εις την Εκκλησίαν, τότε πραγματικά λαμβάνει πολλήν ξεκούρασιν. Διότι ξεκούραση δεν είναι να κοιμόμαστε, πολλές ώρες ή να κάνουμε διάφορα ταξίδια· είναι κι αυτό, βέβαια, μία σωματική ξεκούραση, αλλά η ψυχική ξεκούραση, η πνευματική ξεκούραση είναι πολύ πιο σημαντική και πολύ πιο σπουδαία. Και ο άνθρωπος ξεκουράζεται πραγματικά όταν μάθει, έτσι, να έχει μία σχέση ζωντανή με τον Θεόν.
Το λέω αυτό γιατί βλέπει κανείς πόσον ωραία αναπαύεται το πνεύμα του ανθρώπου μέσα στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, όπως ήταν ο Παρακλητικός Κανόνας στην Παναγία, τον οποίον εψάλλαμε προηγουμένως, και πόσο αυτά τα ιερά τροπάρια, τα οποία γράφτηκαν από τους Αγίους, οι οποίοι είχαν την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος κι είχαν την εμπειρία της παρουσίας του Θεού μέσα στην καρδίαν τους και εξέφρασαν ακριβώς αυτήν την εμπειρίαν μέσω της μουσικής της εκκλησιαστικής, μέσω των τροπαρίων, μέσω των ύμνων και μ’ αυτόν τον τρόπον εβοήθησαν ώστε το πνεύμα του ανθρώπου να ανεβεί προς τον Θεόν και να κοινωνήσει με το Πνεύμα το Άγιον, το οποίο δίδεται από τον Θεόν σ’ αυτούς, οι οποίοι θέλουν και το επιζητούν. Και αυτό βέβαια, έτσι για να μας δώσει ακριβώς αυτήν την σωστήν αίσθησιν της παρουσίας του Θεού, της ξεκουράσεως, την σωστήν αίσθησιν της ψυχαγωγίας, της διασκεδάσεως, ας το πούμε έτσι· διότι πιστεύω απόλυτα ότι όσο κανείς ξεκουράζεται από μίαν πραγματικήν προσευχήν, από μίαν ακολουθίαν, από μίαν μυσταγωγία με τη σημασία του όρου, εις τον χώρον τον Εκκλησιαστικόν, δεν ξεκουράζεται και στα καλύτερα κέντρα ψυχαγωγίας, όπου εκεί πάνε οι άνθρωποι και φεύγουν πιο κουρασμένοι απ’ ότι πήγαν και πιο νευριασμένοι απ’ ότι πήγαν και καμιά φορά τόσο πολλά νεύρα έχουν, που σκοτώνει κι ο ένας τον άλλον.
Κι είναι παράδοξο γεγονός το ότι λέει κανείς, τουλάχιστον σήμερα που νυχτοξημερωνόμαστε μες στα κέντρα της ψυχαγωγίας έπρεπε να ‘ναι όλοι ήρεμοι· να ‘ναι όλοι ήρεμοι, να ‘ναι όλοι χαρούμενοι, να ‘ναι όλοι, ας πούμε, οι άνθρωποι χαμογελαστοί κάθε μέρα, από το πρωί ν’ αρχίζουν τα χαμόγελα. Διότι μόλις ξυπνήσουν πατάν το ράδιο κι αρχίζει και φωνάζει κι αρχίζουν τραγουδάνε, κι είναι όλο νεύρα από το πρωί που θα ξυπνήσουν! Καμιά φορά κατεβαίνουμε κι εμείς πρωί πρωί με τ’ αυτοκίνητο από το μοναστήρι, τους βλέπουμε, με το παραμικρό αμέσως φωνάζουν, βρίζουν, βλαστημούν, έτοιμοι να κάνουν καυγά. Και λες, μα τι πάθαν πρωί πρωί, ας πούμε, οι άνθρωποι; Να ‘ταν απόγευμα, τέλος πάντων! Πρωί πρωί, από η ώρα 7, τα μάτια τους ακόμη δεν άνοιξαν, τόσα νεύρα πού βρέθηκαν; Και μπορεί κι όλη νύχτα να ήταν και στα κέντρα της ψυχαγωγίας, από τα οποία πήγαν, πλήρωσαν κιόλας κι έφυγαν και χειρότεροι απ’ ότι πήγαν!
Ενώ εις την Εκκλησίαν δεν συμβαίνει έτσι. Εις την Εκκλησίαν λέει έναν ωραίο λόγο ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· λέει, θέλεις να μάθεις τι είναι η Εκκλησία και ποιο είναι το θαύμα της Εκκλησίας; Είναι πολύ απλό λέει. Κοίταξε γύρω σου ή μπες μέσα στην εκκλησία και θα δεις ότι η εκκλησία είναι ένας τόπος, όπου μπαίνει ο λύκος και βγαίνει πρόβατον. Μπαίνεις λύκος και βγαίνεις πρόβατον, μπαίνεις ληστής και βγαίνεις όσιος, μπαίνεις θυμώδης και βγαίνεις πράος, μπαίνεις αμαρτωλός, σαρκικός και βγαίνεις πνευματικός, μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις άγγελος. Και λέει· τι λέγω άγγελος; Άγγελος μόνον; Μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις Θεός, κατά Χάριν! Αυτή είναι η Εκκλησία.
