Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση (28.01.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Δ΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2015-2016)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζημιχαήλ
Αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί, Συν Θεώ, οι ημέρες εορτασμού των Χριστουγέννων, της περιτομής του Κυρίου και των Θεοφανείων παρήλθαν και ο λειτουργικός κύκλος μας οδηγεί στον εορτασμό της Υπαπαντής του Κυρίου. Στη σημερινή μας συνάντηση θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ορισμένες πτυχές της Θεολογίας της εορτής της Υπαπαντής, σύμφωνα με όσα σχετικά αναφέρει η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Η Υπαπαντή είναι μεγάλη Δεσποτικοθεομητορική εορτή, η οποία περιλαμβάνεται στο Δωδεκάορτο. Είναι Δεσποτική Εορτή, γιατί κεντρικό πρόσωπο της εορτής είναι ο Δεσπότης Χριστός, αλλά και Θεομητορική εορτή συνάμα, αφού η Παναγία προσάγει στον ναό και προσφέρει στον Θεό τον Υιό του Θεού και ακούει από τον γέροντα Συμεών την προφητεία που Την αφορά.
Το όνομα της εορτής προέρχεται από το ρήμα υπαντάω-υπαντώ, που σημαίνει συναντώ, προϋπαντώ, οπόταν και ‘‘Υπαπαντή’’ σημαίνει συνάντηση, προϋπάντηση. Με τον όρο αυτό αποδόθηκε η υποδοχή του Χριστού από τον πρεσβύτη Συμεών και την προφήτιδα Άννα που έλαβε χώρα στον Ναό του Θεού στην Ιερουσαλήμ σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Χριστού.
Τα γεγονότα που εορτάζουμε στην εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου πιθανόν να εορτάζονταν κατά τους πρώτους αιώνες από την Εκκλησία μαζί με τη Γέννηση του Χριστού, την Περιτομή και τη Βάπτιση του Κυρίου μέσα στα πλαίσια της εορτής των ‘‘Επιφανίων’’ στις 6 Ιανουαρίου. Πολύ νωρίς όμως αποτέλεσε ξεχωριστή εορτή, η οποία εορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Περιγραφή της εορτής της Υπαπαντής υπάρχει στην περίφημη επιστολή μίας Δυτικής προσκυνήτριας, ονομαζόμενης Αιθέριας, η οποία επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους ανάμεσα στα έτη 381 με 384 μΧ. Η Αιθερία, λοιπόν, μας πληροφορεί ότι στα Ιεροσόλυμα, ‘‘σαράντα ημέρες μετά την εορτή των Επιφανίων εορτάζεται με μεγάλη πομπή και μεγίστη επισημότητα εορτή, κατά την οποίαν ο επίσκοπος εξηγεί περικοπή από τον Ευαγγελιστή Λουκά 2, 22-40’’ (δηλ. αυτή που αφορά στο γεγονός της Υπαπαντής). Από την ίδια περίπου εποχή σώζεται και ένας πανηγυρικός «Λόγος εις την Υπαπαντήν του Χριστού» του εν αγίοις πατρός ημών Αμφιλοχίου επισκόπου Ικονίου, που εκφωνήθηκε ανάμεσα στα έτη 374-394. Επίσης, σώζεται και άλλος πρώιμος Λόγος εις την Υπαπαντήν, του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, που εκφωνήθηκε στις αρχές του πέμπτου αιώνα.
Προφανώς η Υπαπαντή εορταζόταν αρχικά στις 14 Φεβρουαρίου, σαράντα μέρες μετά τα Επιφάνια, που εορτάζονταν στις 6 Ιανουαρίου, και μετατέθηκε κατόπιν ο εορτασμός της στις 2 Φεβρουαρίου, μετά την καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου.
