Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, Υπερτίμου και Εξάρχου Άνω Μακεδονίας
Αγαπητοί μου πατέρες,
Ερμηνεύοντας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το βιβλίο της Γενέσεως (το πρώτο της Παλαιάς Διαθήκης) και θέλοντας να παρουσιάσει στο πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού ένα βασικό στοιχείο του ψυχικού κόσμου, αναφέρεται σε μία λειτουργία της ψυχής, τη συνείδηση:
«Κανείς λοιπόν ας μην προφασίζεται ότι παραμελεί την αρετή από άγνοια η επειδή δεν έχει εκείνον που θα του υποδείξει το δρόμο της αρετής. Γιατί έχουμε δάσκαλο ικανό, τη συνείδηση, και δεν είναι δυνατόν κανείς να στερηθεί τη βοήθειά της. Επειδή, μαζί με τη δημιουργία του ανθρώπου, εναποτέθηκε στα βάθη του και η γνώση αυτών που πρέπει να κάνει, ώστε αφού δείξει την ευγνωμοσύνη του και αφού γυμνασθεί και εξασκηθεί στους κόπους της αρετής στην παρούσα ζωή, όπως ακριβώς σε κάποια παλαίστρα, να αποκομίσει τα βραβεία της αρετής»1.
Είναι η διδάσκαλος της ψυχής. «Είδες, πως, χωρίς να έχει διδαχθεί από το Νόμο αυτός ο δίκαιος και ενάρετος (Ισαάκ) και χωρίς να μπορεί να προσβλέψει σε κάποιον άλλον, αλλά μόνον αφού ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του και οδηγήθηκε από το δάσκαλο που βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη φύση, δηλαδή από τη συνείδηση, πως έδειξε τόσο φιλοσοφημένη σκέψη;»2.
Είναι πολύτιμος οδηγός και κριτής. «Αυτό λοιπόν είναι το έργο της συνειδήσεως, δηλαδή να υπενθυμίζει συνεχώς και να μην επιτρέπει ποτέ στον άνθρωπο να λησμονήσει αυτά που έχει διαπράξει, αλλά να τα θέτει υπόψη του, ώστε έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, να μας κάνει περισσότερο διστακτικούς και δυσκίνητους στο να υποπέσουμε στα ίδια σφάλματα»3.
Είναι η άγκυρα που μας συγκρατεί για να μην καταποντιστούμε στο βυθό της αμαρτίας. «Ο έλεγχος της συνειδήσεως είναι σαν κάποια ιερή άγκυρα, που δεν μας αφήνει να καταποντισθούμε εντελώς στο βυθό της αμαρτίας. Γιατί, όχι μόνον τον καιρό που αμαρτάνουμε, αλλά και μετά από πολλές περιόδους ετών συνηθίζει να μας υπενθυμίζει πολλές φορές παλιές αμαρτίες μας. Δεν είναι ολοφάνερο, ότι η συνείδηση, ο αλάθητος δικαστής, είναι εκείνος που σαλεύει διαρκώς τη διάνοιά μας και ταράσσει την ψυχή μας;»4.
Δεύτερον. Η συνείδηση δεν είναι δημιούργημα θρησκευτικής αγωγής, αλλά χαρακτηριστικό στοιχείο της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως αυτή βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού.
Τη βλέπουμε στην παρακοή του πρώτου ζεύγους πάνω στη γη, αφού, ως αδέκαστος κριτής, τους υπενθυμίζει με επιμονή και ένταση το μέγεθος του παραπτώματος.
Τη συναντούμε στην περίπτωση του αδελφοκτόνου Κάιν, όπως αυτό το γεγονός με τις τραγικές συνέπειες για ολόκληρή τη ζωή του Κάιν, ανάγλυφά μας παρουσιάζει και πάλι το κείμενο της Αγίας Γραφής.
Τη διαπιστώνουμε στην καθημερινότητα, αλλά και στα προσωπικά μας βιώματα, αφού είναι αδύνατο να τη φιμώσουμε η να την καταργήσουμε.