Και είναι πραγματικά κάτι, το οποίον δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, το ότι ο άνθρωπος μέσα στον εκκλησιαστικόν χώρον, μέσα στην ατμόσφαιραν αυτήν των ύμνων, των προσευχών, βρίσκει πολλή πολλή ηρεμίαν. Και γι’ αυτό βλέπετε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας έχει μεγάλες ακολουθίες και είναι κατ’ εξοχήν Εκκλησία Λειτουργική και όλη η θεραπευτική αγωγή, που ασκεί στον άνθρωπον, στις ψυχές των ανθρώπων, είναι αγωγή Λειτουργική. Ενθυμούμαι κι εγώ στο Άγιον Όρος, και γενικά, στην μοναχική μου ζωή, που ερχόντουσαν παιδιά να μείνουν στο μοναστήρι κι ήταν άγριοι! Τις πρώτες μέρες, ας πούμε, τους έβλεπες κι είχαν ένα άγριον ύφος, ένα άγριο βλέμμα, ένα άγριο πρόσωπο· αντικατοπτριζόταν στο πρόσωπό τους, δηλαδή, αυτή η αγριάδα η εσωτερική. Όταν έμεναν ένα-δυο μέρες πλέον στο Άγιον Όρος, στο μοναστήρι, με τις ακολουθίες, τότε άρχιζε σιγά σιγά και ζωγραφίζετο πάνω τους αυτή η γλυκιά η πραότητα της Χάριτος του Θεού και ενώ, ας πούμε, ήταν επισκέπτες οι άνθρωποι, όμως επιδρούσε πάνω τους το Πνεύμα του Θεού και ειρήνευαν και αποκτούσαν, πραγματικήν ησυχίαν.
Και πολλοί έλεγαν, ερχόμαστε στο Άγιον Όρος, στο μοναστήρι, και να μην ωφελούμαστε, τουλάχιστον κοιμόμαστε άνετα, τόσο ωραία κοιμάσαι στο μοναστήρι, όσο πουθενά αλλού, έξω δεν μπορούμε ούτε να ησυχάσουμε ούτε τίποτε. Όχι επειδή είχε ησυχία· είχαν κι εκεί ησυχία. Αλλά διότι υπήρχεν ειρήνη, ειρήνη πνευματική. Τόσο πολύ δε ήταν έντονο αυτό, που κανείς το καταλάβαινε και με μια απλή ματιά. Εγώ καμιά φορά θέλοντας να διασκεδάσω μαζίν τους, γιατί μερικοί, νόμιζαν ότι όλοι στο Άγιον Όρος είχαμε προφητικό χάρισμα και μόλις τους βλέπαμε εμείς τους καταλαβαίναμε, δηλαδή τι γινόταν! Ενώ αυτό, το είχαν οι Άγιοι, δεν το είχαμε εμείς! Ε, άμα ήταν καμιά εικοσιπενταριά τους έλεγα, θέλετε να σας πω πόσοι από σας ήρθατε για πρώτη φορά και πόσοι έχουν ξανάρθει; Λέει, ναι, πάτερ, να μας πεις. Και τους έβλεπα στα πρόσωπα και φαινόντουσαν, πράγματι, οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν ξαναέρθει στο Άγιον Όρος είχαν ένα άλλο πρόσωπο από τους άλλους. Και τους έλεγα ότι, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ ήρθες κι άλλη φορά. Κι ήταν πράγματι, το έβρισκα δηλαδή πάντα! Κι έτσι εμετείχα κι εγώ της προφητικής δόξης! (γέλια) Αν και ήμουν σαν αυτούς τους φακίρηδες, δηλαδή που είναι ψεύτικοι!
Γι’ αυτό είναι ευλογία το να μάθει ο άνθρωπος να προσεύχεται! Γι’ αυτό πρέπει να μάθετε να προσεύχεστε, παιδιά, διότι μέσα στη ζωή σας την καθημερινή οπωσδήποτε συναντάτε πολλές δυσκολίες και πολλές απογοητεύσεις και πολλά παιδιά ευρίσκονται σε αδιέξοδο. Τουλάχιστον βλέπω κι εγώ, από την μικρή μου πείρα με την επαφή που έχω μαζί σας, ότι πολλά αδιέξοδα και πολλά προβλήματα και πολλά ερωτηματικά υπάρχουν στις ψυχές των ανθρώπων και πολύ άγχος. Και ακόμα και αυτό το σκότος, που καμιά φορά μπαίνει στη νεανική ψυχή και ο άνθρωπος δεν ξέρει, πολλές φορές, ούτε ποιος είναι ο ίδιος, ούτε τι κάνει, ούτε πού πάει, ούτε τι θέλει, δεν ξέρει τι θέλει, δεν ξέρει τίποτε.
Αυτό το πράγμα όλο θεραπεύεται όταν ο άνθρωπος αρχίσει να προσεύχεται. Όταν ο άνθρωπος αρχίσει να προσεύχεται τότε λαμβάνει δύναμιν από την προσευχήν· και η προσευχή είναι φως, διότι ο ίδιος ο Θεός είναι φως. Και το φως του Θεού αρχίζει σιγά σιγά να διαλύει τα πνευματικά σκοτάδια. Και αν καμιά φορά επιμένει το σκότος να υπάρχει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, αυτό συμβαίνει διότι ο καλός Θεός, ως ιατρός, θέλει να θεραπεύσει την ψυχή με την ταπείνωση, να μάθει ο άνθρωπος να ταπεινωθεί. Και πρέπει να μάθομε κι εμείς ν’ αποκτήσουμε αυτήν την δύναμιν, ώστε να περνούμε το πέλαγος της δικής μας ζωής και τις δυσκολίες μας, πατώντας σε μια σταθερή βάση.