Τα γεγονότα, τα σχετικά με την Υπαπαντή του Κυρίου, τα καταγράφει μόνος ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όπως επίσης είναι ο μόνος Ευαγγελιστής μας που διασώζει και άλλα περιστατικά από την παιδική ηλικία του Ιησού, αλλά και τη ζωή της Παναγίας. Σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας μας, ο απόστολος Λουκάς επισκεπτόταν τη Θεοτόκο και άκουσε από Αυτήν όσα σχετικά μας διασώζει.
Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, κάθε πρωτότοκο αρσενικό τέκνο ανθρώπων και ζώων πρέπει να αφιερώνεται στον Θεό, σε ανάμνηση της διάσωσης του λαού του Ισραήλ από την δουλεία των Αιγυπτίων, καθώς τότε απέθαναν όλα τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, ενώ διασώθηκαν οι Ισραηλίτες. Εξαιτίας αυτού του θαύματος, ορίζεται στο βιβλίο της Εξόδου: «ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους· ἐμοί ἐστιν» (Εξ. 13, 1-2). Η εντολή αυτή, αν και έχει καθολικό χαρακτήρα, είναι μία σαφής προφητεία για την ενανθρώπηση του Χριστού. Και κυριολεκτικά αφορά μόνο στον Χριστό, γιατί κανένα άλλο πρωτότοκο τέκνο δεν διανοίγει την μήτρα, η οποία έχει ήδη ανοίξει από την συνεύρεση του ανδρογύνου. Ο μόνος Πρωτότοκος, που διανοίγει την παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, είναι ο Χριστός, και μετά τη διέλευσή του την αφήνει και πάλιν κλειστή.
Στο δωδέκατο κεφάλαιο του Δευτερονομίου στο υπάρχουν οδηγίες για τον καθαρισμό της μητέρας την όγδοη και την σαρακοστή ημέρα από την γέννα. Ορίζονται και λεπτομέρειες για την προσφορά της μητέρας στο Ναό ενός αμνού ενός έτους, καθαρού και χωρίς στίγμα, για να γίνει θυσία ολοκαυτώματος (σαν αντίλυτρο για το παιδί που αφιερώνει η μητέρα και το παίρνει πίσω), και ένα μικρό περιστέρι ή ένα τρυγόνι. Αν η μητέρα είναι πτωχή, μπορεί να προσφέρει ένα ζεύγος τρυγονιών ή δύο μικρά περιστέρια. Το ζεύγος των τρυγονιών, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, συμβολίζει τη σωφροσύνη των γονέων και τον τίμιο γάμο, ενώ οι νεοσσοί περιστεριών, σαν άπειροι γάμου, προτυπώνουν την Παρθένο και τον γεννηθέντα από την Παρθένο Χριστό, που είναι ως το τέλος Παρθένος.
Η Θεοτόκος, σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Κυρίου, οδηγεί τον Πρωτότοκο Χριστό στα Ιεροσόλυμα να τον αφιερώσει στον Θεό και προσφέρει ένα ζεύγος τρυγόνων ή δύο μικρά περιστέρια, όπως ορίζει ο Νόμος. Οδηγείται ο Χριστός στον Ναό και παρουσιάζεται στον Θεό, και η παράσταση αυτή είναι απαρχή της θυσίας, που θα ολοκληρώσει επάνω στον Σταυρό.
Η Παναγία βέβαια, όπως επισημαίνουν οι άγιοι Πατέρες, δεν είχε ανάγκη καθαρισμού, αφού γέννησε υπερφυώς τον Κύριο και όχι μετά από σπερματισμό ανδρός. Παρά ταύτα, τηρεί τον Νόμο με κάθε ακρίβεια. Ο Χριστός σαρκώθηκε για να σώσει τον άνθρωπο από τις συνέπειες της ανυπακοής του Αδάμ, και έτσι υπακούει στο θέλημα του Θεού κατά πάντα.
Ο Χριστός σύμφωνα, με την Υμνολογία της εορτής, είναι πρωτότοκος κατά τρεις διαφορετικούς τρόπους: Είναι Πρωτότοκος υιός του Άναρχου Θεού Πατέρα, Πρωτότοκος της μητρός του κατά την σάρκωσή του και Πρωτότοκος των νεκρών κατά τη Ζωηφόρο Ανάστασή Του.
