Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ.

Θυμάστε ασφαλώς αυτό που λέει ο Απ. Παύλος στη δεύτερη επιστολή του στους Κορινθίους (12:9): «η δύναμίς μου εν ασθένεια τελειούται». Η ασθένεια εδώ δεν είναι η αδυναμία που δείχνουμε όταν αμαρτάνουμε και ξεχνάμε το Θεό.
Αλλά είναι η συναίσθηση της αδυναμίας μας που μας κάνει να παραδίνουμε τον εαυτό μας ολοκληρωτικά και ειλικρινά στα χέρια του Θεού. Εμείς όμως προσπαθούμε να είμαστε δυνατοί και εμποδίζουμε το Θεό να φανερώσει τη δύναμη Του.

Σίγουρα θα θυμάστε πως διδαχτήκατε να γράφετε όταν είσαστε μικροί. Η μητέρα σας πήρε ένα μολύβι και το έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλα σας. Πήρε έπειτα το χέρι σας μέσα στο δικό της και άρχισε να το μετακινεί πάνω στο χαρτί. Επειδή δεν ξέρατε καθόλου τι επρόκειτο να κάνει, αφήνατε το χέρι σας εντελώς ελεύθερο μέσα στο δικό της. Ακριβώς αυτό εννοώ όταν λέω πως η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην αδυναμία μας.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη βάρκα με πανιά. Τα πανιά είναι ευαίσθητα στον αέρα και τα χρησιμοποιούν για να κινήσουν τη βάρκα, ακριβώς γιατί είναι ευαίσθητα και παρασύρονται εύκολα. Αν, αντί για πανιά, εσείς βάλετε μια γερή σανίδα, δεν θα κάνετε τίποτε, η βάρκα δεν πρόκειται να κινηθεί. Είναι το λεπτό και ευαίσθητο πανί που δέχεται τον αέρα και κινεί τη βάρκα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με ένα σιδερένιο και ένα χειρουργικό γάντι. Πόσο γερό και δυνατό είναι το σιδερένιο γάντι! Και πόσο λεπτό και μαλακό είναι ένα χειρουργικό, που όμως σε επιδέξια χέρια μπορεί να κάνει θαύματα ακριβώς επειδή είναι τόσο λεπτό καί ευαίσθητο!

Έτσι, λοιπόν, εκείνο που ο Θεός συνέχεια προσπαθεί να μας διδάξει είναι να αντικαταστήσουμε την υποτυπώδη ή ελάχιστη δύναμη, που νομίζουμε πως έχουμε και μας δημιουργεί πνευματική σύγχυση, με την πλήρη παράδοση, την εγκατάλειψη στα χέρια του Θεού.
Θα σας πω ένα παράδειγμα πάνω σ” αυτό.
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια ένας φίλος μου σκοτώθηκε στις μάχες για την απελευθέρωση του Παρισιού. Είχε δυο παιδιά, τα όποια δεν με πολυαγαπούσαν. Ζήλευαν επειδή με συνέδεε τόση φιλία με τον πατέρα τους.
Όταν όμως εκείνος πέθανε στράφηκαν και οι δύο προς έμενα, ακριβώς γιατί ήμουνα ο φίλος του πατέρα τους.
Μια μέρα, το ένα από τα παιδιά, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, ήρθε να με δει στο ιατρείο μου, (ήμουνα γιατρός πριν γίνω ιερέας).

Πρόσεξε ότι πάνω στο γραφείο μου, εκτός από τα ιατρικά εργαλεία, είχα και ένα Ευαγγέλιο.
Με όλη τη σιγουριά της νεαρής ηλικίας της μου είπε:
«Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς ένας άνθρωπος, που υποτίθεται ότι είναι μορφωμένος, μπορεί να πιστεύει σε τέτοια ανόητα πράγματα».
Τότε τη ρώτησα: «Εσύ το διάβασες αυτό το βιβλίο;»
«Όχι» μου απάντησε.
«Μην ξεχνάς», της είπα «πως μόνο οι ανόητοι άνθρωποι κρίνουν πράγματα που δεν τα ξέρουν».
Ύστερα από αυτή την κουβέντα μας διάβασε το Ευαγγέλιο και ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ ώστε άλλαξε όλη της η ζωή. Άρχισε να προσεύχεται και ο Θεός της χάρισε την εμπειρία της Παρουσίας Του, και μ’ αυτή έζησε για αρκετό καιρό.

