Οὐ κλέψεις» (Ἐξ. κ΄14). Δὲν θὰ κλέψεις. Δὲν θὰ πάρεις μὲ κανέναν τρόπο τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλον. Ρητὴ καὶ κατηγορηματικὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἁπλώνουμε τὸ χέρι καὶ νὰ ἁρπάζουμε τὴν περιουσία τοῦ πλησίον μας. Ὅπως ὀφείλουμε νά σεβόμαστε τὸν θησαυρὸ τῆς ἁγνότητας τῶν συνανθρώπων μας, ἔτσι ὀφείλουμε νά σεβόμαστε καὶ τὸν θησαυρὸ τῆς ἰδιοκτησίας τους. Ἡ κλοπὴ εἶναι βαρὺ κοινωνικὸ ἀδίκημα ποὺ ἀναστατώνει τὴν ὁμαλὴ συμβίωση τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ἡ κλοπή, παρόλο ποὺ καταδικάζεται καὶ ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ τὴν πανανθρώπινη συνείδηση, ἐξακολουθεῖ νὰ μαστίζει τὴν ἀποστατημένη κοινωνία μας. Ἡ τηλεόραση, τὸ ραδιόφωνο καὶ οἱ στῆλες τῶν ἐφημερίδων σχεδὸν κάθε μέρα μιλοῦν καὶ γράφουν γιὰ ληστεῖες, διαρρήξεις, πλαστογραφίες, νοθεῖες καὶ αἰσχροκέρδειες. Καὶ τί δὲν μηχανεύονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἁρπάξουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλους! Δὲν εἶναι μόνο αὐτοὶ ποὺ κλέβουν τὶς τσάντες καὶ τὰ πορτοφόλια, οὔτε μόνο αὐτοὶ ποὺ βγαίνουν στὴν ὕπαιθρο καὶ κλέβουν φροῦτα ἀπὸ τὰ κτήματα ἢ ζῶα ἀπὸ τὶς στάνες. Εἶναι καὶ οἱ κλέφτες τῶν πόλεων ποὺ κλέβουν μὲ τρόπο ἐπιστημονικὸ καὶ πολιτισμένο. Ἄλλοι κλέβουν στὸ ζύγι, ἄλλοι νοθεύουν τὰ προϊόντα, ἄλλοι τὰ ἀγοράζουν ἀπὸ παραγωγοὺς σὲ χαμηλὲς τιμὲς καὶ τὰ πουλοῦν σὲ τιμὲς ὑπέρογκες. Ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ κλέβουν μὲ τὴν τοκογλυφία, μὲ τὴν πλαστογραφία, μὲ τὴν ἀπάτη καὶ τὴ ληστεία. Ἄλλοι ἀποκρύπτουν στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἐφορία γιὰ νὰ πληρώσουν λιγότερα κι ἄλλοι ἀπασχολοῦν μὲ ὑπερωρίες τοὺς ὑπαλλήλους τους χωρὶς νὰ τοὺς ἀμείβουν γι᾿ αὐτές. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι ποὺ κλέβουν ἀπὸ τὸ δημόσιο. Ὑπογράφουν συμβάσεις, ἀφοῦ προηγουμένως γεμίσουν τὶς τσέπες τους σὲ βάρος τοῦ Κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ μὲ χρηματικὰ ποσὰ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ μικροποσὰ ποὺ κλέβουν οἱ πλανόδιοι λωποδύτες. Ἀκόμη μεγαλύτερα χρηματικὰ ποσὰ κλέβουν οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι ἁρπάζουν τοὺς θησαυροὺς ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἔδαφος καὶ στὸ ὑπέδαφος τῶν πτωχότερων λαῶν «ἀντὶ πινακίου φακῆς». Ὅλοι αὐτοὶ δὲν ὑπολογίζουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων βροντοφωνάζει: «Οὐ κλέψεις» (Ἐξ. κ΄ 14)! «Οὐ κλέψετε» (Λευϊτ. ιθ΄ 11)! Δὲν θὰ κλέψεις, δὲν θὰ κλέβετε, διότι ἡ κλοπὴ εἶναι βαρὺ ἁμάρτημα ποὺ τιμωρεῖται αὐστηρὰ καὶ ἀπὸ τὸν νόμο τῆς πολιτείας καὶ ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν συλληφθεῖ ὁ κλέφτης, δικάζεται καὶ φυλακίζεται. Ἀλλὰ κι ἂν κατορθώσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν τσιμπίδα τοῦ νόμου, ἀπὸ τὴν τιμωρία τοῦ θείου νόμου δὲν θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ποτέ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κηρύττει