γέροντας Σωφρόνιος διακατείχετο από την δίψα του Απολύτου, και ασχολήθηκε σοβαρά με πολλά υπαρξιακά προβλήματα της εποχής και του περιβάλλοντός του. Οι έντονες μεταφυσικές αναζητήσεις του τον οδήγησαν στην οδυνηρή συναίσθηση του τραγικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στήν συνείδησή του υποτίμησε την ιδέα ότι το Απόλυτο μπορεί να περικλεισθεί στον ψυχισμό της ευαγγελικής εντολής της αγάπης και απομακρύνθηκε από την Χριστιανική οδό.
Η θεωρία των ανατολικών θρησκειών, σαν λογική λύση στο θλιβερό θέαμα των παθημάτων και του πόνου, είλκυσε τον Γέροντα και για οκτώ περίπου χρόνια ασκήθηκε στον υπερβατικό διαλογισμό της φιλοσοφικής αυτής πλάνης του υπερπροσωπικού Απόλυτου.
Την επιστροφή του στην Εκκλησία προκάλεσε το βιβλικό κείμενο της Σιναϊτικής αποκαλύψεως “Εγώ ειμί ο Ών”. Βοηθούμενος από την Χάρη του Θεού κατανόησε ότι το Απόλυτο και το Άναρχο Είναι, δεν είναι άλλο από τον προσωπικό Θεό, που αποκαλύφθηκε πρώτα στον Μωϋσή και “Επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν….εν τω Μονογενεί Υιώ του Θεού, δια Ιησού Χριστού”. Από την στιγμή εκείνη της προσωπικής συναντήσεώς του με τον όντως Όντα, δεν έπαυσε με άκρα έφεση να μυείται στο μυστήριο του αποκαλυφθέντος Θεού και να εμβαθύνει στις άπειρες διαστάσεις της Υποστάσεως του Χριστού, κατ΄εικόνα του Οποίου κτίσθηκε ο άνθρωπος.
Την πλάνη του στο απρόσωπο και φανταζόμενο Απόλυτο του ινδικού τύπου θρήνησε με πένθος ακραίας έντασης επί δεκάδες χρόνια, θεωρώντας την ως πτώση όμοια με εκείνη του Αδάμ, και ως αυτοκτονία σε μεταφυσικό επίπεδο. Στό έργο του “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί”, που είναι η πνευματική αυτοβιογραφία του, περιγράφει, πώς ο ίδιος έζησε τη μετάνοιά του.
Το 1925 – μετά από μικρή περίοδο σπουδών στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι – μετέβη στο Άγιον Όρος στον Άθωνα, όπου μόνασε συνολικά 22 χρόνια. Πρώτα εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, όπου δέχθηκε την μεγαλύτερη δωρεά της ζωής του. Γνωρίσθηκε και συνδέθηκε πνευματικά με τον άγιο Σιλουανό, (1866 – 1938), στο πρόσωπο του οποίου γνώρισε τις αυθεντικές διαστάσεις της χριστιανικής ζωής.
Έμεινε κοντά στον Άγιο ως το τέλος της ζωής του αγίου, κι έπειτα, αφού πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και των Γερόντων της Μονής, αποσύρθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους. Από εκεί διακονούσε ως πνευματικός των Ιερών Μονών Αγίου Παύλου, Οσίου Γρηγορίου, Οσίου Σίμωνος Πέτρας, Οσίου Ξενοφώντος και πολλών άλλων κελλιών και Σκητών.
Το 1947 έφυγε στην Γαλλία και το 1948 εξέδωσε τα χειρόγραφα, που του εμπιστεύθηκε ο άγιος Σιλουανός πριν τον θάνατό του, προσθέτοντας μερικά βιογραφικά στοιχεία του και εκτενή ανάλυση της διδασκαλίας του.
Το 1959 ίδρυσε την Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας, όπου κοιμήθηκε εν Κυρίω την 11η Ιουλίου 1993.
Η όλη Προσωπικότητα του Οσίου Γέροντος
Ως πνευματικό φαινόμενο, ο Γέροντας αποτελεί σημείο του Θεού για την γενιά του. Έζησε την τραγωδία, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις του πολυτάραχου εικοστού αιώνα, και με την ζωή, την προσευχή και τον λόγο του, έδωσε απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα των συγχρόνων του. Την παραπλάνησή του στην απρόσωπη θεωρία των ανατολικών θρησκειών στην νεότητά του, θεώρησε ως αποστασία και έγκλημα εναντίον της αγάπης του Θεού των Πατέρων του. Αυτό, βέβαια, έγινε αφετηρία για ακατάπαυστη, βαθιά και απαράκλητη μετάνοια. Με την χαρισματική απόγνωση στη μετάνοια, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, πέτυχε να ελευθερωθεί τελείως από τα δεσμά του παλαιού ανθρώπου, και απαθής να εντρυφήσει στην θεωρία του ακτίστου Φωτός του Προσώπου του Χριστού. Τότε ο Γέροντας κατανόησε τον πνευματικό “τόπο” του ανθρωπίνου προσώπου με θεανθρώπινο πλήρωμα. Είδε, δηλαδή, τις δύο μεγάλες εντολές της αγάπης να αποβαίνουν νόμος ολοκλήρου του είναι του, και η μεν πρώτη να εκδηλώνεται με τον ακράτητο πόθο για τον Θεό μέχρι αυτομίσους, η δε δεύτερη με την προσευχή υπέρ του κόσμου μέχρι μεγάλων δακρύων. Στην προσευχή αυτή καταπονήθηκε δεκάδες χρόνια.
Έχοντας ο Γέροντας την εμπειρία αυτή του προσώπου, αποκλειστικού χαρίσματος του Χριστιανισμού και γνωρίζοντας από μέσα το περιεχόμενο των ινδικών θρησκευμάτων, αποδείχθηκε ανεκτίμητος απολογητής του ορθοδόξου ησυχαστικού βιώματος μέσα στο συγκρητιστικό πνεύμα και τις προκλήσεις της εποχής του. Κατόρθωσε με επιβλητική και αναντίρρητη αυθεντία να διακρίνει τη διαφορά των θεωριών των δύο ασκητισμών του ινδικού και του χριστιανικού, που τόσο απέχουν μεταξύ τους, όσο το κτιστό από το άκτιστο.
Αντέταξε στην επί μεταφυσικού επιπέδου αυτοκτονία, στην οποία οδηγεί ο υπερβατικός διαλογισμός, την ζωηφόρο και ασύγκριτη πείρα της συναντήσεως και ενώσεως με τον προσωπικό Θεό της Αγίας Γραφής.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος απέκτησε τέτοια πίστη και ευλάβεια προς τον άγιο Σιλουανό, στον οποίο διηγήθηκε την ζωή του. Εμπιστεύθηκε σε αυτόν τον αποκαλυπτικό λόγο του Χριστού “κράτει τον νούν σου εις τον άδην και μη απελπίζου”, που απετέλεσε σταθμό στον πνευματικό του αγώνα, και με την δύναμη του οποίου διασώθηκε από κάθε δαιμονική προσβολή και καθαρίστηκε από τους λογισμούς της υπερηφάνειας.
