Σηκώθηκε κι εκείνο το πρωί, πλύθηκε και άναψε το μικρό καντηλάκι στο δωμάτιό του. Έκανε μια καρδιακή προσευχή και πήρε την τσάντα του κι έφυγε για το Πανεπιστήμιο. Ο καιρός είχε γλυκάνει. Δεν έβρεχε πια. Έτσι, δεν πήρε το λεωφορείο, αλλά αποφάσισε να περπατήσει μέχρι τη σχολή του.
Έβγαλε το mp3 του και φόρεσε τα ακουστικά. Έβαλε τους χαιρετισμούς της Παναγίας και για 12 περίπου λεπτά, προσευχόταν περπατώντας. Άπειροι άνθρωποι πέρασαν δίπλα του. Δεν τον κατάλαβε κανείς. Όμως, εκείνος αθόρυβα και μυστικά κυνηγούσε τον Θεό…
Φτάνοντας στη σχολή, πήγε στο κυλικείο για να πιει με την παρέα του τον καθιερωμένο καφέ. Πρόσχαρος καθώς ήταν και χαμογελαστός, πολλές φοιτήτριες και πολλοί φοιτητές τον ήθελαν κοντά τους. Είπαν τα ανέκδοτά τους, μίλησαν για τα χτεσινά νέα και ανέβηκαν για τις παρακολουθήσεις. Οχτώ μέχρι δύο το μεσημέρι. Πήγαν μετά στη λέσχη, έφαγαν και αποχαιρετίστηκαν.
Δεν είχε άλλο μάθημα εκείνη τη μέρα και γύρισε στο σπίτι του. Σε όλη τη διαδρομή, το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού. Αν πρόσεχες καλύτερα, θα καταλάβαινες ότι είχε ένα οχταράκι κομποσκοινάκι και έλεγε συνέχεια την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με”. Ζούσε το Χριστό την κάθε στιγμή της μέρας χωρίς να αποκόπτεται απ’τους γύρω του. Αν τον ήξερες λίγο πιο καλά, θα παρατηρούσες τη ματιά του να πετάει και να αρμενίζει σ’άλλους ουρανούς…
Το απόγευμα μου είπε:Τι λες; Θες να πάμε καμιά βόλτα; Να περάσουμε λίγο και απ’τον Εσπερινό και μετά να πάμε προς το πάρκο; Εννοείται πως δέχτηκα. Ήταν τόσο απλός και τόσο προσηνής άνθρωπος που χαιρόσουν την παρουσία του. Σου μετέδιδε αυτή την χαρά του… (Λένε πως αυτό που έχεις στην καρδιά σου επηρεάζει και τους άλλους…)
Όσο κάναμε βόλτα, βροχή τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα στο κινητό του. Τον παρακαλούσαν: Πότε θα βρεθούμε, πότε θα βγούμε. Άλλους τους έστελνε σημειώσεις, άλλους τους βοηθούσε στις εργασίες. Μάλιστα, θυμάμαι ότι πήγαινε τακτικά και έκανε τα ψώνια για 2 ηλικιωμένα ζευγάρια.
Ήταν ο άνθρωπος-χαμόγελο! Η ζωή του ήταν εκρηκτικά απλή και ταυτόχρονα τόσο ενδιαφέρουσα. Απορούσα πώς μπορούσε ακόμα και στις πιο μεγάλες αδικίες ή προβλήματα να είναι τόσο ειρηνικός. Η αίσθηση του υπερφυσικού που ζούσε βαθιά μέσα του με συγκινούσε και μ’έκανε να αποδέχομαι την ευλογία της παρουσίας του. Το απόλυτου του μηδενισμού που οι επιφανειακοί άνθρωποι γύρω του προπαγάνδιζαν δε μπορούσε να σβήσει αυτή την υπέροχη φλόγα της θεϊκά ερωτευμένης καρδιάς του.
Το βράδυ επέστρεφε σπίτι του για να κάνει τις δουλειές του, να ξαναδιαβάσει λίγο. Και πριν ο ύπνος της νύχτας σφαλίσει τα βλέφαρά του, εκείνος θα έστελνε την προσευχή του, σαν ευωδιαστό θυμίαμα, στο θρόνο του Θεού…
Αυτός ο φίλος μου αποτελεί για μένα σταθμό ζωής. Μέσα στην πολύβουη και αποπνικτική καθημερινότητα, ένα τόσο αόρατο, γλυκό και καταπληκτικό πρότυπο ζωής. Έστω και αν τώρα, αρκετά χρόνια μετά, δε μπορώ να τον βλέπω συνέχεια, αφού είναι μοναχός σε μοναστήρι μακρινό. Τον νιώθω, όμως, να με στηρίζει. Η ομπρέλα της προσευχής του σαν ασπίδα στις δικές μου πρωτόγνωρες δυσκολίες. Ή προτροπή μετάνοιας στην ανατριχίλα της αμαρτίας μου.
Στο τραίνο της ζωής μας πάντα ο Θεός έστελνε και στέλνει ανθρώπους γνήσιους. Ψυχές ανέγγιχτες απ’τον ακαθόριστο ολοκληρωτισμό του υλισμού. Ας προσευχόμαστε μονάχα να τους αναγνωρίζουμε. Γιατί η παρουσία τους είναι τόσο αθόρυβη…