(Κύρια σημεία ομιλίας σε κατασκηνωτικό διήμερο οικογενειών στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου Βόλου, την Κυριακή 23 Ιουνίου 2019)

Σπουδαίο θέμα, το οποίο ενώ τέθηκε για τη σχέση μεταξύ των συζύγων, στην πραγματικότητα αγκαλιάζει ολόκληρη την πνευματική ζωή: η υπομονή και η τέχνη της αλλαγής είναι στοιχεία που σφραγίζουν την πνευματική πορεία του χριστιανού. Θα μιλήσουμε δι’ ολίγων συνεπώς για την υπομονή και στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε περισσότερο στη σχέση του ζευγαριού, του άντρα και της γυναίκας. Και μέσα σ’ αυτήν την υπομονή θα δούμε και την αναγκαιότητα της αλλαγής που πρέπει να μας διακατέχει, η οποία χαρακτηρίζεται ως τέχνη, γιατί είναι κάτι που τελικώς μπορεί να το μάθει κανείς.
Βάση για τον προβληματισμό μας θα έχουμε τη ρήση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται». Τρία είναι τα κύρια σημεία της φράσης: «οὗτος σωθήσεται»· «ὁ ὑπομείνας»· «εἰς τέλος».
1. «οὗτος σωθήσεται»: Η σωτηρία του ανθρώπου είναι το διαρκώς ζητούμενο, αφότου ἦρθε ο Κύριος ως άνθρωπος επί της γης. Ήδη από την ώρα της Γέννησής Του αυτό εξαγγέλλεται από τούς αγγέλους μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ποιμένων της Βηθλεέμ: «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». Ο Χριστός είναι ακριβώς ο Σωτήρας του κόσμου, ο Ιησούς, ο Κεχρισμένος από τον Θεό που προφητεύτηκε από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης για να αποκαταστήσει την κλονισμένη λόγω αμαρτίας σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Γιατί ακριβώς αυτό σημαίνει σωτηρία: αποκατάσταση και ολοκληρία του ανθρώπου, λόγω της κολόβωσης και της διαστρέβλωσης που υπέστη από την αμαρτία του, την ανυπακοή του δηλαδή προς το θέλημα του Θεού Πατέρα. Είναι γνωστό από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση ότι η αμαρτία δεν νοείται ως μία απλή παράβαση από έναν κανόνα ούτε ένα παιχνίδισμα που «διασκεδάζει» τον άνθρωπο· η αμαρτία συνιστά τον θανάσιμο τραυματισμό του ανθρώπου – «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» σημειώνει η Γραφή – γιατί ακριβώς τον εκτρέπει από την ορθή σχέση του με τον Θεό, ο Οποίος είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Γι’ αυτό και η αμαρτία έφερε τον θάνατο, πνευματικό στην αρχή ως αποκοπή από τον Θεό και σωματικό έπειτα, λόγω της μυστηριακής ακατάλυτης σχέσης της ψυχής και του σώματος: ό,τι συμβαίνει στην ψυχή έχει αντίκτυπο στο σώμα, ό,τι συμβαίνει στο σώμα έχει αντίκτυπο και στην ψυχή.
Ο Χριστός λοιπόν ερχόμενος στον κόσμο προσλαμβάνει τον άνθρωπο, αφού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, συνεπώς με όλη τη ζωή Του: τη διδασκαλία και τα θαύματά Του, τον Σταυρό και τα Πάθη Του, την Ανάστασή Του, τον θεραπεύει και του δίνει τη δυνατότητα εν Αυτώ να ξανάβρει την κανονική θέση και την ορθή πορεία του: να μένει εν τω Θεώ, να ζει ως άλλος Θεός στον κόσμο τούτο. Ας θυμηθούμε την παραβολή του καλού Σαμαρείτη: ο τραυματισμένος και ημιθανής άνθρωπος από τα κτυπήματα των ληστών είναι γενικά ο άνθρωπος πού κτυπήθηκε από τον ληστή διάβολο, ενώ ο καλός Σαμαρείτης είναι ο Κύριος, ο Οποίος έσωσε τον ημιθανή, ολοκληρώνοντας τη θεραπεία Του μέσα στο Νοσοκομείο που τον έβαλε, την Εκκλησία.