Προικίστηκε με πολλά και μεγάλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα δημιουργούσε ο λόγος του Θεού, που άρπαζε με την προσευχή του και κυοφορούσε ενεργά στην καρδιά του. Προσευχόταν ώρες πολλές και με ένταση για τους πάσχοντες και χαιρόταν ακόμη περισσότερο και από το θαύμα, όταν ο λόγος και η προσευχή του μεταποιούσαν την καρδιά τους. Αγωνιζόταν να μειώσει τον πόνο τους, αλλά κοπίαζε και δαπανάτο μέχρι τέλους να διακονήσει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο θαύμα της πρόσκαιρης ύπαρξης: Τήν ένωση του ανθρώπινου Είναι, με το Πνεύμα του ζώντος και αιωνίου Θεού.
Είχε το χάρισμα της μετανοίας και γνώριζε επίσης τις αλλοιώσεις και τα ενεργήματα της νοεράς προσευχής. Ήταν μαθητευμένος στον ανακαινιστικό λόγο του Χριστού και αφομοιωμένος στην μαρτυρική Ιερωσύνη Του. Αγαπούσε με πάθος ( όπως εκτενώς θα ιδούμε παρακάτω), τη θεία Λειτουργία και βεβαίωνε ότι η ορθή τέλεσή της αφήνει τους ίδιους καρπούς χάριτος στο επίπεδο της προσευχής, όπως η ησυχαστική προσευχή της ερήμου.
Όταν αισθάνθηκε το τέλος του να εγγίζει, είπε: “Ολα τα έχω πεί στον Θεό. Τελείωσα ο,τι είχα να κάνω. Τώρα πρέπει να φύγω”. Τότε με ταπεινή τόλμη έγραψε θερμό γράμμα στον Οικουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαίο ευχαριστώντας τον από καρδιάς για όλη την εύνοια που έδειξε στην Ιερή Μονή του. Εξέφρασε βαθιά ευγνωμοσύνη και παρακάλεσε τον Πατριάρχη να υπερασπίσει και να προστατέψει το μοναστήρι. Στό τέλος της επιστολής ζητά την ευλογία του Επισκόπου του, για να απέλθει “προς το ποθούμενο Φώς της του Χριστού Αναστάσεως”.
Ο Γέροντας κοιμήθηκε εν ειρήνη και αναπαύθηκε εν Κυρίω, αλλά συνεχίζει να υπηρετεί με το λόγο του και τις πρεσβείες του το θαύμα που αγάπησε η ψυχή του: Την αναγέννηση των πιστών και την πλούσια είσοδό τους στην αιώνια Βασιλεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Από τα έργα του που ήδη εκδόθηκαν και κυκλοφορούν τα κυριώτερα είναι:
1. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 2. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί 3. Περί Προσευχής 4. Περί Πνεύματος και ζωής, 5. Άσκηση και θεωρία, 6. His Life is Mine.
Όποιος γνώρισε τον Γέροντα Σωφρόνιο μέσα από την θεολογική παρακαταθήκη που άφησε σε όλα τά έργα του, πολύ δε περισσότερο όποιος τον συνάντησε και συνομίλησε μαζί του, τότε θα διαπίστωσε ότι αξιώθηκε να δεί στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο εν Χριστώ και ότι ακόμη διάβασε, είδε ή άκουσε ή και γεύθηκε λόγο ζωής, οσμή αθανασίας.
Και αυτό το λέγω, διότι ξέρουμε πως αυτό που χαρακτηρίζει τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και τους ξεχωρίζει από μερικούς αγίους Ιερομονάχους και μοναχούς είναι ότι είχαν προσωπική πείρα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, είχαν σπουδαία διανοητικά χαρίσματα, “χωρητικότητα νοός” και ακόμη είχαν αποκτήσει την παιδεία της εποχής τους και μπόρεσαν έτσι, αφ’ ενός μέν να καταγράψουν αυτήν την εμπειρία, αφ’ ετέρου δε να αντιμετωπίσουν τους ποικιλώνυμους αιρετικούς της εποχής τους.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος και η Θεία Λειτουργία
Δεν είναι δυνατόν να ομιλήσει κανείς σε μία σύναξη μερικών λεπτών για την όλη προσωπικότητα και την θεολογία του Οσίου αυτού Πατρός. Απλά θα αρκεστούμε σε αυτήν την παρουσίαση με τις θεολογικές συμβουλές αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες για την θεία λειτουργία, κάτι που είναι τόσο πολύτιμο για όλους μας κληρικούς και λαϊκούς.
Οταν προσηύχετο ιδιαίτερα κατά την θεία λειτουργία συνέπασχε για όλους τους ανθρώπους που ήταν χωρισμένοι από τον Θεό. Ζώντας στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, βίωνε όλη την οδύνη της ανθρωπότητας και προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους με κλαυθμό, όπως προσευχόταν και για την δική του πτώση. Σε αυτό συνέβαλε και η εμπειρία του από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και την Ρωσική επανάσταση. Όπως γράφει, “δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου”. Έτσι αισθανόταν την κοινωνία με τον κόσμο, έστω κι αν ζούσε στην πλέον απομονωμένη έρημο. Γι αυτό γράφει:
“Κατ’ εκείνους τους χρόνους έζων την Λειτουργίαν αναμιμνησκόμενος του Χριστού προσευχομένου εν Γεσθημανή και αποθνήσκοντος επί του Γολγοθά. Ευρισκόμην εν απογνώσει, διηνοίχθησαν εις εμέ αι διαστάσεις της Πρώτης Πτώσεως του Ανθρώπου. Δεν γνωρίζω πώς επέζησα”. ( Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ.170).
Αυτή η φράση “Πώς επέζησα”, δείχνει την ένταση της προσευχής του Γέροντος για όλη την ανθρωπότητα, που τον οδηγούσε σε παράφορη προσευχή, σε θρήνο για όλο τον κόσμο, ο οποίος θρήνος – κλαυθμός τάραζε και τα οστά του και όλη του την ύπαρξη.
Μία τέτοια διάπυρη προσευχή είναι ιερουργία για όλο τον κόσμο. Ο προσευχόμενος γίνεται, με την γενική έννοια του όρου, ένας Ιερεύς που διαθέτει την πνευματική Ιερωσύνη, δηλαδή την προσευχή για όλους τους ανθρώπους. Όμως, ο ίδιος έγινε και Ιερεύς, με την ειδική έννοια του όρου, δηλαδή έλαβε το χάρισμα της Ιερωσύνης και τελούσε την θεία Λειτουργία μέσα στο “πνεύμα” της προσευχής για όλο τον κόσμο. Έτσι έλεγε ότι η θεία Λειτουργία ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου για τα παθήματα όλων των ανθρώπων. Η ψυχή του βυθιζόταν στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων.
Κάνει λόγο για το ότι, όταν τελούσε την θεία Λειτουργία στην έρημο μόνος του με την βοήθεια ενός μοναχού που τον βοηθούσε στην ψαλμωδία και βρισκόταν στον τύπο του λαού, (ο Μοναχός), είχε βαθυτάτη συνείδηση της παρουσίας όλων των ανθρώπων και ότι κάθε θεία Λειτουργία είναι ένα παγκόσμιο γεγονός.
