π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Η  ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ  ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Σύνδεσμος Ν.Ε.Ο.Σ. αγ. Ματθαίος. ΧΑΝΙΑ 2011
 
“Χαίρετε! Είμαι ο Τζίμυ Μπράουν και σας κάλεσα απόψε εδώ. Δε με ξέρετε ούτε σας ξέρω. Κι όμως όλοι δεχτήκατε αυτή την πρόσκληση και ούτε ένας σας δεν αναρωτήθηκε ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που μας καλεί. Αλλά όλοι σας παραβλέψατε αυτή τη λεπτομέρεια προκειμένου να μη λείψετε από μια ακόμη εκδήλωση. Αυτά είχα να σας πω και γι’ αυτό σας κάλεσα. Μπορείτε να συνεχίσετε. Καλή σας νύχτα!”

Είναι μια πρόσκληση-φάρσα, που κάνει ένας άνθρωπος στην Α­στό­ρια της Αμερικής, ο Τζίμυ Μπράουν, η οποία λέει ακριβώς ότι επειδή αντιλαμβάνεται ότι κάποιους θα τους ενδιέφερε μια εκδήλωση, τους στέλνει μια πρόσκληση. Αυτοί μαζεύονται χωρίς να ξέρουν ποιος είναι ο προσκαλών και γιατί.
Ατυχώς, εκκλησιαστικά βρισκόμαστε σε μια αναλογία δεδομένων! Εμείς οι ιερείς στέλνουμε πρόσκληση στους ανθρώπους για τη Λειτουργία, που ούτε τους ξέρουμε ούτε μας ξέρουν. Ή αν θέλετε, (σε ένα άλλο με­γα­λύτερο και ουσιαστικότερο επίπεδο), μας στέλνει ο Θεός μια πρόσκληση, Εκείνος ξέροντάς μας και εμείς αγνοώντας Τον.
*        *        *
Πάρα πολλές φορές μέσα στην Εκκλησία, αν ένας άνθρωπος ρωτή­σει γιατί θα πρέπει να πάει την Κυριακή στην Ευχαριστία, του απαντάμε: “Αυτό είναι το καθήκον κάθε Χριστιανού“. Και φυσικά, επειδή πλέον οι άνθρωποι δε θέλουν να έχουν και δε δέχονται να υλοποιούν καθήκοντα στη ζωή τους, έχουν διαγράψει από την προοπτική τους το θέμα. Ίσως αντιδρώντας και υγιώς! Επειδή αντιλαμβάνονται ότι αυτό δεν μπορεί να είναι ένα καθήκον! Αν δεν είναι κάτι περισσότερο, δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει. Αν δεν έχει κάτι που αφορά την ζωή μου, δεν υπάρχει λόγος να συμμετάσχω.
Γράφει σε κάποιο φίλο του χριστιανό ένας αναρχικός: “δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο πάνε οι Χριστιανοί κάθε Κυριακή στην εκκλησία”. Του απαντά εκείνος: “Προφανώς, κάποια βιβλία που σου αρέσανε τα ξαναδιαβάζεις. Ε, λοιπόν, έτσι και οι Χριστιανοί, ξαναδιαβάζουμε τη Λειτουργία, όπως ένα συγκλονιστι­κό βιβλίο! Κάποιοι αποφασίσαμε κάθε Κυριακή να την ξαναδιαβάζουμε μαζί”. Από την αρχαία παράδοση, απ’ τον Ιουστίνο που είναι στον πρώτο αιώνα, είναι σαφές ότι οι Χριστιανοί κάθε Κυριακή “ξαναδιαβάζουν τη Λειτουρ­γία”. Όλοι μαζί.