Οι βάσεις οι άλλες που υπάρχουν σήμερα, οι βάσεις της λογικής μας, να πούμε, οι βάσεις των χρημάτων μας, οι βάσεις της υγείας μας, οι βάσεις της δύναμής μας, ας πούμε, οι βάσεις του άλλου ανθρώπου, του συνανθρώπου μας, του φίλου μας, της φίλης μας, της συζύγου μας κτλ, είναι μεν βάσεις κι αυτές καλές αλλά δεν είναι σταθερές βάσεις, διότι υπόκεινται στην φθοράν και στην αλλοίωσιν· αλλοιώνονται οι άνθρωποι, αλλοιώνονται τα γύρω μας πράγματα λόγω των γεγονότων, λόγω των συνθηκών του κόσμου. Η μόνη σταθερή βάσις, η αναλλοίωτη βάσις, είναι η πίστις στον Θεόν. Ο Θεός δεν αλλοιώνεται ποτέ ούτε χάνει ο Θεός, ούτε αλλάζει, ούτε απογοητεύει τον άνθρωπον, ούτε προδίδει ποτέ τον άνθρωπον και, ούτε αφήνει τα έργα Του ο Θεός ατέλειωτα και μισά, αλλά τα φέρει εις πέρας γιατί είναι τέλειος Θεός! Έτσι λοιπόν, πολλές φορές που ευρίσκεστε αντιμέτωποι με αποτυχίες, κυρίως, και για σας που σπουδάζετε αντιμέτωποι με αποτυχίες στις εξετάσεις σας, στα μαθήματά σας, πρέπει να μάθετε να αποκτήσετε αυτήν την δύναμιν της προσευχής, ώστε να βγαίνετε πάνω απ’ αυτά τα πράγματα, όπως το αεροπλάνο, που βγαίνει πάνω από τα σύννεφα όταν έχει καταιγίδες· βγαίνει από πάνω και δεν παθαίνει τίποτα, η καταιγίδα υπάρχει, μαίνεται, αλλά εκεί που είναι το αεροπλάνο δεν το πιάνει, διότι έχει την δύναμιν, ακριβώς, να υπερβεί αυτά τα πράγματα.
Και ακόμα εις την Εκκλησίαν ο Θεός δίνει την δύναμιν όχι μόνο να υπερβαίνουμε τις αποτυχίες μας, αλλά να χρησιμοποιούμεν τις αποτυχίες για πνευματικήν ωφέλεια. Και καμιά φορά η αποτυχία είναι η καλύτερη επιτυχία! Διότι έχει τέτοιες ευεργετικές επιδράσεις εις την ψυχήν του ανθρώπου, εις το σύνολον της προσωπικότητάς του, που είναι πολλές φορές απαραίτητες· όχι πολλές φορές, μπορώ να πω ότι είναι άκρως απαραίτητο να μάθουμε να αποτυγχάνομε κι έχει μεγάλη σημασία η αποτυχία. Παντού μας εύχονται «καλές επιτυχίες» αλλά πρέπει να μας λένε καμιά φορά και «καλές αποτυχίες», ώστε να ξέρομεν ότι πρέπει να ζυμωθούμε· όχι να μαθαίνομε ότι όλα πρέπει να ‘ναι όπως τα θέλομε εμείς και με την παραμικρή δυσκολία αμέσως τρέχουμε στους ψυχολόγους και στους ψυχίατρους και γεμίζει το κεφάλι μας ότι έχουμε ψυχολογικά προβλήματα. Το κεφάλι μας με ψυχολογικά προβλήματα και η τσέπη μας με χάπια και η τσέπη του ψυχολόγου με λεφτά. Κάθε 45 λεπτά, 15 λίρες λέει! (δεν ακούγεται το σχόλιο) Δεν έχετε ακόμα; (δεν ακούγεται το σχόλιο) Ξέρετε που μερικοί ψυχολόγοι με πήραν κι εμένα, πώς να πούμε, δεν με συμπαθούν διότι τους έφαγα μερικούς πελάτες! (γέλια). Τ’ άκουσα κι εγώ, παραξενεύτηκα, προχτές ένας ψυχολόγος μου είπε μια κουβέντα που έγινε σ’ ένα κύκλο ψυχολόγων, ότι έφυγαν μερικοί απ’ αυτούς και χάσαν τους πελάτες τους. Είναι τραγικό πράγμα, πραγματικά, να πηγαίνει ο άνθρωπος, ο οποίος είναι βουλιαγμένος μέσα στα προβλήματά του και ο γιατρός να κοιτάει το ρολόι· μόλις συμπληρωθεί το 45λεπτο τού λέει, «κοίταξε», -ο άλλος εντωμεταξύ ο καημένος κάνει εκεί εξομολόγηση της ζωής του- «α», του λέει, «κοίταξε, θέλεις να μπούμε και στη δεύτερη ώρα;». Πρέπει να υπολογίσεις, διαφορετικά κρατήσου στο βυθό και ξαναέλα την άλλη φορά! Ναι. Κι όμως, παρόλα ταύτα, πάμε πολλές φορές, κι είναι ανάγκη να πάμε ή να παν οι άνθρωποι τέλος πάντων και τι; πληρώνουν για να μιλήσουν, πληρώνουν για να τους ακούσουν. Φανταστείτε πού βρισκόμαστε. Δηλαδή σε ποια, σε πόσην δυσκολία είναι οι άνθρωποι, ας πούμε, και κάνουν αυτό το πράμα. Διότι πλέον έχασαν την επικοινωνίαν με τον Θεόν. Ο Θεός μάς παρακαλεί, μας προτρέπει, μας ικετεύει, μας πιέζει να Του μιλούμε! Βλέπετε τι λέει; Ζητείτε, αιτείτε, να ζητάτε, να χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιγεί. Ό,τι ζητήσετε θα σας το δώσει ο Θεός. Κι αν μάθουμε να προσευχόμαστε τότε θα αποκτήσομεν ειρήνην μες στην ψυχή μας. Και ειρήνη είναι αυτή η δύναμις, η οποία δεν αφήνει τον άνθρωπον να βουλιάξει. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, ο οποίος μαθαίνει να προσεύχεται καταλαβαίνει και πολύ καλά ποιο είναι το νόημα της ζωής του. Βρίσκει νόημα στη ζωή και μέσα σ’ αυτό το νόημα εντάσσει και τις αποτυχίες του.