Εάν κάθε Χριστιανός που συμμετέχει στην θεία Λειτουργία έχει την δυνατότητα να βιώσει τις οδύνες όλων των ανθρώπων καί να προσευχηθεί γι’ αυτούς, αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει με τον Ιερουργούντα Κληρικό. Μέσα από το πρίσμα αυτό ο Γέροντας Σωφρόνιος ψηλαφούσε την αιώνια Αρχιερωσύνη του Χριστού και σεβόταν αυτό το μεγάλο χάρισμα. Ευγνωμονούσε τον Θεό για την “ευλογία της Ιερωσύνης” που έλαβε και παρά το ότι δεν είχε κάποιο κώλυμα της ιερωσύνης “εν τούτοις, εν πνεύματι ησθανόμην εαυτόν άξιον μόνον της καταδίκης εις το σκότος το εξώτερον. Ο Θεός όμως εποίθησες μετ’ εμού το εναντίον. Όσον μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην” (Οψόμεθα…σελ.353).
Μια τέτοια νοερά και καθαρή προσευχή και μια προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, μερικές φορές, σε στιγμές που ο άνθρωπος δεν το περιμένει, τον οδηγεί στην θέα του ακτίστου Φωτός. Καί τέτοιες εμπειρίες που είναι σπάνιες στην πλειονότητα των ανθρώπων, είχε πολλές ο Γέροντας Σωφρόνιος, ακριβώς γιατί η προσευχή του γινόταν μέσα στην προοπτική του θείου Φωτός.
Στα τροπάρια της Εκκλησίας και την όλη παράδοσή της ο Θεός υμνείται ως Φώς και μάλιστα ως τρισήλιο Φώς. Δεν συμβαίνει αυτό επειδή απλά και μόνο το είπε ο Χριστός. “ Εγώ ειμί το Φώς…της ζωής” (Ιω. Η΄, 12 – 13), αλλά κυρίως γιατί, όσοι αξιώθηκαν να δούν τον Θεό εν τη δόξη Αυτού, Τον είδαν ως Φώς. Αυτό το φώς είναι άκτιστο και λέγεται και δόξα του Θεού, και εκείνος που αξιώνεται αυτής της εμπειρίας λέγεται δοξασμένος.
Οι άγιοι, όταν φθάνουν σε κατάσταση θεώσεως, βλέπουν την ενέργεια του Θεού ως Φώς. Μεταμορφώνονται και βλέπουν την δόξα του Θεού. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά οι θεούμενοι βλέπουν το Φώς, αφού λάβουν οφθαλμούς τους οποίους δεν είχαν προηγουμένως. Το Φώς αυτό γίνεται καταληπτό με τους οφθαλμούς, οι οποίοι όμως έγιναν υπεράνω των φυσικών ματιών και αντιλαμβάνονται το πνευματικό φώς με πνευματική δύναμη. Οι σωματικές, δηλαδή, αισθήσεις μεταμορφώνονται από την Χάρη του Θεού και βλέπουν το άκτιστο Φώς.
Ο Γέροντας έδινε μεγάλη σημασία στη θεία Λειτουργία. Μάλιστα τη λειτουργική προσευχή την ονόμαζε υποστατική προσευχή. Την προσευχή που ανήκει στον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, ως πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Μέσα στην θεία Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει όλη τη ζωή του Χριστού, να ζήσει το Χριστό. Θεωρούσε, ότι στις ημέρες μας στη θ. Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να βρεί το πάν. Και ότι, όταν τελείται με προσοχή, έχει μέσα της όλη την χάρη του Θεού. Εφ’ όσον είναι ο Χριστός που τελεί στην ουσία τη θ. Λειτουργία, όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και όλος ο ουρανός.
Έτσι, υποστήριζε ότι επειδή στις ημέρες μας που σχεδόν έχουν εκλείψει οι συνθήκες για την ησυχαστική προσευχή το μόνο που μας έμεινε είναι η θ. Λειτουργία, γι’ αυτό πρέπει να την τελέσουμε όπως πρέπει για να βρούμε το πλήρωμα της χάριτος, της σωτηρίας.
Αφηγήθηκε ο Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ζαχάρου μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Εσσεξ, σχετικά με τον Γέροντα Σωφρόνιο, στην θεολογική του διδασκαλία για την θ. Λειτουργία. «…Πάντοτε ο νούς του ήταν αιχμαλωτισμένος από την εικόνα του Ιησού Χριστού ανεβαίνοντας τον Γολγοθά. Πώς αυτός ο άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, στις μέρες της σαρκός Του ανέβαινε στο Γολγοθά, φέροντάς τον όλον μέσα Του. Προσευχόμενος για όλον τον Αδάμ. Γι αυτό και όταν αναστήθηκε ανέστησε μαζί Του και όλο το περιεχόμενο που τον συνόδευσε στον τάφο. Όπως ψάλλουμε Παγγενή τον Αδάμ.” Έτσι έλεγε, κι εμείς στη θ. Λειτουργία όταν λέμε στό Θεό “τα σά εκ των σών σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα” αργότερα, όταν ο Θεός θα απαντήσει μέσα στη θ. Λειτουργία “τα άγια τοις αγίοις” εκείνα που φέραμε μπροστά στο Θεό, μέσα στην καρδιά μας, όλα τα αιτήματα, όλη την πίστη, όλη την αγάπη, θα τα δεχθεί, θα τα αγιάσει, θα τα ευλογήσει και όσα φέρει ο ιερέας μέσα στην καρδιά του, κι όχι μόνο ο ιερέας αλλά και οι πιστοί. Αν ο ιερέας που τελεί τη θ. Λειτουργία και οι πιστοί μέσα σ’ αυτήν προσφέρουν τα δώρα τους με προσευχή, τότε θα απλώσει την ευλογία του ο Θεός πάνω σε όλο τον κόσμο δι αυτής της πράξης της θ. Λειτουργίας». Έτσι η ανθρωπότης θα γίνει έθνος άγιον. Θα λειτουργηθεί. Έθνος άγιον βέβαια θάναι όσοι είναι βαπτισμένοι και λειτουργούν στη χάρη του βαπτίσματος, το έθνος το άγιον, ο περιούσιος λαός, όπως λέγει ο Απόστολος Πέτρος. Ωστόσο, όταν δεχτούν οι άνθρωποι το Ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού, τότε θα γίνουν έθνος άγιον.
Περισσότερο ο Γέροντας επέμενε στην προσευχή της μετανοίας. Ο άνθρωπος να προσεύχεται στη θ. Λειτουργία όπως μας διδάσκουν οι προσευχές που διαβάζουμε πριν τη θεία Ευχαριστία, οι οποίες είναι προσευχές μετανοίας, προσευχές που δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος ψυχικά. Δηλαδή, είμαστε όλοι πεσμένοι, είμαστε όλοι κατά συνέπεια ψυχικά άρρωστοι και έχουμε ανάγκη της θεραπείας. Και είναι η χάρις του Θεού που θεραπεύει τα τραύματα της αμαρτίας. Επομένως, άν θέλουμε να βρούμε χάρη και έλεος από την θ. Λειτουργία, θα τα βρούμε κατά το μέτρο που προσφέραμε προσευχή μετανοίας.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος, θεωρούσε πώς όλη μας η ζωή οφείλει να είναι κατά τον τύπο της θ. Λειτουργίας. Δηλαδή. Όπως στη Λειτουργία βασίζουμε το Μυστήριο πάνω στον λόγο του Χριστού και καλούμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος με την προσευχή στον Ουράνιο Πατέρα παρακαλώντας ν’ αγιασθούν τα δώρα κι εμείς, έτσι πρέπει νάναι και όλη μας η ζωή. Να βασίζεται πάνω στον λόγο του Θεού και τη δέηση, την ικεσία. Τότε αγιάζεται ο άνθρωπος και μαζί του όλη η κτίση. Οι συμβουλές του και το παράδειγμα της ζωής του ήταν κυρίως η λειτουργική Προσευχή.