Με τον Χριστό λοιπόν ο άνθρωπος γίνεται και πάλι σώος, σώζεται, αποκαθίσταται, δηλαδή αποκτά μία θέση που ήταν κατά πολύ ανώτερη της αρχικής καταστάσεώς του. Με τον Χριστό ο άνθρωπος φτάνει τον προορισμό που απαρχής ο Θεός του είχε θέσει: να γίνει όμοιος με Αυτόν. «Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργείται κι αυτό το «καθ’ ὁμοίωσιν» γίνεται πια πραγματικότητα μόνον μετά την έλευση του Χριστού, ο Οποίος καθάρισε τη ζοφωμένη λόγω της αμαρτίας εικόνα του Θεού και άνοιξε τον κλεισμένο για τον ίδιο λόγο δρόμο του «καθ’ ὁμοίωσιν». Οπότε, εκτός Χριστού και εκτός Εκκλησίας που είναι το ζωντανό σώμα του Χριστού, κανείς άνθρωπος δεν είναι πράγματι ολοκληρωμένος ως άνθρωπος. Χωρίς τον Χριστό ο κάθε άνθρωπος, όπου γης, ό,τι και να κάνει θα νιώθει ελλιπής, θα νιώθει το κενό μέσα στην ψυχή και όλη του την ύπαρξη – πάντοτε θα βρίσκεται σε αναζήτηση αυτού που του λείπει. Όπως πολύ ωραία το είχε πει και ο άγιος Αυγουστίνος: «ανήσυχη είναι, Κύριε, η ψυχή μου, μέχρις ότου βρει Εσένα και αναπαυτεί σ’ Εσένα». Πρόκειται για άλλη διατύπωση της αλήθειας που είχε πει ο ίδιος και πάλι ο Κύριος: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Δεν υπάρχει άλλη ανάπαυση για τον άνθρωπο, βαθιά και εσωτερική, σ’ αυτό που συνιστά το κέντρο της ύπαρξής του, τον νου και την καρδιά του, παρά μόνον Εκείνος. Γιατί βεβαίως είναι ο Δημιουργός μας και ο μοναδικός και απόλυτος Σωτήρας μας. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία», όπως διακήρυσσαν και οι μάρτυρες του Κυρίου Απόστολοι.
2. «ὁ ὑπομείνας». Ενώ όμως ο Κύριος έρχεται ως ο μοναδικός Σωτήρας της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου, καθώς τον σώζει από την αμαρτία, το αποτέλεσμα της αμαρτίας τον θάνατο, και τον Πονηρό διάβολο που «δουλεύει» πίσω από την αμαρτία, θέτει και την προϋπόθεση για την οδό της σωτηρίας. Κι αυτή είναι η υπομονή. Κι αυτό σημαίνει ότι η υπομονή δεν είναι μία απλή αρετή μεταξύ πολλών άλλων αρετών, αλλά αυτή που υφαίνει τον ιστό κάθε άλλης αρετής, εκείνη που χωρίς αυτήν δεν υφίσταται καμία αρετή. Γιατί λέει ο Κύριος, «Θα σωθείτε, εάν κάνετε υπομονή». Και σ’ άλλο σημείο, για να τονίσει την ίδια αλήθεια, θα πει: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν». Με την υπομονή κερδίστε τις ψυχές σας. Γι’ αυτό άλλωστε σε οποιοδήποτε πρόβλημα που παρουσιαζόταν στους πρώτους χριστιανούς, πρόβλημα και καθημερινότητας αλλά και σχέσης με τους ειδωλολάτρες και μεταξύ τους, οι Απόστολοι στοιχώντας σε ό,τι ο Κύριος είχε υποδείξει τόνιζαν: «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχετε, ἵνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τήν ἐπαγγελίαν». Έτσι η υπομονή βρίσκεται πίσω από κάθε τελικώς χάρισμα, σε βαθμό τέτοιο που λένε οι άγιοι Πατέρες μας ότι «αρετή που αποκτήθηκε χωρίς υπομονή δεν είναι αρετή. Γιατί θα χαθεί με την πρώτη δυσκολία που θα παρουσιαστεί στη ζωή του ανθρώπου».
Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε γιατί οι άγιοί μας ήταν: πρώτον· πάντα επιφυλακτικοί σε κάθε σπουδή και βιασύνη, πολύ περισσότερο σε κάθε προσπάθεια, ιδίως νέων ανθρώπων, για γρήγορο ανέβασμα στην πνευματική κλίμακα – θεωρούσαν ότι πίσω από τη βιασύνη για απόκτηση χαρισμάτων κρύβεται ο διάβολος· είναι από τα εκ δεξιών λεγόμενα όπλα που χρησιμοποιεί, κυρίως σε νέους καλογέρους· δεύτερον· απολύτως πάντα, χωρίς καμία έκπτωση επ’ αυτού, πεπεισμένοι ότι η ανυπομονησία είτε των νέων είτε των ηλικιωμένων αποκαλύπτει την κρυμμένη υπερηφάνεια της ψυχής τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που καταγράφει ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος στα «Ασκητικά» του, κατά το οποίο ένας νεαρός καλόγερος επισκέφτηκε έναν μεγάλο Γέροντα για να του εξομολογηθεί τις δυσκολίες που περνάει στην πνευματική του ζωή. Κι εκείνο που του τόνισε ήταν ότι υφίσταται μεγάλους πειρασμούς. Ο σοφός Γέροντας όμως αμφισβήτησε το μέγεθος των πειρασμών του νέου. «Δεν επιτρέπει ο Θεός σε σένα που είσαι νέος», του είπε, «να περνάς μεγάλους πειρασμούς. Μεγάλους πειρασμούς πέρασαν και περνούν όσοι έχουν φτάσει στα ύψη των μεγάλων Πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης και των μεγάλων οσίων της Εκκλησίας». Και έφερε ο Γέροντας την προσωπική του διαδρομή ως παράδειγμα, ότι δηλαδή στα πρώτα χρόνια της καλογερικής του ζωής δεν ένιωθε τίποτε ιδιαίτερο στην πνευματική του ζωή – το αντίθετο. Όταν όμως πέρασαν τα χρόνια και οι δεκαετίες, τότε άρχισε κάτι να αισθάνεται, κι όταν ξεπέρασε τα τριάντα χρόνια, τότε δεν προλαβαίνει να πει ένα «δόξα τω Θεώ», κι αρπάζεται ο νους του στα Ουράνια.
Η υπομονή επομένως είναι εκ των ων ουκ άνευ στη σχέση πρώτα από όλα με τον Θεό. Αν υπάρχει πίστη, αν υπάρχει ταπείνωση και αγάπη, είναι γιατί έχουν κτιστεί με το υλικό της υπομονής. «Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι», σημειώνεται κι αλλού. Δηλαδή, «με υπομονή περίμενα την επέμβαση του Κυρίου και τότε Αυτός με πρόσεξε». Ο Θεός επιβλέπει στον άνθρωπο, όταν εκείνος δείχνει υπομονή, που σημαίνει δείχνει την εμπιστοσύνη του σ’ Εκείνον και την ταπείνωσή του. Κι η Αγία Γραφή μάς αποκαλύπτει μάλιστα ότι αυτός είναι και ο βασικός λόγος που επιτρέπει ο Θεός και τους διαφόρους πειρασμούς στη ζωή μας: να γίνουμε δόκιμοι στην πίστη μας, ώστε να καλλιεργήσουμε την υπομονή, η οποία θα μας οδηγήσει στην τελειότητα ως καλή σχέση με τον Θεό μας. Κι επειδή υπάρχει αυτή η προοπτική στους πειρασμούς, μας καλεί ο πνευματικός λόγος και στην παραδοξότητα της χαράς. «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου», μας τονίζει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος στην καθολική του επιστολή στην Καινή Διαθήκη, «ὅταν πειρασμοῖς περιπέσησθε ποικίλοις, εἰδότες ὅτι τό δοκίμιον τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι». Χωρίς την υπομονή δηλαδή πάντοτε θα είμαστε ελλιπείς, όχι ολοκληρωμένοι, πάντοτε ατελείς. Και γι’ αυτό υφίστανται και οι πειρασμοί. Να θυμηθούμε εν προκειμένω το πατερικό λόγιο που επιβεβαιώνει την παραπάνω αλήθεια: «ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος».