Η Πλατυτέρα των ουρανών συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πτωχότερους των ανθρώπων και δεν μπορεί να προσφέρει αμνό στον Ναό, αλλά μόνο ένα ζεύγος τρυγονιών ή δύο νεοσσούς περιστεριών. Ο Χριστός γεννιέται πτωχός ως άνθρωπος, αλλά η μεγαλύτερη πτωχεία Του είναι ότι επτώχευσε από τον πλούτο της Θεότητας γενόμενος άνθρωπος, ώστε εμείς να πλουτίσουμε από τη Θεότητά Του.
Στον Ναό θα υποδεχθεί τον Χριστό ο δίκαιος και ευλαβής Συμεών. Το όνομα Συμεών ερμηνεύεται ως υπακοή ή, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αυτός που του ακούει ο Θεός. Δεν γνωρίζουμε αν ο Θεοδόχος Συμεών ήταν ιερέας ή αρχιερέας, καθώς οι ευαγγελικές διηγήσεις δεν το διευκρινίζουν. Έχουν όμως διατυπωθεί πολλές απόψεις για το θέμα αυτό. Ότι δηλ. ήταν ραβίνος, γιός του πατριάρχου των Εβραίων Χιλέλ και πατέρας του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, ακόμη ότι διετέλεσε πρόεδρος του συνεδρίου των Εβραίων κ.ά. Το όνομα Συμεών ήταν κοινότυπο για τους Εβραίους και πιθανόν γι᾽ αυτό να δημιουργείται κάποια σύγχυση. Περαιτέρω, σύμφωνα με μία παλαιά παράδοση, ήταν ένας από τους εβδομήκοντα ερμηνευτές της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος απίστησε όταν ερμήνευσε την προφητεία του Προφήτου Ησαΐα για την γέννηση του Μεσσία από την Παρθένο. Αργότερα βεβαιώνεται με θαυματουργικό τρόπο για την αλήθεια της προφητείας αυτής και λαμβάνει την υπόσχεση ότι θα δει τον Μεσσία προτού πεθάνει.
Ας επιστρέψουμε όμως σε όσα μαρτυρεί το Ευαγγέλιο για τον γέροντα Συμεών. Ήταν φορέας του Πνεύματος του Αγίου και περίμενε με πόθο ζωηρό να έλθει ο Μεσσίας για να φέρει παρηγοριά και λύτρωση στον λαό του Ισραήλ. Αυτόν τον πόθο ευλόγησε ο Θεός και του αποκάλυψε ότι δεν θα πεθάνει πριν να δει τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Παρακινήθηκε λοιπόν από το Άγιο Πνεύμα να πάει στον Ναό εκείνη την ημέρα. Μάλιστα ο Γεώργιος Νικομηδείας, ερμηνεύοντας το χωρίο, «ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ Ἱερὸν» (Λουκ. 2, 27), λέει ότι ο Συμεών δεν χρησιμοποίησε τα δικά του πόδια για να προσέλθει στη διακονία του μυστηρίου, αφού το Άγιο Πνεύμα έγινε σε αυτόν άρμα, που τον μετέφερε στον Ναό. Και όταν έφεραν ο Ιωσήφ και η Παναγία τον Ιησού στον Ναό για να εκπληρώσουν τα καθορισμένα από τον Νόμο, ο δίκαιος Συμεών πήρε στις αγκάλες του τον Ιησού.
Η Υμνολογία της εορτής παρομοιάζει την Παναγία με τη λαβίδα, με την οποία πήρε τον άνθρακα ο άγγελος από το Ουράνιο Θυσιαστήριο και ακούμπησε τα χείλη του Ησαΐα στο όραμα του Προφήτη (Ησ. 6, 6-7), ενώ παράλληλα αναφέρει πως ο Χριστός προεικονίζεται με τον Άνθρακα που καθάρισε τις αμαρτίες του προφήτη. Διότι και ο Συμεών, όπως και ο Ησαΐας, λαμβάνει τον Χριστό και αγιάζεται, χωρίς να φλέγεται από το πυρ της Θεότητος.