Αλλά τί εννοούσε ο όσιος γέροντας λειτουργική προσευχή?
Η Προσευχή αρχίζει οπόταν ευλογήσει ο Ιερέας λειτουργός στην αρχή, την Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, οπότε κατεβαίνουμε βαθμηδόν μέχρι των προσκαίρων βιοτικών αναγκών, για να ανεβούμε και πάλι δια της δοξολογίας (εδώ νοείται η πρώτη εκφώνηση μετά την μεγάλη εκτενή: “Οτι πρέπει Σοι πάσα δόξα…”), μέχρι του θρόνου του Θεού. Αυτή η ακατάπαυστη κίνηση – άλλοτε πρός τον Θεό, άλλοτε προς τον κόσμο – χαρακτηρίζει την ιερουργία μας.
Στη λειτουργική προσευχή σημειώνουμε ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος βλέπει στην πνευματική ουσία της μία “θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητος”, μία αιώνια θυσία αγάπης για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Έτσι η λειτουργική προσευχή αποκτά μια κοσμική διάσταση αφού συνιστά προσφορά υπέρ όλης της ανθρωπότητας. Η θεία Λειτουργία γίνεται ο χώρος συνάντησης των πάντων και κάθε τι ζωογονείται και μεταμορφώνεται από την άκτιστη τριαδική χάρη. Ο πιστός καλείται να ενωθεί με το Χριστό και να ζήσει στο πρόσωπό του τη φανέρωση του θεανθρώπινου Είναι. Συμμετέχοντας ο πιστός σε αυτήν, ζει την ελευθερία της καινής κτίσης, γεμίζοντας από τη χάρη της βασιλείας του Θεού, η οποία τον ελευθερώνει από τα αισθητά και τον μεταφέρει στα νοητά.
Κατά συνέπεια, η Εκκλησία συνεχίζει να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη πραγμάτωση του “κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν” στο επίπεδο της ανθρωπότητας. Σκοπός της είναι να χαράξει στη συνείδηση των συμμετεχόντων, κατά το δυνατόν πληρέστερον, το “έργο” του Χριστού επί της γης (πρβλ. Ιω.17,4), αφού άλλωστε στις αυθεντικές της διαστάσεις αναβιώνει όλη την Οικονομία του Χριστού. Καθήκον του λειτουργού είναι η αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο επανάληψη της «Θείας πράξεως της απολυτρώσεως του κόσμου, πρὸς εκπληρώσιν της εντολής του Χριστού: “Τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν”».
Στη θεολογική σκέψη του Γέροντα Σωφρονίου το στοιχείο της ιστορικής ανάμνησης είναι παρόν, αφού η Λειτουργία αναδεικνύει την ορατή παρουσία της γεσθημανείου προσευχής του Κυρίου και του σταυρικού θανάτου στο Γολγοθά μέσα στην ιστορία της οικουμένης, ενώ παράλληλα χρόνος και αιωνιότητα συνυφαίνονται.
Ο πνευματικός πατέρας και λειτουργός, αλλά και οι πιστοί που μετέχουν στην ευχαριστιακή σύναξη, μαθαίνουν να ζουν σε δύο επίπεδα, το θείο και το ανθρώπινο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιδίου του Χριστού, δηλαδή “να διαμένουν πνεύματι εν τη Θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως να συμμετέχουν εις τα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης”. Έτσι δίνεται έμφαση στη θεώρηση της Λειτουργίας ως αδιάκοπης και αμοιβαίας “κίνησης” μεταξύ Θεού και κόσμου, συνιστώντας μία απόπειρα ενοποίησης των δύο αυτών οντολογικών σφαιρών και ως τέτοια συνεπάγεται μία επώδυνη διάρρηξη του “είναι” μας. Το εύρος λοιπόν της λειτουργικής προσευχής εκτείνεται από την ανάβαση στη θεία σφαίρα έως, όμως, και την οικτίρμονα κατάβαση στα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης.
Όπως ο Χριστός παρακάλεσε στον κήπο της Γεσθημανή υπέρ όλου του κόσμου, έτσι και ο λειτουργός θα πρέπει να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Χριστού, συγκεφαλαιώνοντας τον κόσμο δια της χριστομιμήτου προσευχής. Έτσι θα μπορέσει να νιώσει και να αφομοιώσει το γεγονός της άρσης απ’ το Χριστό των “ασθενειών ημών” (Ησ. 53,3 – 4). Ο μυστικός αυτός επωμισμός του πόνου της ανθρωπότητας είναι αναγκαίος προκειμένου να εξαλειφθούν οι αρνητικές δυνάμεις, δηλαδή οι συνέπειες της αμαρτίας εντός της ανθρωπότητας.
Πράγματι, ο ιερέας που βιώνει σε βάθος τη θεία Λειτουργία, εισδύει μέσα στο βαθύτατο πνεύμα της, που είναι το πνεύμα της κένωσης του Χριστού. Το υπόδειγμα της κένωσης του Χριστού (πρβλ. Ιω.13,15) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το Γέροντα Σωφρόνιο. Όπως ο Κύριος στον κήπο της Γεθσημανή είχε μπροστά Του το ποτήριο των θλίψεων και των αμαρτιών όλου του κόσμου και προσευχήθηκε “μετὰ κραυγής ισχυράς καί δακρύων”(Εβρ.5,7) για τη σωτηρία όλης της οικουμένης, έτσι και ο κληρικός αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, προσευχόμενος υπέρ όλου του κόσμου, για την ειρήνη και τη σωτηρία των πάντων. Κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας ανοίγεται η καρδιά του σε όλη την οικουμένη, συλλαμβάνει τους στεναγμούς της και ικετεύει γι’ αυτήν. Η εξάντληση που πάσχει είναι η κενωτική εμπειρία με την οποία θα μπορέσει να επεκταθεί πνευματικά και να γνωρίσει διαχρονικά τον κόσμο, αλλά και τον Υιό του Ανθρώπου στο θεανθρώπινο πλήρωμά Του. Μιμούμενος την κενωτική πορεία του Χριστού ο λειτουργός αλλά και κάθε πιστός, αυξάνει πνευματικά μέσω του πόνου και αποκτά “κοσμική και μετακοσμική αυτοσυνειδησία”.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γέροντας Σωφρόνιος ότι “ο κληρικός ολόκληρος – με την καρδιά, την ψυχή και το σώμα – πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτή την οδυνηρή για τον κόσμο προσευχή. Και όσο περισσότερο πονά, τόσο περισσότερο διαχέεται η θεραπευτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, με την προσευχή του”. Πράγματι, ο ιερέας όταν τελεί τη θεία Λειτουργία πρέπει να έχει βαθιά στη συνείδησή του ότι είναι μεσίτης. Παραλαμβάνει από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες και παρακλήσεις και έπειτα τα αναφέρει στο θρόνο του Θεού. Έπειτα μεταφέρει στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία και ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η λειτουργική δέηση είναι εξαντλητική, αφού εκείνος που τη ζει βιώνει συγχρόνως τη φοβερή διάσπαση όλης της ύπαρξής του και απαιτείται μεγάλος αγώνας από τον ιερέα προκειμένου να παραμείνει στο πνεύμα αυτό της θείας Λειτουργίας. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για κάποια ευχάριστη και ανώδυνη ψυχοπνευματική κατάσταση, αφού υπάρχει έντονο το στοιχείο της τραγωδίας τόσο ως προσωπικό βίωμα όσο και ως συμμετοχή στα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Αυτός πιστεύουμε ότι είναι και ο λόγος που ο Γέροντας ονομάζει μάρτυρες της θείας αγάπης όσους έχουν την εμπειρία τέτοιων καταστάσεων, αφού η προσευχή υπέρ του σύμπαντος κόσμου είναι “η πλέον βαρεία”.