Μπορεί λοιπόν να πονάμε και να στενοχωρούμαστε με τους διαφόρους πειρασμούς της ζωής μας, τις αρρώστιες μας, τις αποτυχίες μας, τις αδυναμίες μας, τα προβλήματά μας, όμως όλα αυτά για τον πιστό χριστιανό λειτουργούν ως παιδαγωγία του Κυρίου, συνεπώς ως κατεξοχήν έκφραση της αγάπης Του, προκειμένου να μας έχει και να μας κρατάει πάντοτε στον δρόμο Του, στη δική Του οδό, που θα πει πάνω σ’ Εκείνον τον Ίδιο, γιατί Αυτός είναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Λοιπόν, υπομονή πρώτα από όλα σε σχέση με τον Κύριο, αλλά και σε σχέση, όπως ήδη φάνηκε, με τον συνάνθρωπό μας, με τον ίδιο μας τον εαυτό, με την ίδια ακόμη τη φύση και το περιβάλλον μας. Κι αιτία βεβαίως γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι με την υπομονή αποκαλύπτεται η πίστη του ανθρώπου ως εμπιστοσύνη στον Κύριο, η αγάπη του προς Αυτόν συνεπώς και η ταπείνωσή του. Πρέπει με άλλα λόγια, για να θυμηθούμε και τον όσιο Παΐσιο, «να συγγενέψουμε λίγο με τον Κύριο καρδιακά», προκειμένου Εκείνος να βρει τόπο καταπαύσεως μέσα μας. Ο Κύριος είναι «ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος» με την παραπάνω έννοια. Ο πλήρης αγάπης Θεός ελκύεται από τον άνθρωπο της αγάπης· ο πλήρης ταπεινώσεως Θεός ελκύεται από τον άνθρωπο της ταπείνωσης. Κι αυτήν την έλξη, αυτόν τον μαγνήτη μέσα μας που τραβάει τον Θεό, τον δημιουργεί η υπομονή. Γι’ αυτό, επαναλαμβάνουμε, όπου δεν υπάρχει υπομονή, όπου η ανυπομονησία παίρνει το πάνω χέρι στην ψυχή μας, εκεί το μόνο που φαίνεται ότι υπάρχει είναι ο εγωισμός, είναι η υπερηφάνεια, είναι η θεοποίηση του ίδιου του ανθρώπου. Κάθε προσπάθεια λοιπόν ενός τέτοιου ανθρώπου θα βρίσκει τον Θεό ενάντιο, όχι γιατί ο Θεός δεν θέλει τον άνθρωπο, αλλά γιατί η δική του κακοτραχαλία θα αποδιώχνει από την ύπαρξή του Εκείνον. Ας κοιτάξουμε τι έγινε στην Παλαιά Διαθήκη με τον πύργο της Βαβέλ: σκέφτηκαν οι άνθρωποι τότε να κτίσουν έναν πύργο που θα φτάσει τον… Θεό· που θα τους κάνει να λένε οι μετέπειτα γενιές ότι είναι… θεοί! Και τα πάντα γκρεμίστηκαν. Το γκρέμισμα της κάθε σχέσης είναι το τίμημα λοιπόν της ανυπομονησίας: και με τον Θεό και με τον συνάνθρωπο και με τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και το χαρακτηριστικό της κατάστασης αυτής είναι η ταραχή, είναι η εχθρότητα και η εμπαθής κρίση, είναι να μην μπορεί κανείς να βρει «αποκούμπι» πουθενά.