Στο βιβλίο των Βασιλειών, κεφάλαιο τρίτο, περιγράφεται ένα περι­στα­τικό από την ζωή του Προφήτη Ηλία, στο οποίο ο προφήτης κάποια στιγμή καταδιωκόμενος από την Ιεζάβελ (την βασίλισσα του τόπου) καταφεύγει στο Χωρήβ, δηλ. στο όρος Σινά. Κάποια στιγμή κουράζεται και από την κούραση τον παίρνει ο ύπ­νος. Λίγο πολύ το θυμάστε το περιστατικό. Τον ξυπνάει κάποιος και του λέει: “Ανάστηθι και φάγε”. Και σηκώνεται και τρώει. Και λέει το κείμενο εκεί, 3° Βασιλειών 19 κεφάλαιο 8ος στίχος: “Και επορεύθη εν τη ισχύι της βρώσεως εκείνης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας”. Τι αναλογία μπορεί να έχουν τα δύο θέματα; Άμεση και απόλυτη. Και εμάς μας καταδιώκει κάποιος να λάβει την ψυχή μας. Ο “κύριος του κόσμου και του τόπου” αν δε συνειδητο­ποιήσουμε που θα μπορέσουμε να σώσουμε την ψυχή μας, από κει και μετά έχουμε ήδη μπερδευτεί.
Να κάνω μια παρένθεση. Υπάρχει ένας άνθρωπος, Έλληνας στην καταγωγή, ο οποίος έχει περάσει στη διεθνή βιβλιογραφία με το όνομα Γκουρτζίεφ. Και υπάρχει και ένα ίδρυμα και στην Αθήνα με το όνομά του, το ίδρυμα Γκουρτζίεφ, ο οποίος ήταν πνευματιστής, ήταν αποκρυφιστής. Έχει μια μέθοδο, τη μέθοδο Γκουρτζίεφ. Αυτός σε κάποιο βιβλίο του περιγράφει το εξής:
“Μια μέρα περπάταγα στη Μόσχα και χιόνιζε. Και όπως έκανε κρύο, προσπαθούσα να συντομεύσω τη διαδρομή. Στο δρόμο, όμως, συνάντησα το διάβολο. Ο οποίος ήταν κοκαλιάρης, ρακένδυτος και έτρεμε. Και τότε του είπα:
– Καλά σε αυτά τα χάλια κατάντησες;
Κι εκείνος μου απάντησε:
– Εδώ και 500 χρόνια, οι άνθρωποι δεν έχουνε ψυχή. Και μη έχοντας τι να πάρω, έχω καταντήσει κοκαλιάρης.
Είναι αλληγορία η εικόνα, αλλά είναι τρομερή. Ο Γκουρτζίεφ είναι σχεδόν στον 20° αιώνα. Θέτει ένα χρονικό όριο με τα λόγια του, από το οποίο ουσιαστικά ξεκινάει ο Διαφωτισμός και η Αναγέννηση και όλα τα υπόλοιπα ρεύματα, τα οποία προσπαθούν να πείσουν τον άνθρωπο ότι “κανείς δεν καταδιώκει να λάβει την ψυχή του”, όπως λέει στον Προφήτη Ηλία. Δε χρειάζεται καμία βρώση, η οποία θα τον ενισχύσει σε αυτή την πορεία προς ένα όρος στο οποίο θα μπορέσει να σωθεί.
Ο Προφήτης Ηλίας πάει στο Χωρήβ, στο Σινά. Έχει προηγηθεί στο Σινά ο Μωϋσής. Το Χωρήβ είναι το όρος της επιφανείας του Θεού. Και για τα δεδομένα τα εκκλησιαστικά είναι η Εκκλησία. Το Μυστήριο της Εκκλη­σίας, είναι άκτιστος Ενέργεια του Θεού, ενεργείται προ αιώνων. Ενεργείτο και στην Παλαιά Διαθήκη, γι’ αυτό έχουμε Αγίους απ’ την Παλαιά Διαθήκη, ενεργείται και στη Νέα Διαθήκη. Ο Χριστός είναι το σημείο του οποίου η σκιά φωτίζει την Παλαιά και οι ενέργειες φωτίζουν τη Νέα. Άλλωστε, δεν πρέπει να το ξεχνάμε: Τον ρωτάει ο Μωϋσής: πες μου ποιος είσαι, τι θα πω κατεβαίνοντας αν με ρωτήσουν; Και ο Χριστός του λέει: Πες τους είμαι ο Ων. Και γράφει ο Ιωάννης στην Πάτμο ότι ο Χριστός του είπε ότι Εγώ ειμί ο Ων. Αυτός που μιλάει στο Χωρήβ και αυτός που μιλάει στην Πάτμο. Είναι ο ίδιος.
