Η γιορτή γεννήθηκε όταν τα ερωτήματα των ανθρώπων για το νόημα για το σκοπό, για την ουσία της ζωής απασχολούσαν κατά κύριο λόγο τον άνθρωπο. Και γιορτή ήταν το Ευαγγέλιο: ένα συναρπαστικά ευφρόσυνο μήνυμα. Το μήνυμα έλεγε ότι χαρίστηκε στους ανθρώπους η δυνατότητα της νίκης καταπάνω στο θάνατο.
Τώρα η ζωή δεν είναι οκτάωρο, λίγος χρόνος διασκέδασης, ετήσιο εισόδημα, ετήσιες δαπάνες, συνταξιοδότηση και τελικά δύο ημερομηνίες, γεννήσεως και ταφής.
Εμείς όμως, πώς προσεγγίζουμε αλήθεια αυτό το μήνυμα.
Ακούμε, «Ο Θεάνθρωπος Χριστός σταυρώθηκε για μας, δέχθηκε τον θάνατο για να μας σώσει από την αμαρτία, ανέστη από των νεκρών για να μας χαρίσει την αιώνια ζωή».
Ποια πραγματικότητα αντιπροσωπεύει άραγες για τον σημερινό άνθρωπο κάθε μια από αυτές τις λέξεις, σε τι χειροπιαστό παραπέμπουν αν αφαιρέσουμε εξοικείωση που έχουμε με το περίεργο πραγματικά νόημά τους;
Το μόνο που εμπειρικά καταλαβαίνουμε είναι μόνο η λέξη θάνατος. Ξέρουμε αυταπόδεικτα ότι ο άνθρωπος πεθαίνει. Ότι θα έρθει για τον καθένα μας η στιγμή του τέλους δεμένη με τη φυσική αγωνία και φόβο για το άγνωστο ή για το μηδέν. Αυτή είναι η τραγική βεβαιότητα που αντιλαμβανόμαστε, δεν είναι κάποια «πεποίθηση» ούτε ψυχολογική υποβολή.
Η Μεγάλη Εβδομάδα μας δίνει την ευκαιρία της εμπειρικής ψηλάφησης της εμπειρικής κατανόησης του όντως υπαρκτού και όντως πραγματικού του πραγματικά πραγματικού. Μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον Θεό καλλιεργώντας μια σχέση μαζί Του, όχι κατανοώντας Τον σαν έννοια .
Έτσι και στην εμπειρία της Μεγάλης Εβδομάδας, στην εκκλησιαστική εμπειρία γενικότερα, είναι η σχέση με τον κόσμο της ποίησης και των συμβόλων, της εικόνας και της δραματουργίας, της νηστείας και της κάθαρσης, που μας εισάγει εμπειρικά στη γνώση. Στη γνώση που προκύπτει από την ανταπόκριση μας στον έρωτα του Θεού για τον κάθε άνθρωπο.
Δεν είναι βιαστής της ελευθερίας και της προσωπικής ακεραιότητας του ανθρώπου ο Θεός, είναι Νυμφίος.
Απομένει στον άνθρωπο η ελεύθερη αγαπητική συγκατάθεση για να εισέλθει στο χώρο (Νυμφώνα) της ακατάλυτης από το θάνατο ζωής
Αυτό που ζητάει ουσιαστικά ο Θεός από τον άνθρωπο δεν είναι ούτε τα ατομικά κατορθώματα ούτε οι αξιομισθίες αλλά μια κραυγή εμπιστοσύνης και αγάπης από τα βάθη της αβύσσου μας, ή ακόμα, ίσως, μια στιγμή ανάνηψης και αγωνίας μέσα από τον κλειστή και καλοασφαλισμένη αντίληψη της ευτυχίας μας.
Το μήνυμα είναι άμεσο μέσα από κάθε φάση της ζωής της Εκκλησίας, σε κάθε μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας. Δεν είναι μήνυμα ηθικό. Η Ηθική και η Θρησκεία εμφανίζονται από τη στιγμή που έχει καταλυθεί η οργανική και άμεση σχέση του ανθρώπου με το Θεό, είναι η προσπάθεια να αναπληρωθεί η απουσία σχέσεως με πράξεις εξιλεώσεων, είναι τα αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου, της προσπάθειάς του να αυθυπάρξει (της απόφασής του να διακόψει τη σχέση μαζί Του).
Μεγάλη Εβδομάδα. Με ποιες εμπειρίες αλλά και με ποια γλώσσα να μιλήσουμε οι άνθρωποι της σημερινής εποχής, για το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού; Τα όσα άρρητα κατορθώνει να πει η Εκκλησία στις ακολουθίες της με την ποιητική Θεολογία των Βυζαντινών, μοιάζουν ακατανόητα για την «κοινωνία της αφθονίας», την κοινωνία με μοναδικό στόχο την ευζωία, την κοινωνία με τη λογική των πέντε αισθήσεων. Είναι μωρία σύμφωνα μ’ αυτήν τη λογική η Σταυρική Θυσία και η Ανάσταση που την ακολουθεί.
Στον δικό μας τόπο και στη δική μας ελληνική παράδοση αυτή η πίστη στη Ανάσταση, η αναφορά σε έναν Θεό όχι τιμωρό και δικαστή, αλλά μανικό εραστή και Νυμφίο του ανθρώπου, ήταν ο άξονας που οργάνωνε τη ζωή και τη συνοχή της κοινωνίας. Αυτή η πίστη έδινε ταυτότητα στον Έλληνα.
Ας θυμηθούμε το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822. Μόλις έστησαν ελεύθερη πατρίδα αυτοί οι μαρτυρικοί αγωνιστές, θέλησαν να ορίσουν στο Σύνταγμα ποιος είναι ο Έλληνας πολίτης του νεοσύστατου κράτους. Και δεν είχαν αλλού να εντοπίσουν την ελληνική ιδιότητα παρά μόνο στην πίστη: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες». Αν ξαναφέρναμε στο Σύνταγμα σήμερα αυτόν τον ορισμό του Έλληνα, με πόσους πολίτες θα απόμενε αυτή η δύσμοιρη η πατρίδα;
Η Ανάσταση δεν είναι σύμβολο αλλά γεγονός. Ναι μπορεί ο άνθρωπος να αντλεί την ύπαρξη όχι από τη θνητή φύση αλλά από τη σχέση με το Θεό. Μπορεί ο άνθρωπος να ελπίζει.
Αυτή την ελπίδα ψηλαφούμε στον Αναστάσιμο όρθρο, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, μα την ψηλαφούμε όλοι, άξιοι και ανάξιοι, δίκαιοι και άδικοι, πιστοί και άθεοι, τελώνες και άγιοι. Εκεί, στο πανηγύρι της Ανάστασης, όπου πρώτοι και έσχατοι, πλούσιοι και πένητες, εγκρατείς και ράθυμοι, τρυφούν οι πάντες. Ο οικοδεσπότης λέει: εισέλθετε». Αυτός καλεί και Αυτός δέχεται τον έσχατο …. και τον πρώτον … και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει, κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται,και τα έργα δέχεται, και την γνώμην ασπάζεται, και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί., ουκούν, εισέλθετε πάντες».
Bιβλιογραφία ΄΄Εορτολογικά Παλινωδούμενα΄΄
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ/πηγή/αντιγραφή