Απαιτείται αμείωτος αγώνας ώστε ο λειτουργός να αναφέρει στο Θεό όλες τις καταστάσεις και ανάγκες των ανθρώπων και να εκζητήσει για όλους τη χάρη του Θεού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, είναι αδύνατον για τον ιερέα τη στιγμή που προσφέρει την αναίμακτο θυσία του αμνού του Θεού στο ιερό θυσιαστήριο, να μένει εγκλωβισμένος στα όρια των τοπικών αναγκών, λησμονώντας την υπόλοιπη ανθρωπότητα που βασανίζεται από τα δεσμά της απόγνωσης, του αμοιβαίου μίσους, της αδικίας και κάθε είδους εκβιασμών. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος που η λειτουργική προσευχή, η οποία αποτελεί την καλύτερη ορθόδοξη μαρτυρία προς το σύγχρονο κόσμο, δεν πρέπει να εξασθενήσει, αλλά να ενταθεί. Χρειάζεται γενναία ψυχή, ισχυρό φρόνημα, ακλόνητη πίστη και επίμονη άσκηση ώστε να επιτελέσει ο ιερέας τη θεία Λειτουργία στις αυθεντικές της διαστάσεις, αφού η ψυχή του λειτουργού θα νοιώθει πολλές φορές εξάντληση από τη θεωρία των παθημάτων και της διαφθοράς του πεπτωκότος κόσμου. Η Λειτουργία, όπως προείπαμε, είναι θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητας και έχοντας ο ιερέας αυτή την επίγνωση, τότε θεωρεί την ιερωσύνη του και όλη τη ζωή του ως διακονία για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου.
Κατά τη διδασκαλία λοιπόν του Γέροντα, ο ιερέας οφείλει να γίνει, όσο αυτό είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, όμοιος με τον Υιόν του Θεού, τον μόνο αληθινό αρχιερέα, ο οποίος πρόσφερε εκούσια τον Εαυτό Του υπέρ όλου του ανθρώπινου γένους. Μέσα από τη λειτουργική προσευχή για όλο τον κόσμο ο Γέροντας Σωφρόνιος κατανοούσε την αιώνια αρχιερωσύνη του Χριστού και σεβόταν αυτό το μεγάλο χάρισμα. Η ευγνωμοσύνη του προς το Θεό για την ευλογία να είναι ο ίδιος ιερέας ήταν μεγάλη και παρά το γεγονός ότι δεν είχε κάτι το μεμπτό στην ιερατική του διακονία, ο ίδιος αισθανόταν ανάξιος αυτής της δωρεάς. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του όσο “μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην”.
Έχοντας ως παράδειγμα τον ίδιο, διαπιστώνουμε ότι όταν λειτουργούσε η ψυχή του βυθιζόταν στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο με τη δέησή του, αφού μάλιστα μέσα του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918) και τη Ρωσική Επανάσταση (1917) αποτυπώθηκαν στην ψυχή του “εσαεί τα απαράκλητα μαρτύρια πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων”.
Πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι η λατρεία, και ειδικότερα η θεία Λειτουργία, δεν είναι έργο μόνο των κληρικών, αλλά και όλων των πιστών. Αυτό διαπιστώνεται και από τον τρόπο εκφοράς των αιτημάτων, με τη συχνή χρήση του πρώτου προσώπου και του πληθυντικού αριθμού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η λειτουργική προσευχή είναι έργο ολόκληρης της λατρεύουσας κοινότητας. Βέβαια η Λειτουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία δε μπορεί να τελεστεί χωρίς ιερέα, αλλά και ο ιερέας μόνος δε μπορεί να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Η λατρεία προσφέρεται από τον κλήρο και το λαό, με τους κληρικούς να προΐστανται της λατρείας και τους λαϊκούς να την πλαισιώνουν. Η κοινή προσευχή της Εκκλησίας είναι λογική λατρεία του τριαδικού Θεού και οι μετέχοντες συνιστούν το Σώμα του Χριστού (πρβλ. Α΄ Κορ.10,17), το οποίο δε μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταβληθεί σε παθητικό δέκτη ακουσμάτων και κινήσεων. Οι πιστοί δεν παρίστανται απλώς ασυναίσθητα στο χώρο του ναού, δεν παρακολουθούν, αλλά κατανοούν και βιώνουν και συμμετέχουν στη Λειτουργία συμμετέχοντας ενεργά στην “προσευχητική άθληση”.
Στη σύναξη της Εκκλησίας με την ευδοκία του Παρακλήτου, που αποστέλλεται από τον Πατέρα διά του Υιού, οι πιστοί αγιάζονται και αφθαρτίζονται. Προγεύονται τη Βασιλεία του Θεού, ανακαινίζονται και καρποφορούν πνευματικά, όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως ενεργά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Η αναφορά στον τριαδικό προσωπικό Θεό, όπως και η κοινωνία με τον πλησίον, δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά γεγονός εκκλησιολογικό. Στην Εκκλησία τα πάντα είναι καθολικά, αφού “έκαστος ζει εν πάσι και οι πάντες εν εκάστω”. Ο άνθρωπος ανακαινίζεται και μεταμορφώνεται “εν κοινωνία” ως μέλος του Σώματος του Χριστού. Στη θεία Λειτουργία βιώνουμε το μυστήριο της Εκκλησίας, διότι κάθε ευχαριστιακή κοινότητα είναι η “μία ποίμνη” (Ιω.10,16) η οποία “εν ενί στόματι” (Ρωμ.15,6) και “μία καρδία” (πρβλ. Πράξ.4,32) προσφέρει τα δώρα της στον Ένα Ποιμένα. Τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα του Χριστού, τη θεία Κοινωνία, και φανερώνεται η Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού. Η κοινωνία του αγίου Σώματος του Χριστού δημιουργεί την κοινωνία και ενότητα της Εκκλησίας.
Βεβαίως στη Λειτουργία δραστηριοποιείται χαρισματικά και το προσωπικό στοιχείο, τα προσωπικά αιτήματα και η ευλογία που δέχεται κάθε ένα πρόσωπο χωριστά· όμως αυτό που υπερισχύει είναι το κοινό και το καθολικό, το οικουμενικό έναντι του προσωπικού. Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται για όλη την οικουμένη, αλλά και εικονίζει την οικουμένη, προσλαμβάνοντας έτσι καθολικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.