Μόλις υποδέχεται στις αγκάλες του τον Χριστό ο Θεοδόχος Συμεών, αγαλλιάται πνευματικά και βοά συγκινημένος: «Nῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ.» (Λουκ. 2, 29-32).
Αυτός ο υπέροχος ύμνος, που επαναλαμβάνουμε καθημερινά προς το τέλος της Ακολουθίας του Εσπερινού, είναι η επινίκια ωδή του Αγίου, που αξιώνεται να του αποκαλυφθεί ο ίδιος ο Θεός Λόγος ως άνθρωπος. Ο Συμεών αγγίζει τον Μεσσία και βλέπει κατά πρόσωπο και ζει όσα οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν πως θα γίνονταν στο μέλλον. Γεμίζει από Άγιο Πνεύμα και νοιώθει την παγκοσμιότητα και το πανανθρώπινο της σωτηρίας. Βιώνει τον Χριστό ως το Αληθινό Φως, που θα λάμψει στα έθνη και θα δοξάσει τον λαό του Θεού, τον νέο Ισραήλ, δηλαδή την Εκκλησία.
Ο Μέγας Αθανάσιος ερμηνεύει ότι ο Συμεών μόλις είδε τον Χριστό ζήτησε την απόλυση με μεγάλη χαρά, γιατί είχε να επιτελέσει σημαντικό προφητικό έργο. Του ανατέθηκε από το Άγιο Πνεύμα να πάει στον Άδη και να προαναγγείλει στον Αδάμ και στους Δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης την έλευση του Μεσσία στον κόσμο και ότι σύντομα θα έρθει και στον Άδη να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά του θανάτου. Μάλιστα βιαζόταν ο άγιος γέροντας να μην προλάβουν να αναγγείλουν το γεγονός τα νήπια, που επρόκειτο να σφαγιάσει ο Ηρώδης.
Ακούγοντας τη δοξολογία του Συμεών ο Ιωσήφ και η Παναγία, θαύμαζαν και απορούσαν από όσα άκουγαν για τον Ιησού. Γνώριζαν ήδη το θαυμαστό της Συλλήψεως, άκουσαν από τους ποιμένες τη δοξολογία των Αγγέλων για τη γέννηση του Χριστού και τώρα ακόμα πιο παράδοξα και θαυμαστά ακούνε από τον πρεσβύτη Συμεών και νοιώθουν δέος, γιατί δεν μπορούν ακόμα να εννοήσουν το μέγεθος της Οικονομίας του Θεού.
Ακόμα μεγαλύτερο δέος θα προκαλέσει στην Παναγία η διπλή προφητεία που της απευθύνει ο Συμεών· «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. 2, 34).
Ο Χριστός είναι η πτώση όσων δεν πιστεύουν σ’ Αυτόν και ανάσταση αυτών που θα πιστέψουν σ’ Αυτόν. Στην επίγεια παρουσία του Χριστού βλέπουμε άλλους να τον ακολουθούν, να θεραπεύονται από ασθένειες και να φωτίζονται από το φως της Θεότητός Του, και άλλους να σκοτίζονται, να τον συκοφαντούν, να τον διώκουν με μανία και να κατακρίνονται για τη σκληροκαρδία τους. Βλέπουμε πάνω στον Σταυρό τον ένα ληστή να πιστεύει και να σώζεται και τον άλλον να βλασφημεί και να καταδικάζεται. Βλέπουμε τους Ιουδαίους να απιστούν και να απορρίπτονται από τον Θεό, ενώ οι εξ εθνών πιστεύουν στον Χριστό και προσλαμβάνονται από τον Θεό και γίνονται λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ. Αυτή η πραγματικότητα συνεχίζεται στην ιστορία της ανθρωπότητας ως σήμερα, αλλά και στον προσωπικό αγώνα του κάθε ανθρώπου. Ο Χριστός πίπτει μέσα μας, όταν αμαρτάνουμε, και ανίσταται, όταν μετανοούμε. Επίσης, κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, ο Κύριος θα είναι πτώση και ανάσταση πολλών. Όλοι θα ιδουν τον Χριστό, αλλά, κατά την πίστη και τα έργα του καθενός, για άλλους θα είναι αιώνια κόλαση, ενώ για άλλους αιώνια Ζωή.