Το όρος λοιπόν, της επιφανείας του Θεού είναι η Θεία Λειτουργία. Καταφεύγοντας εκεί θα σώσουμε την ψυχή μας, γιατί κάποιος στη ζωή του καθενός καταδιώκει να τη λάβει. Εμείς οι Χριστιανοί γελοιοποιήσαμε την εικόνα και την αντίληψη του περιεχομένου της λέξεως ψυχή. Είτε αγω­νιώντας αν την αποδέχεται ως υπαρκτή η ψυχιατρική, είτε ιδεολογικο­ποιώντας την, όντας εμείς πλατωνιστές. Ουσιαστικά έχοντας αγνο­ήσει το σώμα μη πιστεύοντας καλά καλά στην ανάσταση των σωμάτων γιατί πιστεύουμε ότι αφού υπάρχει η ψυχή μας και είναι…αθάνατη, τότε όλα καλά είναι! Χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι χωρίς σώμα μια ψυχή δεν μπορεί να εκφραστεί και χωρίς ψυχή ένα σώμα είναι ανενεργό και νεκρό.
Η Ευχαριστία, λοιπόν, είναι το όρος της επιφανείας του Θεού. Εκεί που καταφεύγει ο κάθε Ηλίας από μας, προκειμένου να σωθεί από την “Ιεζάβελ” που τον καταδιώκει. Και η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι η Ευχαριστία είναι μία καθολική όραση. Δηλαδή, ένας τρόπος με τον οποίο οι Χριστιανοί μαθαίνουν αν βλέπουν τα πάντα. Ό, τι συμβαίνει γύρω τους. Συνδέεται με όλα, όπως συνδέεται η καρδιά με όλα τα μέλη του ανθρω­πίνου σώματος. Και βέβαια στο Μυστήριο της Ευχαριστίας σημαίνεται η Εκκλησία.
Τι σημαίνει όμως Εκκλησία; Αν είναι ένα ακόμα ιδεολόγημα, δεν το χρειάζεται ο σημερινός άνθρωπος. Αν δε σαρκώνεται κάπου, αν δεν περπατάει στο τώρα, τι να το κάνει ο ταλαίπωρος σημερινός άνθρωπος; Ως ιστορική ανάμνηση, δεν το θέλει. Η παράδοση δεν τον απασχολεί. Το παρελθόν του είναι αν όχι αδιάφορο, πάντως άγνωστο. Αν δεν καταλάβει το 6° κεφάλαιο του κατά Ιωάννην, όπου ο Χριστός περιγράφει όλη τη διδασκαλία για την Ευχαριστία, από πού και ως που εμείς, θα του πούμε, έλα να λειτουργηθείς την Κυριακή;. Όταν ο Φίλιππος λέει στο Ναθαναήλ «έρχου και ίδε» τον καλεί να δει κάτι, να το ψηλαφήσει.