Όσο κι αν έχει μεγάλη σημασία η ατομική δέηση του πιστού, η αξία της κοινής προσευχής στο ναό αναγνωρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ανώτερη, αφού θεωρούν την ατομική προσευχή ως μέσο προπαρασκευής για την κοινή εκκλησιαστική προσευχή. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είχε επισημάνει τη δύναμη της κοινής λατρείας (πρβλ. Μτθ. 18,20). Η συλλογική ικεσία έχει την αξία της ακόμη διότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δέηση για τους άλλους και μάλιστα για όλους. Είναι έτσι συμφωνία αγάπης προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Πράγματι στη Λειτουργία, αλλά και σε κάθε ακολουθία που τελείται στο ναό, ο πιστός δέεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλους τους πιστούς, για όλο το σώμα της Εκκλησίας αλλά και τους εκτός αυτής. Δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους πιστούς, αλλά βρίσκεται σε πνευματική ενότητα μαζί τους, ως μέλος του μεγάλου Σώματος της Εκκλησίας, αφού κοινωνεί από το ίδιο Ποτήριο Σώμα και Αίμα Χριστού. Έτσι προσεύχεται για την άφεση των αμαρτιών των άλλων και τη σωτηρία τους, όπως προσεύχεται για την προσωπική του σωτηρία. Φανερώνεται, δηλαδή, η αληθινή φύση της Εκκλησίας ως αληθινής κοινωνίας, που καταξιώνει τον άνθρωπο όχι μόνο μέσα από την κατακόρυφη αλλά και από την οριζόντια κοινωνικότητα.
Η θυσία του Χριστού, που είναι η ύψιστη εκδήλωση της θείας αγάπης προς τους ανθρώπους, επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία και οι πιστοί που κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με την εξωτερική μορφή του άρτου και του οίνου, αποκτούν την πανενωτική της δύναμη. Στη θεία Λειτουργία πραγματοποιείται η σύναξη όλης της οικουμένης με σκοπό τον αγιασμό. Πράγματι η ωφέλεια της Λειτουργίας είναι ασύλληπτη όχι μόνο για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά για όλη την οικουμένη, για όλους τους ανθρώπους όλων των θρησκειών και δογμάτων, αφού η αναίμακτη θυσία και οι προσευχές αναπέμπονται προς το Θεό για όλη την ανθρωπότητα. Η Ορθοδοξία, η οποία είναι το μυστικό Σώμα του Χριστού, αγκαλιάζει με την προσευχή και τη φροντίδα της ολόκληρη την οικουμένη, όλη την κτίση. Σκοπός της δεν είναι να κηδεμονεύσει και να εξουσιάσει τα πάντα, αλλά να τα διακονήσει και να τα αγιάσει.
Η Εκκλησία προσεύχεται θερμά για όλες τις ανάγκες (σωματικές και πνευματικές) και τα προβλήματα του κόσμου και είναι έτοιμη πάντοτε να χαρίσει με τα μυστήριά της την ψυχική και σωματική υγεία στον άνθρωπο. Τον ικετευτικό χαρακτήρα της λειτουργικής προσευχής για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου εκφράζει η ικετήρια δέηση του Μεγάλου Βασιλείου μετά την επίκληση και τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από τον ιερέα. Γι’ αυτήν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση ο Γέροντας Σωφρόνιος θεωρώντας ότι όλη η Αναφορά είναι ύψιστη θεολογία που εκφράζεται δια της προσευχής. Η ικετήρια αυτή δέηση φανερώνει ότι η λειτουργική προσευχή δεν έχει μόνο ουράνιο και μυσταγωγικό χαρακτήρα, αλλά και ανθρώπινο, επίγειο. Παρατηρούμε ότι αντιμετωπίζει με στοργή και αγάπη τις υλικές και βιολογικές ανάγκες του ατόμου, της οικογένειας, της πολιτείας και ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό πραγματοποιείται επειδή η Εκκλησία ενδιαφέρεται, πονάει και προσεύχεται για όλα τα προβλήματα του κόσμου, για όλα τα μεγάλα και κρίσιμα θέματα της ζωής. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την προσευχή της Εκκλησίας για την ειρήνη, την ενότητα, για την απομάκρυνση της βίας, του πολέμου, της αδικίας, για τους δοκιμασμένους, τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ταξιδεύοντες, τους γέροντες, τα ορφανά, τους αδύνατους, για την καρποφορία της γης, για καιρό ειρηνικό, για αυτούς που βρίσκονται στη ζωή, αλλά και τους κεκοιμημένους.
Συνεπώς, στη θεία Λειτουργία γίνεται μία αναφορά όλου του κόσμου και της ζωής του στο Θεό. Το πεδίο δράσης και ευθύνης της Εκκλησίας είναι όλος ο κόσμος για τον οποίο η Εκκλησία υπάρχει “οφειλετικώς”. Ιδιαίτερα η ευχή της αναφοράς της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, την οποία προαναφέραμε, καλλιεργεί τη συνείδηση ότι με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικό κέντρο του κόσμου, που ανακεφαλαιώνει (πρβλ. Εφ. 1,10) ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας από τον πρώτο άνθρωπο ως τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Έτσι η θεία Λειτουργία προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις και παγκόσμιο χαρακτήρα, ενώ ο πιστός προσκαλείται να επεκταθεί σε καθολικό πρόσωπο, χωρώντας μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα και ολόκληρη τη δημιουργία.
Η προσευχή της Εκκλησίας περιλαμβάνει ολόκληρο το σύμπαν ως δημιούργημα της αγάπης του Τριαδικού Θεού, όπως άλλωστε αυτό διαφαίνεται στη δέηση των ειρηνικών στις Βυζαντινές Λειτουργίες: “ Υπέρ της ειρήνης του Σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως”. Με κέντρο της πνευματικής τους ζωής την Ευχαριστία οι Χριστιανοί δεν ενώνονται για να συσπειρωθούν απέναντι στην απειλή κάποιων, αλλά για να δηλώσουν την αγάπη τους στον άλλον και να εκφράσουν την αγωνία τους για όλο τον κόσμο. Η αγάπη των πιστών, όπως αυτή εκφράζεται από τη λειτουργική ικεσία τους, διαχέεται στα πέρατα της οικουμένης και εκτείνεται στον σύμπαντα χρόνο. Μέσω της ευχαριστιακής προοπτικής της συναγωγής των πάντων και της συμπαντικής συμφιλίωσης, καταδεικνύεται η Εκκλησία ως κοινότητα ανοιχτή προς τον κόσμο. Άλλωστε στην Πρώτη Εκκλησία εξίσου σημαντική ήταν η Λειτουργία (=διακονία του λαού), η οποία δεν κατακλειόταν με το “Δι’ ευχών …” αλλά με το “Απολύεσθε εν ειρήνη”.
Στη σύναξη της Εκκλησίας έχουν θέση ενεργώς όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί και δυνάμει όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση, φυλή, ηλικία, γένος, χρώμα και φύλο αποκαλύπτοντας έτσι τον ενοποιητικό ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Εξάλλου στην ουράνια Λειτουργία την οποία μας περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (πρβλ. Αποκ. 7,9 – 17), συμμετέχει όχλος πολύς από κάθε έθνος και φυλή και όλοι στέκονται λευκοφορεμένοι ενώπιον του θρόνου του Θεού και του Αρνίου.