Εδώ είχαμε μιαν απορίαν από την άλλην φοράν και είπα να σας την πω σήμερα. Κάποιος ρώτησε: Πιστεύετε ότι μερικές οικογένειες ο Θεός τις προστατεύει ενώ άλλες όχι; Γιατί μερικές οικογένειες αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα ενώ κάποιες άλλες ζούνε μια ζωή χωρίς δυσκολίες;
Ακριβώς αυτό το ερώτημα εντάσσεται σ’ αυτό το πνεύμα. Εάν καταλάβουμε ποιο νόημα έχει η ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο, τότε θα καταλάβουμε και ποιο νόημα έχουν οι θλίψεις, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, τα προβλήματα και οι αποτυχίες και θα αγιάσουμε εις την ζωή μας τις αποτυχίες μας, εντάσσοντάς τες κι αυτές εις τον πνευματικόν αγώνα. Οπωσδήποτε πρέπει να ξέρετε ότι ο Θεός, όπως λένε οι Πατέρες, δεν έκαμεν το κακόν στον κόσμο· ούτε ο Θεός θέλει το κακόν, ούτε ο Θεός εδημιούργησε το κακόν, ούτε ο Θεός αγαπά να θλιβόμαστε. Διότι ο Θεός όταν εδημιούργησε τον κόσμον, εδημιούργησεν τα πάντα καλά λίαν, πολύ καλά, άριστα, τα πάντα. Δεν έκαμε ο Θεός πράγματα θλιβερά ούτε τον θάνατον, ούτε τις ασθένειες, ούτε την φθοράν, ούτε την λύπην, ούτε καμία δυσάρεστη συνέπεια, που συμβαίνει πάνω μας σήμερα ή στο περιβάλλον μας. Όλα αυτά εμπήκαν εις τον κόσμον μετά το γεγονός της πτώσεως. Το γεγονός της διακοπής της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεόν έφερε σαν αποτέλεσμα τον θάνατον, την φθοράν, τις ασθένειες, τις θλίψεις, τις αποτυχίες. Και η ελευθερία του ανθρώπου, η οποία εξέλεξεν την διακοπήν της σχέσης της με τον Θεόν, αυτή δημιουργεί και τα προβλήματα σε μας όλους και στους αγαπητούς μας ανθρώπους, στην οικογένειά μας.
Τώρα να πει κανείς, και τι πρέπει να κάνουμεν εμείς; Να κάτσουμε έτσι, πώς να πούμε, να λέμε ότι, α, τι ωραία περνάμε θλίψεις και θ’ αγιάσουμε, ας πούμε, μ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι μοιρολατρία η Εκκλησία, διότι η Εκκλησία είναι κατ’ εξοχήν χώρος αγώνος και πολύ δύσκολου αγώνος, αιματηρού αγώνος!
Γι’ αυτό και δεν έχει και πολλούς “οπαδούς”. Κι αυτοί που, πώς να πούμε, μέμφονται την Εκκλησίαν, ότι όποιος πάει στην Εκκλησία είναι μαλθακός και, ξέρω ‘γω, δεν αγωνίζεται, το αποδεικνύει η πραγματικότητα. Αν ήταν έτσι θα ήμαστε γεμάτοι από “οπαδούς”, ενώ οι οπαδοί είναι αλλού, που είναι εύκολα.
Η Εκκλησία και οι “οπαδοί του Χριστού” είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι ξέρουν, έμαθαν και αγάπησαν όχι μόνον την θυσίαν αλλά και τον ίδιον τον θάνατον. Λοιπόν, όταν καταλάβομεν ότι η ζωή μας έχει ως νόημάν της, ως κεντρικόν σκοπόν της, κατ’ εξοχήν σκοπόν, την οικείωσή μας με τον Θεόν, να γίνομε ένα με τον Θεόν, να αγιάσομεν τον εαυτόν μας, να αποβάλλομε από τον εαυτόν μας όλα τα πάθη και τις αμαρτίες, να ξεκολλήσει το είναι μας από την ύλην και τα παρόντα πράγματα και να κατευθυνθεί με φοράν προς την αγάπην του Θεού και προς την αιώνιαν Βασιλείαν του Θεού, κι ότι τα πάντα εδώ αξιολογούνται με σχέση με την αιωνιότητα και όχι από μόνα τους, τότε μαθαίνουμε να υπομένουμε τις θλίψεις. Διότι εάν η ζωή μας είχε ως μόνο νόημα την παρούσα ζωή, τα παρόντα μόνο, τότε οπωσδήποτε είναι τραγικότητα, είναι τραγωδία ο θάνατος, τραγωδία οι αρρώστιες, τραγωδία οι αποτυχίες, τραγωδία κάθε δυσκολία· γιατί έχουμε 80 χρόνια, 90, αν δεν τα ζήσουμε αυτά, αν δεν πετύχουμε σ’ αυτά, χάθηκαν τα πάντα, δεν έχουμε τίποτα μετά. Ενώ ο άνθρωπος του Θεού ξέρει ότι αυτά τα λίγα χρόνια, αυτά τα 70, 80, αν πάνε και τόσα, δεν σταματούν εδώ, αλλά αυτά καθορίζουν την αιωνιότητα και με την πίστιν αυτήν και την ελπίδα εις τον Θεόν και την εμπειρία της Αναστάσεως του Χριστού μέσα στην καρδίαν του νικά τον θάνατον, νικά τον χρόνον, νικά συνολικά όλες τις δυσκολίες κι έτσι βγαίνει από πάνω· βγαίνει από πάνω και καταλαβαίνει ότι προχωρά διά των παρόντων γεγονότων εις την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Και γι’ αυτόν τον λόγον μετά πολλής χαράς προχωρεί στην ζωήν του. Οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι είναι αυτοί που έχουν πίστιν εις τον Θεόν. Και οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι είναι αυτοί, οι οποίοι κατάλαβαν ότι δεν είναι τα γεγονότα του κόσμου τούτου, πώς να πούμε, δεν αξιολογούνται μόνο σ’ αυτόν το χώρο της επίγειας ζωής αλλά αξιολογούνται στην αιώνιαν Βασιλείαν του Θεού.