Εμείς, που τον καλούμε; Πού να ‘ρθει; Σε ένα χώρο που κανείς δεν ξέρει κανέναν; Σε ένα “γήπεδο” στο οποίο ουσιαστικά μας έφερε το κοινό θέαμα, όπως συνδέει τους θεατές του ποδοσφαίρου ο ποδοσφαιρικός αγώνας; Σε ένα χώρο στον οποίο ο νεαρός που πάει φοιτητής σε άλλη πόλη και πάει στη Λειτουργία, χρειάζεται μετά τη Λειτουργία να βγει απέναντι στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα για να του πει κάποιος κα­λημέρα!!! Στην εκκλησία δεν του είπε. Είναι οδύνη αυτό. Ο ναός είναι από τους μικρότερους της Θεσσαλονίκης. Χωράει 50 ανθρώπους. Κανένας δε ρώτησε: καλά που βρέθηκες εσύ εδώ; Τι είσαι, ποιος είσαι; Κάτσε να πούμε μια καλημέρα. Κάτσε να σε κεράσουμε κάτι. Και εδώ είναι με συγχωρείτε να το πω, το “γινάτι” που λέμε. Τόσο συχνά βλέπουμε ένα νεαρό στην εκκλησιά που μας αφήνει αδιάφορους η παρουσία του;
*        *        *
Όταν ο καθένας από μας αφήνει το κρεβάτι του, ξεκινάει μια πορεία, να σαρκωθεί η Εκκλησία κάπου. Όταν αφήνει τη βολή του, την άνεσή του, από κει και μετά ξεκινάει το μυστήριο της Ευχαριστίας. Η Λατρεία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο το ζειν κατά Χριστόν. Και ο Φλωρόφσκυ φτάνει να λέει την τρομερή κουβέντα: ο Θεός δεν ακούει μεμονωμένα άτομα. Ακούει μονάχα την Εκκλησία. Και επεξηγεί. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, λέει, δε θα συνειδητοποιήσουμε ποτέ τι σημαίνει μνημόσυνο! Πώς “σαρκώνεται” με τον ουσιαστικότερο τρόπο, η Εκκλησία στην προσευχή για τους νεκρούς, που έχουν φύγει ήδη. Προ­σευχή ατομική κάνουν όλοι, και οι ειδωλολάτρες κι όλα τα θρησκεύματα. Γι’ αυτό η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι μαζευόμαστε οι πάντες. Ζώντες και νεκροί εκεί συν πάσι τοις Αγίοις. Οι βιολογικά ζωντανοί και οι βιολογικά πεθαμένοι.
Οι Χριστιανοί μαζευόντουσαν σε ένα ναό. Είχαν ζωγραφίσει στους τοίχους τους Αγίους και απ’ έξω απ’ τους τοίχους του ναού είχαν θάψει τους συγγενείς τους. Η Εκκλησία ήταν μία. Εμείς τώρα, δεχτήκαμε να πάνε τα νεκροταφεία σαν σκουπιδότοποι έξω από τις πόλεις. Δεχτήκαμε να σπάσει ο κύκλος ο οποίος υλοποιούσε το Μυστήριο της Εκκλησίας στην πράξη και ορατά και να χαιρόμαστε γιατί γίναν ευπρεπή τα περίβολα των ναών.
Και φεύγει ο άνθρωπος λοιπόν απ’ το κρεβάτι του και έρχεται στην Εκκλησία και τι κάνει εκεί; Γίνεται ατυχώς μια σύναξη θεατών! Κάθονται οι άνθρωποι και μάλιστα τώρα που γίναμε και εμείς μοντέρνοι και βάλαμε καθίσματα, κάθονται και σηκώνονται -άλλη ιστορία αυτή- σαν τις αίθουσες των οργανώσεων. Μαζεύονται θεατές. Μονάχα θεατές; Μουγκοί θεατές. Στο γήπεδο κάποιος φωνάζει και λιγάκι, πετάει και τίποτα και εκτονώνεται. Εδώ είναι μουγκός θεατής. Μονάχα μουγκός θεατής; Και αλλόγλωσσος.