Μάλιστα, πολλοί εκ των συνανθρώπων μας, προκειμένου να αντιμετω-πίσουν τον έλεγχο της συνειδήσεως, όπως οι ίδιοι πολλές φορές ομολογούν μέσα στο Μυστήριο της Μετανοίας και της Εξομολογήσεως, καταφεύγουν σε ταξίδια, διασκεδάσεις και πολλά άλλα, με σκοπό να απελευθερωθούν έστω για λίγο από τις φοβερές τύψεις που συνέχουν τη συνείδησή τους. Γι’ αυτό και έχει παρομοιαστεί ο ρόλος της συνειδήσεως στη ζωή του ανθρώπου με μία πυξίδα, σαν εκείνη που διαθέτει ένα πλοίο, η με κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Η συνείδηση δεν μπορεί να αντικαταστθεί ούτε από τον πλούτο, ούτε από τις δόξες και τις τιμές, τις διακρίσεις και τις επαγγελματικές επιτυχίες, ούτε ακόμη από τους εξωτερικούς κινδύνους και τις περιπέτειες αυτής της ζωής. Εάν κάποιος έχει την επιδοκιμασία της συνειδήσεώς του, τότε, ο,τιδήποτε και να του συμβεί, είναι ήσυχος απέναντι στο Θεό, ήρεμος απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και θωρακισμένος από όλες τις επιθέσεις των αντιπάλων του.
Τα πεπυρωμένα βέλη της συκοφαντίας επιστρέφουν σ’ εκείνους που τα εκτοξεύουν, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να βλάψουν την ήσυχη συνείδηση. Έτσι, ακόμη κι αν όλος ο κόσμος στραφεί εναντίον των ανθρώπων που έχουν καθαρή συνείδηση, εκείνοι νοιώθουν μία ανέκφραστη ικανοποίηση. Πόσο συγκλονιστικός είναι ο λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου : «εν φοβούμαι μόνον, αμαρτίαν»5.
Τρίτον. Επειδή μας αξίωσε ο Θεός να είμαστε ιερουργοί των Ιερών Μυστηρίων και Ποιμένες του λαού του Θεού, θα πρέπει να έχουμε ως πρώτιστο μέλημα να μην αδιαφορούμε στις υποδείξεις της συνειδήσεώς μας, ούτε να κάνουμε συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και αβαρείες, ώστε να μην οδηγηθούμε στον σκοτασμό του νου και χάσουμε αυτήν την πυξίδα που θα μας δείχνει τον δρόμο για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Θα πρέπει να καθαρίζουμε συχνά πυκνά τη συνείδησή μας μέσα στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως για να έχουμε τη δυνατότητα να αναπνέουμε το οξυγόνο του ουρανού, που είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος και να βρισκόμαστε μέσα στο πνευματικό κλίμα της Αγίας μας Εκκλησίας. Πόσο χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους ομοεθνείς της εποχής του: «Πεποίθαμεν ότι καλήν συνείδησιν έχομεν» , που σημαίνει ότι «(το θάρρος για να ζητήσω τις προσευχές σας) μου το δίνει η πεποίθηση που έχουμε ότι η συνείδησή μας δεν μας τύπτει σε τίποτα, αλλά μας μαρτυρεί αγαθά»6.
Πόσο ικετευτικός, ακόμη, είναι ο ύμνος της Εκκλησίας μας που απευθύνεται στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου και την παρακαλεί να θεραπεύσει του «συνειδότος τον καύσωνα τω σω ελέει δροσίζουσα»7. Άρα, λοιπόν, απαιτείται να κρατάμε άσβεστη τη λυχνία της συνειδήσεως, να ανανεώνουμε το έλαιό τhς και να την ενισχύουμε με την ακράδαντη πίστη μας, που εκφράζεται ως απόλυτη εμπιστοσύνη στον Άγιο Τριαδικό Θεό.
Να αντιγράφουμε το γνήσιο παράδειγμα αγίων Ιερέων, που δεν έπρατταν στη ζωή τους τίποτε ενάντια στη συνείδησή τους, που αγίαζαν τον λαό με το χάρισμα της Ιερωσύνης, γενόμενοι πραγματικά «τύπος των πιστών εν πάσι», κατά το παράγγελμα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου8.