Έτσι λοιπόν καταλαβαίνουμε και το νόημα των προβλημάτων, ακόμα και των οικογενειακών. Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Ο Θεός είναι πατέρας όλου του κόσμου, πατέρας όλων, των πάντων. Και ο Θεός όπως αγαπάει τους αγίους αγαπά και τους αμαρτωλούς, όπως αγαπάει την Παναγίαν αγαπά κι εμάς, αγαπά ακόμα και τον διάβολον. Διότι ο Θεός τελεία αγάπη, είναι τέλειος εις αγάπην· δεν έχει καμίαν διαφοράν η αγάπη του Θεού, εκχέει την άπειρην, την πλούσιαν, την θεοπρεπήν του αγάπη προς όλα τα πλάσματά του, σ’ όλη τη δημιουργία. Μόνον, κάθε ένας από μας ή είναι θετικός στην αγάπην του Θεού και απολαμβάνει της αγάπης του Θεού ή είναι τελείως αρνητικός και δε δέχεται τίποτα από την αγάπην του Θεού. Ο Θεός όμως αφ’ εαυτού Του δεν έχει καμίαν διαφοράν στην αγάπην του· δεν αγαπάει άλλον πολύ, δηλαδή, κι άλλον λίγο, δεν βοηθάει άλλον πολύ κι άλλον λίγο. Αλλά είναι ένα μυστήριον το πώς διοικάται ο κόσμος ολόκληρος, ένα μυστήριον, το οποίον δύσκολα καταλαβαίνει ο άνθρωπος χωρίς το φωτισμόν του Θεού. Εκείνον που μπορεί να καταλάβει κι εκείνον που έχει σημασίαν είναι να μάθει να αξιοποιεί τα παρόντα γεγονότα για την αιώνια Βασιλεία του Θεού διά της υπομονής και της ευχαριστίας και της δοξολογίας. Έτσι δεν τον καταβάλλουν οι δυσκολίες.
Δεν ξέρω, σ’ αυτό μήπως θέλετε να ρωτήσετε κάτι ή να απαντήσω σε ένα άλλο χαρτάκι που μας δώσαν; Ναι (δεν ακούγεται η ερώτηση). Δεν άκουσα. (δεν ακούγεται η ερώτηση). Ναι. Οπωσδήποτε, αλίμονο, δεν είναι οι ένοχοι άνθρωποι που αποθνήσκουν ή παθαίνουν δυστυχήματα. Δε σημαίνει δηλαδή ότι κάποιος που έπαθε δυστύχημα ή απέθανε, είναι ένοχος θανάτου και θανατώθηκε. Οπωσδήποτε ο θάνατος έστω και αν είναι εκτός του θελήματος, του κατ’ ευδοκίαν θελήματος του Θεού, υπάρχει πλέον ως γεγονός και είτε θέλομεν είτε όχι είτε πιστεύομε είτε δεν πιστεύομε είτε παραδεχόμαστε είτε δεν παραδεχόμαστε οι θλίψεις, οι στενοχώριες, οι αντιθέσεις, οι αρρώστιες, ο θάνατος υπάρχουν στην ζωή.
Και τώρα για μεν τους πιστούς ανθρώπους γίνονται αιτία, αιτίες, με τον τρόπο που τις αντιμετωπίζουν να βελτιώνουν την ψυχήν τους και να βοηθούνται μ’ αυτόν τον τρόπον να πλησιάσουν τον Θεόν, για δε όποιον δεν θέλει να τα αντιμετωπίσει έτσι, γίνονται, αυξάνεται η περιπέτειά τους. Τώρα το τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος αθώος, ας το πούμε, αποθάνει και είναι προστάτης κάποιας οικογένειας ή αφήσει πίσω του διάφορα κενά, οπωσδήποτε καθένας που αποθνήσκει αφήνει πίσω του κενά. Αλλά πρέπει να ξέρομεν ότι εάν πιστεύομεν εις την ύπαρξιν του Θεού, τότε πρέπει να καταλάβομεν ότι ο Θεός είναι αυτός, ο οποίος διοικεί την Κτίσιν κι είναι πατέρας του κόσμου όλου. Και τι μπορεί να κάνει, παιδί μου, ένας άνθρωπος; Ένας πατέρας μπορεί να προστατεύσει μέχρις ένα σημείο. Ο ουράνιος πατέρας όμως προστατεύει απόλυτα! Και ο Θεός ουδέποτε άφησεν άνθρωπον απροστάτευτον. Και σ’ αυτό έχω προσωπικήν πείρα εγώ, διότι κι εμένα ο πατέρας μου απέθανε κι εγώ ήμουν μικρός· κι όμως δεν μας εγκατέλειψε ο Θεός. Κι εμείς δεν πιστεύαμεν τότε στον Θεόν, αλλά ο Θεός ουδέποτε άφησε ούτε εμάς ούτε κανέναν που έχω δει γύρω μου. Διότι ακριβώς, τι είναι ένας γήινος άνθρωπος, ένας άνθρωπος, έστω ένας από μας· αναλαμβάνει τη φροντίδα να κάνει οικογένεια. Μπορεί να κάνει κάτι, οπωσδήποτε είναι σημαντική η παρουσία του, μέχρις ένα σημείο· είναι πεπερασμένα τα όριά του.