3. «εἰς τέλος»: το τελευταίο που θίγει ο Κύριος. Η υπομονή δεν είναι υπό προθεσμία. Δεν κάνω υπομονή κοιτώντας το… ρολόι, για να ξεσπάσω μετά. Γιατί αυτό δείχνει όχι μόνον ότι δεν έχω υπομονή, αλλά δεν έχω και την ποιότητα που απαιτείται. Κι είναι πράγματι εκείνο που πρέπει επιπλέον να εξετάσουμε. Με όσα παραθέσαμε παραπάνω και όσα μπορεί βεβαίως κανείς περισσότερο να σκεφτεί και να υποθέσει, η υπομονή για την οποία μιλάει ο Κύριος είναι μία χαρισματική κατάσταση, η οποία δωρίζεται, καλύτερα: κερδίζεται από τον πιστό σε συνεργασία με τον Κύριο, στον βαπτισμένο άνθρωπο. Δεν μπορεί ένας άπιστος, ένας μη βαπτισμένος να χαρακτηρίζεται από τη χάρη αυτή, γιατί δεν έχει την ενίσχυση του Κυρίου. Μπορεί να είναι εκ φύσεως υπομονετικός, όπως λέμε, αλλά θα έλθει κάποια στιγμή που μπορεί να υποστείλει τη σημαία της φυσικής του αυτής προδιάθεσης· και ασφαλώς δεν θα έχει την υπομονή ως εφαλτήριο για την πορεία της τελείωσης. Ο πιστός, ο εν επιγνώσει πιστός εννοείται, που λίγο κατανοεί το μεγαλείο της δωρεάς της ενσωμάτωσής του στον Χριστό μέσα στην Εκκλησία, παλεύει στην υπομονή, γιατί την εντάσσει στην προοπτική της πνευματικής του εξέλιξης. Ξέρει γιατί υπομένει. Κι επειδή ξέρει, γι’ αυτό και επιμένει στην… υπομονή. Μέχρι πότε; «Μέχρι τέλους». Ο πιστός έτσι πρέπει να σκέπτεται: «Θα υπομείνω κι ας πεθάνω. Γιατί τότε θα μ’ αναστήσει πνευματικά ο Κύριος». Σαν τον καλόγερο που αναφέρει το Γεροντικό που αντιμετώπιζε λογισμούς φυγής από το μοναστήρι. Και κάθε φορά που έρχονταν οι λογισμοί αυτοί, έβγαζε από την τσέπη του ένα χαρτί που είχε καταγράψει την απόφασή του αυτή: «Θα μείνω μέχρι τέλους κι ας πεθάνω». Κι όχι μόνον βεβαίως δεν πέθανε, αλλά χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Θεό, γενόμενος ένας όσιος σπουδαίος ασκητής. Το ίδιο όμως δεν κάνει ή δεν πρέπει να κάνει κι ένας έγγαμος; Δεν είναι το μοναστήρι το μόνο πεδίο πνευματικής δράσης και προκοπής· είναι και η οικογένεια. Γιατί αυτά τα δύο, για την Εκκλησία μας, το μοναστήρι και η οικογένεια, θεωρούνται οι δύο κεντρικοί δρόμοι για την πορεία του ανθρώπου. Ό,τι λοιπόν ισχύει στο μοναστήρι, το ίδιο ισχύει και πρέπει να ισχύει και για τον έγγαμο. Γι’ αυτό και η υπόσχεση που δίνει ένας καλόγερος όταν κείρεται μοναχός, ότι θα παραμείνει στο μοναστήρι και στην καλογερική «ἕως τέλους», αυτή ισχύει και για τον έγγαμο, όταν εν επιγνώσει μπαίνει στα «δεσμά» του γάμου και της συζυγίας. «Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι, (και σχέση θα προσθέταμε, χωρίς να αλλοιώσουμε νομίζουμε τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος που το καταγράφει), είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής».
Τι συγκεκριμένα μπορεί να αποτελεί πειρασμό για έναν έγγαμο, προκειμένου να θέλει να διαλύσει ίσως τη σχέση του και να σηκωθεί να φύγει; Το «γκρέμισμα» της ψευδαίσθησης του τέλειου ή της τέλειας συζύγου. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξεκινάει κανείς μία σχέση, κι εννοείται σχέση σοβαρή, θεωρώντας ότι ο άλλος είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο τούτο – δεν έχει αδυναμίες, δεν έχει παραξενιές, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος. Κι έρχεται η ωμή πραγματικότητα, που αποκαλύπτει ότι και ο άλλος τελικά είναι απλός… άνθρωπος. Γιατί μέσα στη σχέση, μέσα στον γάμο μάλιστα, φανερώνεται ο άνθρωπος στην αλήθεια του. Στη σχέση, την καθημερινή και δεσμευμένη, «ξεγυμνώνεται» ψυχικά – δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε να παίξει θέατρο. Λοιπόν, εκεί απαιτείται η υπομονή. «Θα υπομείνω έως τέλους», γιατί εγώ διάλεξα τον άνθρωπό μου, γιατί ξέρω ότι έχει αδυναμίες, αλλά παρ’ όλα αυτά τον αγαπώ και μαζί του θα βαδίσω για να ξεπεράσουμε και τις δικές του και τις δικές μου αδυναμίες, προκειμένου να ζήσουμε Αυτόν που είναι «ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας τελειωτής Ἰησοῦς».