Έτσι, μετέχοντας ο άνθρωπος στη Λειτουργία και επεκτείνοντάς την στην καθημερινή ζωή, μετέχει στη λειτουργική αναφορά του κόσμου στο Θεό και αγιάζει την ύπαρξη και την καθημερινή αναστροφή του, καλλιεργώντας το ευχαριστιακό ήθος στην καθημερινότητα. Ακριβέστερα, διατηρεί ανοικτή τη δυνατότητα για τη μετάβαση της καθημερινής ζωής στην αιωνιότητα και τη μεταμόρφωσή της σε καθημερινό Πάσχα. Εξάλλου η κοινωνία με το Θεό και η κοινωνία με τον πλησίον συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Έτσι ο πιστός οφείλει να δίνει στην καθημερινή ζωή τη μαρτυρία της πίστης του και να γίνεται το “άλας της γης” και το “φως του κόσμου” (πρβλ. Μτθ. 5,13 –14), φροντίζοντας για τους άλλους και προσευχόμενος γι’ αυτούς, όπως και για τον εαυτό του. Ακόμα περισσότερο καλείται, κατά το παράδειγμα του Χριστού, να θυσιάζει για τους άλλους τον εαυτό του, ακόμη και διά της θερμής ικεσίας για συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Η θεία Λειτουργία αποτελεί το στήριγμα και το δείκτη σε αυτήν την πορεία του πιστού.
Σημειώνουμε ότι η σπουδαιότητα την οποία απέδιδε ο Γέροντας Σωφρόνιος στη θεία Λειτουργία αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από τις λειτουργικές ευχές που ο ίδιος συνέταξε για την κατά το ανθρωπίνως δυνατό επάξια και συνειδητή συμμετοχή κλήρου και λαού κατά την τέλεσή της. Πρόκειται για μία σειρά σαράντα τριών ευχών χωρισμένων σε εννέα ενότητες, από τις οποίες οι επτά πρώτες περιλαμβάνουν πέντε ευχές η κάθε μία ενότητα και οι δύο τελευταίες από τέσσερις, ενώ κατά το περιεχόμενό τους εμπνέονται από τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα. Αν μελετήσουμε το περιεχόμενό τους θα παρατηρήσουμε ότι ο ιερέας εύχεται στην Αγία Τριάδα και στο κάθε Πρόσωπο της Θεότητας ξεχωριστά, να τον ικανώσει να τελέσει την αναίμακτη θυσία υπέρ του λαού του Θεού και υπέρ όλου του κόσμου. Ο Γέροντας όπως έχουμε ήδη πει, είχε ένα ισχυρό πάθος για τη θεία Λειτουργία τελώντας την κάθε φορά ως ένα ανεπανάληπτο και μοναδικό γεγονός και ταυτίζοντάς την με την κοσμοσωτήρια προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή.
Αυτές οι λειτουργικές ευχές είχαν ως κύριο στόχο τους την ενίσχυση του πνεύματος της προσευχής του ίδιου του Γέροντα αλλά και οποιουδήποτε λειτουργού θα ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, ακόμη και των παριστάμενων πιστών ώστε πριν τη σημαντικότατη στιγμή της αναφοράς να μπορούν να επιτύχουν τη συγκέντρωση του πνεύματός τους και να ενωθούν προσευχητικά με τον ιερέα. Το περιεχόμενό τους, ξεχείλισμα προσωπικών αναβάσεων, θεώρησε ο δημιουργός τους χρήσιμο να το κοινοποιήσει. Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι σε καμιά περίπτωση οι ιδιαίτερες λειτουργικές ευχές του δεν έρχονται σε αντίθεση με τα ιερά λειτουργικά κείμενα, αλλά είναι εναρμονισμένες με αυτά. Όπως η μελωδία των εκκλησιαστικών ύμνων δεν αλλάζει καθόλου το νόημά τους, αλλά μάλλον συμβάλλει στην έξαρση και στη ζωντανή αποδοχή τους, έτσι και οι προσθήκες των προσευχών του Γέροντα Σωφρόνιου τον βοηθούσαν να πλησιάζει τις εσώτατες μυστικές χορδές της ψυχής του και να τις διεγείρει. Φέρνοντας σε φως το περιεχόμενο των προσευχών του δεν είχε πρόθεση να τις επιβάλλει σε κανένα, όπως ακριβώς ο μελωδός παραθέτει τη δημιουργία του στην ελεύθερη χρήση των ενδιαφερομένων, χωρίς να υποχρεώνει και να βιάζει κανέναν.
Η σημερινή εποχή κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως “εποχή της απελπισίας”, αφού τα βάθη της που κυκλώνουν τον κόσμο, ατομικά και συλλογικά, είναι αφόρητα. Οι μεγάλες επαναστάσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και η φιλοσοφική και ηθική απελευθέρωση του μεταχριστιανικού κόσμου, αντί να τον ανακουφίσουν, φαίνεται ότι έχουν αυξήσει τη γενικότερη αίσθηση απελπισίας του ανθρώπου, με την ψευδή αίσθηση ελευθερίας και ασφάλειας που ευαγγελίζονται. Κάθε κύτταρο της κοινωνίας φαίνεται ότι όχι μόνο έχει προσβληθεί, αλλά και ότι συμμετέχει στις τρομακτικές αλλαγές που συντελούνται σε σημείο ώστε “οι άνθρωποι του αιώνος ημών συχνάκις, παρά την θέλησιν αυτών, γίνονται ηθικοί συνεργοί ατελευτήτων τοπικών η και παγκοσμίων εισέτι αδελφοκτονιών” στερούμενοι της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Μπροστά στις τραγικές καταστάσεις, που αντιμετωπίζονται πρώτα σε προσωπικό επίπεδο μέσα στην καρδιά του καθενός και στη συνέχεια επεκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας, πολλοί οδηγούνται σε απόγνωση.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ τονίζοντας με έμφαση τη δύναμη της προσευχής για όλο τον κόσμο, προσφέρει ελπίδα σε έναν κόσμο βυθισμένο στην άβυσσο της απόγνωσης. Έχοντας αποκτήσει πλήρη επίγνωση του μεγαλείου του ανθρώπου σύμφωνα με το σχέδιο του Δημιουργού του αλλά και της ομοουσιότητας όλων των ανθρώπων, αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στην προσευχή για τη σωτηρία όλης της ανθρωπότητας. Αφού καθάρισε την καρδιά του και ελευθερώθηκε από τα δεσμά των παθών, έγινε το δοχείο εκείνο της χάρης του Θεού, στο οποίο ενεργούσε η ικεσία υπέρ του σύμπαντος κόσμου.