Ενώ ο Θεός είναι ουράνιος, είναι αιώνιος, είναι άπειρος. Γι’ αυτόν τον λόγον ο Θεός όταν κάνει έργα, κάνει έργα τέλεια. Αλίμονο. Δεν στέκει εάν πιστεύομεν στον Θεόν τότε να πούμε ότι πέθανε ένας άνθρωπος και όλα χάθηκαν. Τότε ο άνθρωπος τά ‘κανε ή ο Θεός τα κάνει τα έργα; Και κάποιος που αδικείται, ένα παιδί, ας πούμε, που αποθνήσκει νέος ή παιδιά που, αποθνήσκουν από την πείνα μακριά κι αυτά τα παιδιά ακόμα, τα οποία αδικούνται στην ζωήν αυτήν, όντως αδικούνται, δικαιώνονται εις την αιώνια Βασιλείαν του Θεού.
Κι εκεί είναι η δικαιοσύνη του Θεού, διότι δικαιώνονται με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τι νόημα έχει ακόμα, έστω κι αν ζήσει ένας άνθρωπος 80 χρόνια, 100 χρόνια, και ζημιωθεί, ζημιώσει την ψυχήν του, δεν μπορέσει να ετοιμάσει τον εαυτόν του για την Βασιλείαν του Θεού, τι τα θέλουμε και τα 80 χρόνια, τα οποία αιώνια τον χώρισαν από τον Θεόν; Με τα μάτια της Πίστεως είναι αποτυχία. Τώρα με τ’ άλλα μάτια, όπως θέλουν ας τα κρίνουν αυτοί που τα έχουν. Εμείς όμως βλέπομε με την Πίστη. Χωρίς Πίστη και η ζωή αυτή είναι μάταιη, διότι κάθε λεπτό που περνάει είναι θάνατος· κατεργάζεται τον θάνατο πάνω μας. Ο χρόνος ο ίδιος είναι θάνατος· κανένα λεπτό δεν επιστρέφει πίσω. Άρα όλα είναι τραγικά, είναι όλα υπό την σκιάν του θανάτου, είμαστε όλοι μελλοθάνατοι. Μόνον η Πίστις υπερβαίνει τον θάνατον και νικά διά της Αναστάσεως του Χριστού και σώζει τον άνθρωπο.
(δεν ακούγεται η ερώτηση) Ναι, ένας άνθρωπος βλέπει ότι οδεύει προς τον θάνατον ενώ ένας πιστός βλέπει ότι οδεύει προς τον Θεόν, έτσι; Εμείς δεν βλέπομεν τον θάνατον. Ο θάνατος είναι ένα γεγονός όπως όλα τ’ άλλα που συμβαίνουν στη ζωή μας· όπως όταν παντρεύεστε είναι ένα γεγονός, όταν γεννάτε ένα μωρό είναι ένα γεγονός κι όταν αποθνήσκετε είναι ένα γεγονός. Ο Θεός είναι το κέντρον, ο πόλος προς τον οποίον κατευθυνόμαστε. Αν αυτός είναι εκεί, όλα φωτίζονται, καταργούνται τα πάντα, δεν έχει εμπόδια. Δηλαδή, δεν βλέπομεν όχι τέρμα τον θάνατον, αλλά ως τέρμα τον ατέρμονα Θεόν.
(δεν ακούγεται η ερώτηση) Ναι, σ’ αυτό ήθελα να πω ότι, αυτή η αντίληψις του στοιχείου της αμαρτίας, το οποίο φέρουμε επάνω μας, δεν είναι ακριβώς έτσι όπως το μάθαμε, κυρίως στα θρησκευτικά μαθήματα.
Δηλαδή, αυτό το λεγόμενον «προπατορικόν αμάρτημα» δεν είναι το αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας για το οποίο είμαστε όλοι ένοχοι. Αυτό λένε οι Λατίνοι, οι παπικοί. Το Προπατορικόν, λεγόμενον, αμάρτημα είναι η ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, που έχει τάσιν προς την αμαρτίαν· όχι ότι έχομεν ενοχήν εμείς για ένα γεγονός που έγινε, ας πούμε, έστω από τον πρώτον άνθρωπο. Δεν έχουμεν ενοχήν, απλώς κληρονομούμε κληρονομικά, λαμβάνουμε την ροπή προς την αμαρτίαν. Οπότε ένα παιδάκι, το οποίο αποθνήσκει, είναι ένα παιδί, το οποίο είναι απηλλαγμένο αμαρτίας και η ψυχή του δεν είναι παιδική ενώπιον του Θεού, δεν είναι μωρό στον Θεόν, είναι τέλειος άνθρωπος! Εάν δε και το παιδί αυτό είναι και βαπτισμένο, μέλος της Εκκλησίας, τότε οπωσδήποτε είναι ένας τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτία.