Ένα σημερινό νεαρό 18 χρονών, αν του κλείσουμε τα αυτιά και τα μάτια και τον βάλουμε μέσα σε ένα ναό, χωρίς να αντι­λαμβάνεται που είναι, τι θα καταλάβει; Τίποτα απολύτως. Να υπον­νοιαστεί το μυστήριο; Από πού; Από πού να το υπονοιαστεί; Χρειάζεται μια πρόσβαση στο μυαλό του το μυστήριο. Λέει ο Απόστολος Παύλος: “πώς δε πιστεύσωσι χωρίς κηρύσσοντος;” Ναι, αλλά το κήρυγμα δε γίνεται σε γλώσσα άδηλη! Γιατί ο ίδιος λέει ότι “αν σάλπιγξ άδηλον φωνή δω, ουδείς ετοιμασθήσεται προς πόλεμον”. Άμα δεν το καταλαβαί­νει το σάλπισμα ο φαντάρος, δε θα ετοιμαστεί να πάει στον πόλεμο. Οι προσευχές της Λειτουργίας και των Μυστηρίων είναι το ουσιαστικότερο κήρυγμα. Εμείς το ξεχάσαμε αυτό. Θρησκειοποιήσαμε το μυστήριο, βάλαμε ένα τελετουργό και κάναμε τους άλλους θεατές. Μουγκούς, αλλόγλωσσους, χωρίς να συμμε­τέχουν, χωρίς να λένε ούτε το αμήν. Ακόμα-ακόμα, ούτε το Πιστεύω, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να τελεστεί η Ευχαριστία.
Ομολογούμε όλοι που μαζευτήκαμε, την ίδια πίστη; Άραγε δεν ισχύει εκείνο που λέει ένας Ρώσος άγιος: το Πιστεύω δε σου ανήκει άμα δεν το έχεις ζήσει.. Δεν είναι η κάρτα μέλους για να περάσεις. Δεν είναι το passport για να μπεις σε ένα χώρο. Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι όλοι μας, και περισσότερο εσείς οι νεαρότεροι και οι λαϊκοί, θα πρέπει να απαιτήσετε μερικά πράγματα να αλλάξουν. Όταν ο παπάς λέει ανοησίες στο κήρυγμα θα πρέπει να του πείτε ότι λέει ανοησίες. Και ότι δεν είστε υποχρεωμένοι να τον ακούτε. Αν δεν κατανοεί την ανάγκη η ενορία να είναι μια κοινότητα και όχι ένα θρησκευτικό “φαστφουντάδικο” ή θα το καταλάβει ή… θα φύγει. Αν δεν είναι πατέρας, αλλά “δημόσιος προσευχητής” θα του πείτε ότι μπορείτε και μόνοι σας. Αν έχει οικονομικές απαιτήσεις θα του πείτε ότι συνήθως στα σπίτια οι πατεράδες δίνουν χρήματα στα παιδιά και όχι το αντίστροφο.
Ατυχώς εμείς οι κληρικοί έχουμε μπει στη λογική της απαίτησης αποδοχής, εκ της ιδιότητος! Όχι εκ της ποιότητος. Θεωρούμε ότι η Θεία Χάρις είναι υποχρεωμένη να ενεργεί κατά την εντολή. Διαβάζουμε στην Ευχαριστία του Αγίου Βασιλείου «και μη δια τας ημάς αμαρτίας κωλύσεις την Χάριν Σου από των προκειμένων Δώρων» και δεν το πιστεύουμε. Το θεωρούμε αυτονόητο ότι θα τελεστεί.
Τέλος πάντων. Αναφέρουμε τη ζωή μας στο Χριστό, λέμε. Αρχίζει μετά την ομολογία της Πίστεως η Αναφορά. Ποια αναφορά; Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι είναι το πρόσφορο καλά καλά, δεν τους είναι πλέον και συστατικό συντήρησης της ζωής τους, όπως ήταν παλιότερα το ψωμί! Ποια αναφορά; Να μεταβληθεί. Πού να μεταβληθεί; Και πώς να μεταβάλει εμένα; Πότε συμμετείχα; Πριν από χρόνια; Αν δε συμμετέχω στην Ευχαριστία, θα μεταβληθώ πώς; Λέμε τελειώνοντας την Λειτουργία, είδομεν το φως το αληθινόν ελάβομεν πνεύμα επουράνιο. Είδομεν! Είδομεν και… δεν το είδομεν. Σίγουρα πάντως δεν ελάβομεν! Πώς “ελάβομεν πνεύμα” αν δε λέμε καλημέρα στο διπλανό; Αυτό είναι το πνεύμα το επουράνιο; Να μη λέμε καλημέρα σ’ αυτόν που βρίσκεται δίπλα μας ή τον σπρώξαμε για να προλάβουμε πριν από αυτόν να μεταλάβουμε, γιατί μπροστά μας ήταν γέρος και σαλιάρης;
Πάρα πολλές φορές διαβάζουμε την μετάληψη πριν να μεταλά­βου­με και εκεί στον άγιο Συμεών, λέμε: «Και θεοί με και τρέφει». Ποιον, εμένα; Όχι εμένα. Εκείνον! Εκείνον τον αγ. Συμεών. Έλεγε ο μακαρίτης ο πάτερ Ιωάννης Ρωμανίδης: άπειροι άνθρωποι έχουν τη φράγκικη αντίληψη ότι τα μυστήρια είναι ενέσεις θεώσεως. Ότι ο Θεός τους κάνει ένεση αγιασμού με το ζόρι. Θέλοντας και μη. Άπαξ και καταπιείς μια κουταλιά Ευχαριστία από κει και μετά αλλάζουν όλα.