Επιπλέον ο Χριστός είναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου και όσα θαυμαστά περιλαμβάνονται στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας θα είναι πάντοτε αφορμή αντιλογίας. Τα θαύματα πολλές φορές διαλύουν κάθε αντιλογία ή αμφιβολία, αλλά το θαύμα της Θείας Οικονομίας παραμένει σημείο αντιλεγόμενο. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και γεννάται από μητέρα Παρθένο, η οποία παραμένει παρθένος και μετά τη γέννηση του Υιού της. Όσοι προσπαθούν να εννοήσουν αυτό το θαύμα με τη λογική, το αμφισβητούν ή πέφτουν σε αίρεση. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει ότι ο αιρετικός που βλέπει τα έργα του Χριστού, άλλοτε να ενεργεί ως άνθρωπος (δηλ. ότι πεινά, διψά, δακρύζει, σταυρώνεται και πεθαίνει), και άλλοτε ως Θεός (δηλ. ότι κάνει θαύματα, εκδιώκει δαίμονες, ανίσταται εκ των νεκρών), αμφιταλαντεύεται αν ό Χριστός είναι Θεός ή άνθρωπος. Όμως ό Χριστιανός δεν έχει τέτοιες αμφιβολίες, γιατί γνωρίζει ότι ό Χριστός έχει δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, αλλ᾽ εν τούτοις είναι ένας κατά την υπόσταση και το πρόσωπο, και έτσι ο ένας και αυτός Χριστός ενεργεί άλλοτε τα θεοπρεπή και άλλοτε τα ανθρωποπρεπή.
Ακόμα, σημείο αντιλεγόμενο είναι και ο Σταυρός του Χριστού. Άλλοι δέχονται τον Σταυρό και την εκούσια σταύρωση του Χριστού ως σωτηρία, αφού είναι το μέσον με το οποίο ο Χριστός νίκησε τον διάβολο και κατήργησε τον θάνατο, ενώ άλλοι αρνούνται τον Σταυρό. Δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς σταυρώθηκε ο Ίδιος ο Θεός και απιστούν ή λοιδορούν τον Σταυρό. Όπως είπε κι ο απόστολος Παύλος, ο Σταυρός είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο και για τους Έλληνες μωρία. Για μας όμως τους πιστούς είναι Θεού δύναμις και Θεού σοφία: «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α´ Κορ. 1, 23-24). Σημείο αντιλεγόμενο είναι και η Ανάσταση του Χριστού. Οι στρατιώτες λιποθυμούν, οι Φαρισαίοι προσπαθούν να την κρύψουν, ενώ οι Απόστολοι χαίρονται και φωτίζονται. Πράγματι, το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, η Ενανθρώπηση, η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού, αποτέλεσε σημείο αντιλογίας ανά τους αιώνες.
Ο Θεοδόχος Συμεών προφητεύει και τον φοβερό πόνο που θα βίωνε η Παναγία, όταν θα έβλεπε τον Υιόν της και Υιό του Θεού επάνω στον Σταυρό. Την ψυχή της διαπερνά ρομφαία από το άδικο και παράδοξο της κατακρίσεως και της Σταυρώσεως του Χριστού. Η Παναγία δεν πόνεσε κατά την γέννηση του Χριστού, διότι συνέλαβε εν Αγίω Πνεύματι ασπόρως και γέννησε αφθόρως. Έπρεπε λοιπόν να πονέσει, βλέποντας το άδικο πάθος και τον θάνατο του Υιού της. Ο λόγος αυτός του αγίου Συμεών αποτελεί την πρώτη αναφορά και προφητεία στην Καινή διαθήκη για το σωτήριο πάθος του Κυρίου.