Ναι, Θανάση, ναι. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Καλύτερα τι γίνεται μ’ αυτές τις μητέρες που βαρούν τα παιδιά τους! Αν μπορούν να ονομαστούν μητέρες αυτές οι κυρίες. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Ναι. Κοιτάξετε. Τα παιδάκια αυτά οπωσδήποτε είναι θύματα· και τα θύματα, τα οποία αδικούνται από τους ανθρώπους –κι όταν αδικούνται κυρίως από την μητέραν τους- τότε τα λαμβάνει ο καλός πατέρας Θεός και τα τοποθετεί στην Βασιλεία Του μαζί με τους Μάρτυρες. Αλλά αυτές οι καλές κυρίες, οι οποίες είχαν την έμπνευσιν να τ’ αποβάλλουν και να τα πετάξουν στα σκουπίδια, δεν ξέρω αυτές τι θα γίνουν, εάν δεν κλάψουν πάρα πολύ γι’ αυτό που έκαναν. Είναι τραγικότητα. Ξέρετε, παιδιά, ότι στην Κύπρον γίνονται εκατοντάδες –πόσο περίπου; έχετε περίπου μέσον όρον εκτρώσεις στην Κύπρον- σαράντα χιλιάδες (40.000) εκτρώσεις τον χρόνον! Οι Τούρκοι δεν σκότωσαν 40.000 όταν ήρθαν! Ένας γιατρός, όταν ήρθε κοντά μου, μου είπε ότι κάνει 4 με 5 εκτρώσεις την ημέρα· κι έχει δεκαέξι χρόνια γυναικολόγος! Φανταστείτε πόσες χιλιάδες εκτρώσεις έχει κάμει! Κι είναι κι επιστήμονας γιατρός. Να πω τέλος πάντων, μια κοπέλα, ας πούμε, πάνω στη ζάλη της, εκεί, έμεινεν έγκυος, μ’ αυτές τις ακαταστασίες που έχομε τώρα, δεν δικαιολογείται, αλλά, ας πούμε ότι τέλος πάντων δεν ήξερε. Αλλά ο γιατρός, ο επιστήμων, ο οποίος ξέρει τι σημαίνει έμβρυο, ξέρει τι σημαίνει ζωή, να πιάνει, ας πούμε, για να πληρωθεί εκατό λίρες, να κάνει εκτρώσεις από την άκρη;
Φανταστείτε τι γίνεται δηλαδή και πού βρισκόμαστε!
Ε, βέβαια, γιατί γίνονται αυτά, παιδιά; Γιατί όταν χάσουμε τον Θεόν χάνουμε και τον άνθρωπον! Κι όταν χαθεί ο άνθρωπος, τότε και φόνους κάνουμε και εκτρώσεις κάνουμε κι εγκλήματα κάνουμε και μετά μας πιάνει ευαισθησία για τα παιδιά στην Τανγκανίκα, που αποθνήσκουν από την πείνα. Αυτό είναι καμιά φορά, βλέπεις κάτι κυρίες, να πούμε, που διαμαρτύρονται κατά του Θεού διότι αφήνει τα παιδιά στην Μπιάφρα να είναι σκελετωμένα και να αποθνήσκουν από την πείνα. Και ρωτάς, δε μου λες, κυρία μου, εσύ πόσες εκτρώσεις έκαμες; Μα, δε θυμάμαι, πεντ’ έξι, εφτά, οχτώ; Ναι. Τα παιδιά της Μπιάφρα τα σκέφτεται· τα παιδιά που σκότωσε, τα παιδιά της, δεν τα σκέφτεται. Τελικά δηλαδή εμείς θα κρίνομε τον Θεόν ή ο Θεός θα κρίνει εμάς στο τέλος για όλα αυτά που κάναμε και που κάνουμε; Τουλάχιστον, έκαμες τι έκαμες, μετανόησε ρε παιδάκι μου, λυπήσου, κλαύσε, λυπήσου αυτό που έκαμες…
Ναι.
– Αν κάποια μητέρα είναι κάποιας προχωρημένης ηλικίας, ας το πούμε, και οι γιατροί προβλέψουν ότι αυτό το παιδί θα βγει, ας το πούμε τέλος πάντων, φυτό και θα βασανιστεί μετά από την γέννα του και οι γονιοί του θα βασανιστούν με το παραπάνω. Με κανέναν τρόπον δεν πρέπει να γίνει…
– Δεν μπορούμε, παιδί μου, να αφαιρέσουμε τη ζωή του ανθρώπου! Διότι, πώς να πούμε, έξω κυκλοφορούν άνθρωποι, όπως κίνδυνος το έμβρυο να βγει φυτό, κίνδυνος να γίνουμε όλοι φυτά, ανά πάσα στιγμή. Έτσι; Πόσα παιδιά παθαίνουν ένα δυστύχημα και μένουν φυτά, ή στην παιδική ηλικία; Τι θα κάνουμε; Θα πιάσουμε το μαχαίρι να του κόψουμε το κεφάλι τους; Σκοτώνουμε έναν άνθρωπο διότι έμεινε φυτό; Ποια η απόδειξη ότι θα μείνει φυτό; Δηλαδή, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, κανένας τρόπος, με τον οποίον μπορούμε να κάνουμε αυτό το πράγμα. Διότι, με την λογικήν αυτήν, εάν σκοτώσουμε το έμβρυο, τότε γιατί να μην σκοτώνουμε και τους γέρους; Τι να τους κάνουμε τους γέρους; Να τους σκοτώσουμε κι αυτούς· να μην τους πιάνει κι η σύνταξη! Λοιπόν, να σκοτώσουμε τους γέρους, να σκοτώσουμε τους καθυστερημένους, να σκοτώσουμε τους καρκινοπαθείς που, αφού θα πεθάνουν που θα πεθάνουν, τι να βασανίζονται και να παν να κάνουν και χημειοθεραπείες; Δώσ’ τους κι αυτοί να πάνε, ας πούμε, τους σκοτώνουμε. Μετά μας σκοτώνουν κι εμάς οι Τούρκοι γιατί δεν μας χρειάζονται, σου λέει, τι θέλετε τώρα εσείς μες στην Κύπρο; Να σας σκοτώσουμε. Όπως όταν σκότωσαν τον προηγούμενο Πάπα, ξέρετε ο προηγούμενος Πάπας, κατά λάθος, ήταν καλός και σε τριάντα πέντε μέρες απεφάσισαν ότι πρέπει να πάει γρήγορα στον ουρανό, διότι δεν είχε τόπο στη γη! Κι όταν απέθανε κατά ένα μυστήριον τρόπο, ένας καρδινάλιος ανακοίνωσε ότι ο Πάπας απέθανεν διότι ήτανε τόσον πολύ καλός, που δεν ήταν πλέον για τη γη· κι έτσι τον εξαπέστειλαν με καλόν τρόπον. Δεν είναι τρόποι αυτοί. Δεν μπορούμε, παιδί μου, να κάνουμε αυτό το πράγμα.