Αργότερα αρρώστησε από μια αθεράπευτη αρρώστια και μου έγραψε ένα γράμμα, όταν είχα γίνει πια ιερέας και βρισκόμουνα στην Αγγλία.
 Έγραφε λοιπόν:
«από τότε που το σώμα μου άρχισε να αδυνατίζει και νά εξασθενίζει μέχρι θανάτου, το πνεύμα μου ζωντάνεψε, έγινε ζωηρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν και νιώθω τη θεία Παρουσία πολύ εύκολα και πολύ χαρούμενα».
Της απάντησα: «Μην περιμένεις αυτό να διαρκέσει πάρα πολύ. Όταν οι δυνάμεις σου σε εγκαταλείψουν ακόμα περισσότερο, δεν θά μπορείς εύκολα να στραφείς προς το Θεό και θα νομίσεις πως δεν μπορείς πια να Τον προσεγγίσεις».

Ύστερα από λίγο καιρό μου ξανάγραψε: «Ναι, τώρα έχω αδυνατίσει τόσο, ώστε δεν μπορώ να κάνω την προσπάθεια να κινηθώ προς το Θεό. Δεν μπορώ ακόμη και να Τον αναζητήσω ενεργά και ο Θεός, νομίζω, έχει απομακρυνθεί».
Της απάντησα: «Τώρα κάνε κάτι άλλο. Προσπάθησε να μάθεις την ταπείνωση. Την ταπείνωση με τη βαθειά, πραγματική έννοια της λέξης».
Η λέξη ταπείνωση (humility) στην Αγγλική γλώσσα προέρχεται από τη Λατινική λέξη «humus» που θα πει εύφορη γη.

Για μένα, ταπείνωση δεν είναι αυτό που, συνήθως, εννοούμε σήμερα: δηλαδή ο αφελής τρόπος με τον οποίο φανταζόμαστε ότι είμαστε οι χειρότεροι όλων και προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους ότι, αυτοί οι αφύσικοι τρόποι συμπεριφοράς μας, μαρτυρούν πως ξέρουμε τον εαυτό μας και αυτό που είμαστε.

Για μένα, ταπείνωση είναι να είμαστε όπως η γη, το χώμα που πατάμε.
Η γη βρίσκεται πάντα, στη θέση της και είμαστε σίγουροι γι’ αυτό, το παίρνουμε σαν δεδομένο. Δεν την υπολογίζουμε, την πατάμε όλοι μας, ρίχνουμε πάνω της όλα τα άχρηστα, τα σκουπίδια. Η γη βρίσκεται πάντα εκεί, σιωπηλή, δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε τι που πετάμε. Και κατά κάποιο θαυμαστό τρόπο, αναδημιουργεί τα σκουπίδια και κάνει από τα άχρηστα ένα καινούργιο πλούτο παρά την αποσύνθεση τους.

Μεταμορφώνει την ίδια την αποσύνθεση σε δύναμη ζωής, δίνει νέες δυνατότητες δημιουργίας. Είναι εκτεθειμένη στο λαμπρό ήλιο και στη βροχή· έτοιμη να δεχτεί κάθε σπόρο που θα σπείρουμε και ικανή να ανταποδώσει τριακονταπλάσια, εξηκονταπλάσια ή και εκατονταπλάσια από κάθε σπόρο που δέχεται. Είπα, λοιπόν, στην κοπέλα αυτή: «Μάθε να είσαι έτσι μπροστά στο Θεό:
εγκαταλειμμένη, παραδομένη, έτοιμη να δεχτείς το καθετί από τους ανθρώπους, το καθετί από το Θεό».

Και στ’ αλήθεια αυτή η κοπέλα, υπέφερε πάρα πολλά, από τους ανθρώπους. Μέσα σε έξι μήνες ο σύζυγός της κουράστηκε να έχει μια σύζυγο που να αργοπεθαίνει και την εγκατέλειψε. Έτσι το άχρηστο πετάχτηκε χωρίς τύψεις…. Αλλά τότε ο Θεός ανέτειλε τον ήλιο Του και χάρισε τη βροχή Του, γιατί μετά από λίγο καιρό μου έγραψε: «Πλησιάζω στο τέλος. Δεν μπορώ πια νά κινηθώ προς το Θεό, αλλά τώρα είναι Έκείνος που έρχεται σε μένα».

Αυτή δεν είναι μόνο μια ιστορία για να διευκρινίσω όσα έχω πει, αλλά είναι αυτό ακριβώς το θέμα μας: αυτή είναι η αδυναμία στην όποια ο Θεός φανερώνει τη δύναμη Του. Αυτή είναι η κατάσταση μέσα στην οποία η απουσία του Θεού μπορεί να μετατραπεί σε Παρουσία Του.

Δεν μπορούμε να αιχμαλωτίσουμε το Θεό. Αλλά όταν σταθούμε σαν τον Τελώνη ή σαν την κοπέλλα αυτή, πέρα από την περιοχή του «δικαίου» στην πραγματικότητα της ευσπλαχνίας και του ελέους, θα μπορέσουμε να συναντήσουμε το Θεό….