ὅτι θὰ τὸν θερίσει τὸ δρεπάνι τῆς «ἀρᾶς» (= τῆς τιμωρίας) τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι θὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι «κλέπται… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. ς΄ 10). Ὁ προφήτης Ζαχαρίας σὲ μιὰ ὅρασή του εἶδε ἕνα μεγάλο δρεπάνι ποὺ μετεωριζόταν στὸν ἀέρα καὶ φαινόταν σὰν νὰ πετᾶ. Ὁ Ἄγγελος ποὺ συνομιλοῦσε μαζί του, τοῦ εἶπε: «Τί βλέπεις;». Ὁ Προφήτης ἀπάντησε: «Ὁρῶ δρέπανον πετόμενον μήκους πήχεων εἴκοσι καὶ πλάτους πήχεων δέκα» (Ζαχ. ε΄ 2). Ἄραγε ποιὸν σκοπὸ ἐξυπηρετεῖ αὐτὸ τὸ μεγάλο δρεπάνι; συλλογίσθηκε ὁ Προφήτης. Κι ὁ Ἄγγελος τοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία, λέγοντας: Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία τιμωρία. «Διότι πᾶς ὁ κλέπτης ἐκ τούτου ἕως θανάτου ἐκδικηθήσεται» (Ζαχ. ε΄ 3). Ὅποιος κλέβει, μ᾿ αὐτὸ τὸ δρεπάνι θὰ καταδικασθεῖ σὲ θάνατο. Εἶναι πολὺ διδακτικὸ τὸ ἁγιογραφικὸ παράδειγμα τιμωρίας τῆς κλοπῆς μὲ θάνατο, ποὺ περιγράφεται στὸ ἕβδομο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Ἰησοῦς Ναυῆ». Ὅταν ἔπεσαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς καὶ κυριεύθηκε ἡ ἁμαρτωλὴ πόλη, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶπε στοὺς Ἰσραηλίτες νὰ μὴν κλαποῦν οἱ πολύτιμοι θησαυροὶ τῆς πόλεως, ἀλλὰ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸ ἱερὸ θησαυροφυλάκιο. Ὁ Ἄχαρ πρόλαβε καὶ ἔκλεψε μερικοὺς θησαυροὺς καὶ τοὺς ἔκρυψε στὴ σκηνή του. Ἀλλὰ τιμωρήθηκε μὲ λιθοβολισμό (βλ. ζ΄ 125). Ὅσους ἔχουν τὸ πάθος νὰ κλέβουν, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς παρακινεῖ νὰ κάνουν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: ὄχι νὰ κλέβουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ βοηθοῦν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. «Ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθὸν ταῖς χερσίν, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι» (Ἐφ. δ΄ 28). Ἐκεῖνος ποὺ κλέβει, ἂς μὴν κλέβει πλέον. Ἂς κοπιάζει μάλιστα περισσότερο κι ἂς ἐργάζεται μὲ τὰ χέρια του τὸ ἔντιμο βιοποριστικό του ἔργο, γιὰ νὰ ἔχει νὰ δίνει καὶ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Παραπλήσια προτροπὴ ἀπευθύνει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Δὲν θὰ κλέψεις, γιὰ νὰ μὴ σοῦ ἀνταποδώσει πολλαπλάσια τὴν τιμωρία ὁ Θεός. Καλύτερα νὰ δίνεις κρυφὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, γιὰ νὰ λάβεις ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ βλέπει στὰ κρυφά, ἑκατονταπλάσια καὶ αἰώνια ζωὴ στὸν μέλλοντα αἰώνα (Δεκάλογος τῆς κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας, ΕΠΕ 8, 503). Δὲν θὰ κλέβουμε λοιπὸν τὴν περιουσία τοῦ πλησίον μας, ἀλλὰ θὰ δίνουμε κρυφὰ ἐλεημοσύνες στοὺς συνανθρώπους μας. Καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας ποὺ βλέπει τὶς καλοσύνες ποὺ γίνονται «ἐν τῷ κρυπτῷ», θὰ μᾶς τὶς ἀποδώσει «ἐν τῷ φανερῷ» (βλ. Ματθ. ς΄ 4).
Πηγή: https://antonisparas.blogspot.com/