Εκτός από τον πρεσβύτη Συμεών, στον Ναό παρευρέθηκε και η προφήτιδα Άννα. Όπως μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς, η Άννα ήταν ογδοντατεσσάρων ετών χήρα, η οποία είχε ζήσει μόλις επτά χρόνια με τον σύζυγό της και τίμησε τη χηρεία της με σώφρονα και ενάρετη ζωή μέχρι τα βαθειά γεράματα. Μάλιστα δεν έλειπε ποτέ από τον Ναό, και με νηστείες και προσευχές λάτρευε νύχτα και ημέρα τον Θεό. Έτσι αξιώθηκε να της αποκαλύψει το Πνεύμα το Άγιο ότι ο μικρός Ιησούς είναι ο λυτρωτής του κόσμου. Και δοξολογούσε τον Θεώ και ομολογούσε σε όλους τους Ισραηλίτες που προσκαρτερούσαν τη λυτρωτική παρουσία του Μεσσία ότι ο Ιησούς είναι ο Λυτρωτής.
Η παρουσία του αγίου Συμεών και της Προφήτιδος Άννας φανερώνει ότι αυτοί ήταν το λογικό ζεύγος τρυγόνων που υποδέχθηκε τον Χριστό. Μαζί με το άλογο ζεύγος τρυγόνων, το Άγιο Πνεύμα έστειλε και το πνευματέμφορο ζεύγος τρυγόνων, τον Συμεών και την Άννα. Ο μακαριστός καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας παρατηρεί ότι για να μη σκανδαλισθούμε από την άσημη και αφανή γέννηση του Κυρίου, Άγγελοι απέδωκαν τιμές στο Θείο βρέφος. Έτσι και για να μη σκανδαλισθούμε διότι προσέρχεται στον Ναό ο Χριστός χωρίς κάποια επισημότητα, όπως τα άλλα βρέφη τα εν αμαρτίαις γεγεννημένα, το Άγιον Πνεύμα εμπνέει τον Συμεών και την Άννα να αποδώσουν τιμές στον Λυτρωτή του κόσμου.
Η Εκκλησία όρισε ώστε κάθε παιδί, σαράντα μέρες μετά την γέννησή του, να εκκλησιάζεται στον ναό και να αφιερώνεται στον Θεό από τη μητέρα του. Ευλογείται η μητέρα για τον καθαρισμό της από τα αίματα της γέννας. Χρειάζεται καθαρισμό, όχι γιατί θεωρείται η έννομος παιδοποιία αμαρτία, αλλά γιατί ο τρόπος που συλλαμβάνονται και γεννούνται τα παιδιά είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου. Ευχαριστούμε τον Θεό που μας αξίωσε να φέρουμε έναν άνθρωπο στον κόσμο και προσφέρουμε το βρέφος στον Θεό και Εκείνος μας το παραχωρεί εκ νέου για να το μεγαλώσουμε κατά Χριστόν. Πρέπει όμως να προσφέρουμε στον Θεό αντί του ζεύγους τρυγόνων την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος.
Η εορτή της Υπαπαντής προβάλλει την Παναγία Μητέρα του Χριστού ως την κατεξοχήν μητέρα όλων των ανθρώπων, η οποία είδε τον Υιόν της σταυρούμενον υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας. Αυτή λοιπόν η ημέρα είναι αφιερωμένη στη μητέρα. Μέσα στον λειτουργικό κύκλο της Εκκλησίας προσλαμβάνονται και αγιάζονται όλες οι εκφάνσεις της ζωής του Χριστιανού και δεν χρειάζεται να θεσπίζουμε ή να αποδεχόμαστε τις λεγόμενες παγκόσμιες ημέρες που προβάλλει η νέα εποχή, που αναδεικνύουν τη ζωή του ανθρώπου απογυμνωμένη από τη θεοποιό Χάρη του Θεού.