Ξέρετε, ότι μια γυναίκα που σκοτώνει το παιδί της, το έμβρυό της, εσκότωσε πρώτα τον εαυτόν της και ύστερα το παιδίν της. Αυτό είναι το τραγικό. Και ποιος ισορροπεί μετά τα πράγματα;
Ναι, Θάνο. (δεν ακούγεται η όλη η ερώτηση:
– …το παιδί γεννήθηκε κανονικά…
– …κι η μητέρα πέθανε. Αυτή η μάνα είναι πραγματική μάνα. Αυτό σημαίνει μάνα. Εάν είναι μάνα μια, θα πεθάνει αυτή θα ζει το παιδίν της. Αυτό σημαίνει μάνα. Τι σημαίνει μάνα; Να σκοτώσει το παιδί της για να ζήσει εκείνη; Πόσες μητέρες έχει, που παν και δίνουν τα νεφρά τους, ξέρω ‘γω, τα μάτια τους, οτιδήποτε μέλος του σώματός τους, να ζήσει το παιδίν τους. Ξέρω ‘γω μια άλλη μάνα στη Λεμεσό, εκεί στη γειτονιά μας, που της έφυγε, η αμαξού, δεν θυμάμαι τι έγινε, που ‘χεν το μωρό μέσα. Κι έρχονταν ένα φορτηγό κι έτρεξε, έσπρωξε την αμαξού –αμαξού δεν τη λέτε;- κι έφυγεν από το δρόμο και την επάτησε το αυτοκίνητον εκείνη. Αυτή είναι μάρτυρας. Αυτή είναι όχι μόνο μάνα, είναι και αγία, είναι και μάρτυρας της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει πιστός άνθρωπος: να πεθάνω εγώ να ζήσει ο άλλος· και περισσότερο το παιδί μου. Καμιά μάνα, νομίζω, δεν, πώς να πούμε, δεν προτιμά να πεθάνει το παιδί της παρά εκείνη.
Ναι. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Κάθε παιδί, παιδί μου, είναι ξεχωριστό και δεν είναι πάντα σίγουρο αυτό. Και μένα η μάνα μου θα πέθνησκε όταν θα με γεννούσε και πήγαινε στο γιατρό και της έβαζε ενέσεις να με αποβάλλει. Ε, ούτε κείνη πέθανε ούτε εγώ πέθανα. Πέθανε ο γιατρός! (γέλια) Πράγματι, πέθανε αυτός ο γιατρός. Δε νομίζω σήμερα, με τόσα μέσα η επιστήμη, παιδί μου, να είναι εύκολο να πεθάνει άνθρωπος· αλλά το να πεθάνει, εντάξει, και αμυγδαλές πας να κάνεις εγχείρηση και μπορεί να πεθάνεις, ας πούμε. Τι σημαίνει αυτό; Δηλαδή με πιθανότητα να πεθάνω, τότε τα κάνω όλα, ας πούμε, αυτά; Δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την έκτρωση επ’ ουδενί λόγο. Δεν υπάρχει δικαιολογία.
Ναι, Ελένη. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Άλλο αυτό. Αυτό δεν μπορεί, δεν έχει ευθύνη η ίδια, ούτε ευθύνεται, ούτε έχει λόγο γι’ αυτό το πράγμα. Απεβλήθηκε το παιδάκι, πέθανε μόνο του το μωρό, πέθανε όπως αποθνήσκουν τόσοι άνθρωποι κάθε μέρα. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Εάν άθελα, άθελα. Δεν έχει ευθύνη. Βέβαια, καλά είναι να προσέχουν, όταν είναι έγκυες οι μητέρες να προσέχουν, να μην κάνουν πράγματα, τα οποία κινδυνεύει η εγκυμοσύνη τους. Αλλά όταν δεν το θέλει, όταν δεν το προσέξει, μες στην ανθρώπινη φύση τα λάθη γίνονται, δεν είναι παράξενο πράγμα.
……………………….
Χριστέ το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου Σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον. Και κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς εργασίαν των εντολών Σου. Πρεσβείαις της παναχράντου Σου μητρός και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν.
Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν
Καλό βράδυ, παιδιά, ο Θεός μαζί σας.