Πάμε άπειρες φορές στη Λειτουργία και δε συμμετέχουμε στην Ευχαριστία. Και πώς φαίνεται ότι δε συμμετέχουμε; Στη διαδοχή των γενεών. Έσπασε η διαδοχή των γενεών μέσα στην Εκκλησία! Από χίλιους άλλους λόγους που θα μπορούσε κανείς να τους δει (πολιτισμικά ή κοινωνιολογικά ή ιστορικά), αλλά κι απ’ τον ουσιαστικό αυτό λόγο για το σήμερα, ότι δεν έχουμε να πούμε στο παιδί μας για ποιο λόγο να έρθει. Δε χορτάσαμε εμείς. Άμα δε χορτάσω πώς θα μοιράσω το ψωμί στον άλλο; Επειδή η δική μου συνήθεια με ξαναπάει κάθε Κυριακή στην Εκκλησία; Δεν του φτάνει αυτουνού η δική μου διάθεση. Θέλει να το καταλάβει. Να το ζήσει. Να συμμετάσχει.
Έλεγε ένας νεαρός φοιτητής ιατρικής: Στο σπίτι μας δεν είχαμε καμία σχέση με την Εκκλησία, δε μύρισα ποτέ λιβάνι, δεν είχα δει ποτέ εικόνα, επειδή πήγαινα ιατρική δεν είχα μάθει τίποτε από αρχαία ελληνικά, και τώρα μου λες εμένα να βρεθώ σε ένα χώρο ο οποίος έχει όλα αυτά και να αισθάνομαι άνετα. Πώς; Πώς να αισθανθεί άνετα;
Αδελφοί μου, ο Χριστός έγινε “ξένος”, και “κηπουρός”. Οχι επειδή ο ίδιος ήταν ξένος ή κηπουρός. Αλλά επειδή κάποιοι δεν Τον έβλεπαν όπως ήταν. Τα δικά τους μάτια δεν μπορούσαν να τον δουν. Αυτοί Τον έβλεπαν ως ξένο και ως κηπουρό. Ατυχώς, είμαστε σε αυτή τη φάση. Οι άνθρωποι πλέον το Χριστό τον βλέπουν ως ξένο. Τον βλέπουν ως κηπουρό μιας άλλης αυλής. Εμείς, ατυχώς, δεν μπορούμε να πούμε αυτό που είπε ο Λουκάς και ο Κλεόπας. Ότι εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου. Τον γνωρίσανε στην Ευχαριστία.
Στις αρχές του 4ου αιώνα κατηγορούμενοι οι χριστιανοί της περιοχής της Καρχηδόνας, ότι, παρά τις απαγορεύσεις του Διοκλητιανού συγκεντρώθηκαν την Κυριακή, απάντησαν: “Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το Δείπνο του Κυρίου”.

Σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό όσων δηλώνουν χριστιανοί ορθόδοξοι παραδέχονται ότι σπάνια πηγαίνουν στην Κυριακάτι­κη Ευχαριστία. Όμως η Ευχαριστία, λέει η Εκκλησία, είναι η πη­γή και η αρχή όλης της χριστιανικής ζωής.