Ένιωθε τον πανανθρώπινο πόνο και τον ανέβαζε με την δέησή του στο θρόνο του Θεού, ιδιαίτερα όταν τελούσε τη θεία Λειτουργία, για να έλθει η λύτρωση στον κάθε θλιβόμενο άνθρωπο. Τα λόγια της λειτουργικής προσευχής, ως μορφή, περιεχόμενο και στόχος –επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, επιδιώκουν όχι μόνο το φωτισμό και τη σωτηρία του ανθρώπου αλλά και τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, κάτι που βίωνε ο Γέροντας Σωφρόνιος σε όλο το ύψος και το βάθος. Η αγάπη και ο πόθος για την ψυχική ωφέλεια του πλησίον είχε πλατύνει τόσο πολύ την καρδιά του, ώστε να χωράει τον κάθε άνθρωπο. Όλο του το είναι είχε διευρυνθεί από την αδιάλειπτη ικεσία για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος που ξεκίνησε από τη Ρωσία και η λάμψη του πνεύματός του έφθασε μέχρι τη Δυτική Ευρώπη, κατάλαβε όσο ελάχιστοι την καρδιά των προβλημάτων που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο και μας αποκάλυψε τον ορθό δρόμο για την υπέρβασή τους. Η αρχή που διέπει τη διδασκαλία του για την υποστατική προσευχή, είναι η βιωμένη από τον ίδιο αλήθεια, ότι δε λύνει τα προβλήματα του κόσμου ο σκεπτόμενος άνθρωπος, αλλά ο προσευχόμενος. Η λύση των παγκόσμιων αδιεξόδων της εποχής μας δε δίνεται με ρητορείες και ακατάσχετο βερμπαλισμό, αλλά μόνο όταν η δέηση του ανθρώπου αποκτήσει συμπαντικές διαστάσεις. Η πληθώρα των διεθνών συνεδρίων πάνω σε ποικίλα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο δεν έχει φέρει τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος καταθέτει τη δική του εμπειρική αλήθεια, η οποία είναι αλήθεια της Εκκλησίας, για τα ευεργετικά αποτελέσματα της ικεσίας για όλη την ανθρωπότητα. Αυτή η προσευχή είναι ένα δυνατό όπλο για τον έλεγχο του ευρέως διαδεδομένου κακού που διαφθείρει το σύγχρονο κόσμο. Κάθε πιστός πρέπει να αρχίσει από την έρευνα του βάθους της δικής του καρδιάς, να προσευχηθεί για τον εαυτό του και έπειτα να πλατυνθεί σε δέηση για όλη την ανθρωπότητα και την κτίση ολόκληρη.
Στο σύγχρονο κόσμο, όπου επικρατεί η εγωϊστική απομόνωση και η αλαζονική εγκατάλειψη του πλησίον εξαιτίας της άρνησης της θείας ζωής της αγάπης, ο κόπος και ο αγώνας της προσευχής για όλο τον κόσμο από όλους τους πιστούς μπορεί να γίνει προάγγελος αληθινής κοινωνίας ψυχών, μυστική ανατροπή των ποικίλων και αναρίθμητων παραχαραγμένων, εμπαθών, κενόδοξων και ειδωλολατρικών ειδών αγάπης των καιρών μας. Η πρακτική αγάπη, ως φανέρωση της δύναμης της αδιάλειπτης προσευχητικής προσπάθειας για όλο το ανθρώπινο γένος, λαμβάνοντας σταυρικό και θυσιαστικό περιεχόμενο, μπορεί να αντισταθεί στην άθεη και μικρόψυχη υπαρξιακή ανασφάλεια των νέων ατομοκεντρικών φιλοσοφιών.
Με την ικεσία για όλο τον κόσμο ο άνθρωπος χαρισματικά ξεφεύγει από το μικρόκοσμό του και ευρύνεται συμπαντικά στο μεγαλόκοσμο της αγάπης και της προσευχής, προσβλέποντας και ποθώντας την εσχατολογική τελείωση όλων των ανθρώπων στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι και ο σκοπός του μοναχισμού, αφού ο μοναχός όταν εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο, το κάνει για να τον ευλογήσει αμέσως από τον τόπο της αναχώρησής του και να τον φέρει μέσα στην αδιάλειπτη ικεσία του.
Η προσευχή για όλο τον κόσμο είναι σύμφωνη με το ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας που δεν αρνείται τον άνθρωπο, που δεν αδιαφορεί για τη φύση και που φροντίζει στοργικά όλα τα πλάσματα του Θεού.
Ο Γέροντας είχε σταθερά διαμορφωμένη στη συνείδησή του και πάντοτε τον ήλκυε ο Εσταυρωμένος για τις αμαρτίες του κόσμου Χριστός και μιμούμενος Αυτόν αφιέρωσε τη ζωή του στη δέηση για όλο τον κόσμο. Αυτή η διδασκαλία του αποκτά ιδιάζουσα σπουδαιότητα για εμάς σήμερα, αφού ο Γέροντας έζησε στη δική μας εποχή, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος, δείχνοντάς μας παράλληλα το δρόμο για την υπέρβασή τους, που δεν είναι άλλος από το δρόμο της ικεσίας για όλη την οικουμένη.
Η διδασκαλία του έχει οικουμενικό χαρακτήρα, αφού μιλώντας για την αγάπη προς όλο το ανθρώπινο γένος και την προσευχή για τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου, φανερώνει τον πραγματικό ορθόδοξο οικουμενισμό και το ορθόδοξο ήθος. Αποκαλύπτεται έτσι η χριστιανική παγκοσμιότητα, που έρχεται να δώσει την απάντηση στο γνήσιο πόθο για παγκοσμιότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Για το Γέροντα Σωφρόνιο το βαθύτερο νόημα της βίωσης της ενότητας και καθολικότητας της Εκκλησίας είναι η ενότητα των μελών της καθ’ ομοίωση της ενότητας της Αγίας Τριάδας, πράγμα που αποτελεί και τον εσχατολογικό πόθο των μελών της και γίνεται αισθητή μέσω της προσευχής για όλο το ανθρώπινο γένος. Βεβαίως δεν πρόκειται απλώς για μία ανθρώπινη, ψυχολογική ενότητα αλλά για το αποτέλεσμα της ενέργειας της χάριτος του Θεού που πραγματώνει την εικόνα Του. Ουσιαστικά πρόκειται για προβολή του θείου πολύ – υποστατικού τρόπου ύπαρξης στο επίπεδο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η δέηση για όλο τον κόσμο δεν αφορά μόνο τους ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά είναι έργο και των λαϊκών, αφού όλοι ανήκουμε στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία και όλοι έχουμε το ίδιο χρέος αγάπης προς το συνάνθρωπο, ο καθένας κατά τα μέτρα του. Χρειάζεται να υπάρχουν άνθρωποι με ανοιχτή σκέψη, θυσιαστικό φρόνημα και θέληση για διακονία. Εξάλλου η πνευματική ζωή είναι μία, και συνεπώς και ο μοναχός και ο χριστιανός που ζει στον κόσμο επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ενώ οι αρετές που οφείλουν να καλλιεργήσουν είναι ίδιες, μόνον που οι αναλογίες διαφέρουν κατά τις ποικιλόμορφες καταστάσεις του βίου. Όπως ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και ο μαθητής του Γέροντας Σωφρόνιος, έτσι και ο χριστιανός με την άσκησή του, προσπαθώντας να βαδίσει την οδό της «Γεσθημανίου» αυτής προσευχής, αποκτά την κατάσταση του Χριστού. Όπως ο Χριστός φέρει μέσα του όλη την ανθρωπότητα, έτσι και αυτός ευρύνεται πνευματικά, αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και καθίσταται παγκόσμιος και αυθεντικός.
Ο χριστιανός αποδεχόμενος καθένα από τα βιώματά του ως αποκάλυψη για τα παθήματα όλου του ανθρώπινου γένους και συμπάσχοντας με όλη την ανθρωπότητα αρχίζει να ικετεύει για όλο τον Αδάμ, για όλη την οικουμένη όπως και για τον ίδιο τον εαυτό του. Στην προσευχή αυτή ο άνθρωπος ανακαλύπτει την υποστατική του αρχή καθώς διανοίγεται ως αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα της παγκοσμιότητας του Χριστού, που προσευχόταν για όλους και πρόσφερε τη σωτηρία σε όλους. Έτσι αποκτά ο άνθρωπος την βεβαιότητα ότι μπορεί να γίνει αληθινό και αυθεντικό πρόσωπο, όπως ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, κατά χάριν βέβαια και όχι κατ’ ουσίαν.