Τι άλλο προσβάλλει την αρετή της υπομονής; Ο ερχομός των παιδιών. Μα τα παιδιά δεν είναι δεδομένο ότι θα έχουν τα ανάλογα προβλήματα για να ζήσουν, να μεγαλώσουν, να καθοδηγηθούν, να διαπαιδαγωγηθούν; Ποιος είπε ότι τα παιδιά είναι άγγελοι; «Ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ», σημειώνει ἡ Γραφή. Η υπομονή ιδίως σε σχέση με τα παιδιά είναι δεδομένη. Αλλά είναι η ευκαιρία του αγιασμού του ανθρώπου. Είναι η ευκαιρία που δίνει ο ίδιος ο Κύριος. Πόσα δεν έχουν πει επ’ αυτού οι άγιοι Πατέρες μας, και εσχάτως οι άγιοι Γέροντες της εποχής μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος, Εφραίμ Κατουνακιώτης… «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχετε», ἀκοῦμε οι έγγαμοι καθημερινά από τον απόστολο. Αλλά την υπομονή εκείνη, που δεν λειτουργεί σαν τη χύτρα που είναι έτοιμη να σηκώσει και να σκάσει το καπάκι της, την υπομονή που δεν κατανοείται ως η κατάσταση που την ασκώ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μια τέτοια υπομονή φέρνει προβλήματα, ψυχολογικά αλλά και σωματικά, δημιουργεί πολλές φορές καρκίνους, δημιουργεί εντάσεις που δυστυχώς αυτοί που τα πληρώνουν τις περισσότερες φορές είναι τα παιδιά.
Οπότε, η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής, με την υπομονή στη βάση της, αλλά και στο ύψωμά της και στην κορυφή της, είναι μάλλον μονόδρομος. Να υπομένω χαρούμενα, γιατί αγαπώ τον σύντροφό μου, γιατί μπορώ να τον βοηθώ στην υπέρβαση της αδυναμίας του, γιατί μαζί μπορούμε να κερδίσουμε τον Παράδεισο, γιατί βρισκόμαστε μαζί, και μαζί με τον Χριστό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Και τι μου αποκαλύπτεται τελικά στην πορεία αυτή; Ότι η υπομονή αυτή με κάνει έξυπνο. Έξυπνο όχι μόνον από πλευράς φυσικής – κι αυτό γίνεται, γιατί πιέζομαι να βρίσκω λύσεις μπροστά σε θεωρούμενα αδιέξοδα! – αλλά κυρίως από πλευράς πνευματικής. Τι εννοούμε; Η επιμονή στη σχέση, η εν επιγνώσει υπομονή, με σπρώχνει αναντίρρητα σε έναν δρόμο διαρκούς αλλαγής. Πρόκειται για την αλλαγή του εαυτού μου, καθώς με κάνει να υπερβαίνω τα εξογκώματα του χαρακτήρα μου, τις «γωνίες» μου να τις κάνει στρογγυλές. Υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός, είτε καλόγερος είτε έγγαμος, και να θεωρεί ότι η μονολιθικότητα του χαρακτήρα του είναι το θεμέλιο της ζωής του; Μονολιθικός είναι μόνον ο εγωιστής άνθρωπος, που νομίζει πως ό,τι έχει ως δική του συνήθεια, ως δική του ανάγκη και αδυναμία, αυτό και θα συνεχίζει εσαεί, έχοντας τον υπηρέτη του, δηλαδή τον σύντροφό του. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό είναι δαιμονικό. Χριστιανός σημαίνει διαρκής κίνηση αλλαγής, πορεία εν Χριστώ, προκειμένου να βρίσκομαι πάντοτε και αδιάκοπα στον δρόμο του Χριστού, δηλαδή στον δρόμο της αγάπης και της ταπείνωσης, που θα πει στον δρόμο της υπομονής. Υπομονή και ετοιμότητα αλλαγής του εαυτού μου είναι έννοιες παράλληλες και αιτιωδώς συσχετισμένες. Η μία παραπέμπει στην άλλη. Πώς το λέει ένα παλιό όμορφο τραγούδι; «Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Είναι τυχαίο που οι Γεροντάδες στο Άγιον Όρος, όταν ερωτώνται συνήθως από εγγάμους τι να κάνουν για την πνευματική τους προκοπή, εισπράττουν ως απάντηση: «εσείς οι έγγαμοι έχετε τους δικούς σας Γέροντες. Κι αυτοί κυρίως είναι οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας». Ό,τι υπακοή καλείται να κάνει ένας υποτακτικός στον Γέροντά του στο μοναστήρι, την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – καλείται να κάνει και ένας έγγαμος έναντι του ή της συντρόφου και συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», σημειώνει και πάλι ο απόστολος. Υπακοή σημαίνει όμως ξεκούνημα, αλλαγή, πέρασμα σε κάτι άλλο που ζητά ο/η σύζυγος, το οποίο με φέρνει στην κατεξοχήν αλλαγή, που είναι το κράτημα στον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της αγάπης.
Δεν θα συνεχίσουμε. Το μόνο που θα επιτραπεί όμως να σας καταθέσω είναι ένα σχόλιο πάνω σ’ ένα μικρό απόσπασμα από τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Το θεωρώ πολύ χαρακτηριστικό για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ιδίως μάλιστα στις σχέσεις ενός ζευγαριού, αλλά και στις σχέσεις των γονιών απέναντι στα παιδιά τους.
«Μία πέτρα με πολλές αιχμές και ανωμαλίες, όταν συγκρούεται και κτυπάται με άλλες πέτρες, συντρίβει όλα τα απότομα και σκληρά σημεία της και γίνεται στρογγυλή» (λόγ. η΄ 12).
(«Ὥσπερ λίθος ὀξύγωνος καί ἀπόκροτος ἑτέροις λίθοις συγκρουόμενος καί συρρηγνόμενος, ἅπασαν αὐτοῦ τήν ὀξεῖαν καί στερράν διάπλασιν διαθρύπτεται, καί στρογγυλοειδής ἀποκαθίσταται»).
Μιλάει για μένα και για σένα. Ο καθένας μας σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία έχει τα καλά, αλλά και τα κακά του σημεία. «Ουδείς αναμάρτητος». Μπορεί με το άγιο βάπτισμα να πήραμε τη δύναμη για σχετική αναμαρτησία, αλλά τούτο δυστυχώς δεν υφίσταται για κανέναν. Οπότε μην κοιτάς τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων – πράγματι υπάρχουν και θα τις δεις, αλλά δεν σε συμφέρει. Βρες όμως τις δικές σου. Κοίτα μέσα σου: θα επισημάνεις πολλές. Και πρόσεξε: αν μπορείς και βλέπεις τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων, είναι γιατί τις έχεις και συ ο ίδιος – βλέπουμε στους άλλους ό, τι υπάρχει μέσα μας.
Ποιες οι αιχμές και ποιες οι κακίες σου; Μα τις ξέρεις, όπως πρέπει να τις ξέρει και κάθε άνθρωπος, πολύ περισσότερο ο χριστιανός: οι φιλήδονες τάσεις σου, οι κενοδοξίες και υπερήφανες σκέψεις σου, οι φιλαργυρίες και οι πλεονεξίες σου. Κάποια αιχμή μπορεί να είναι πιο… αιχμηρή σε έναν, κάποια άλλη μπορεί να εξογκώνεται περισσότερο σε άλλον. Όλοι όμως «βράζουμε στο ίδιο καζάνι».
Δες λοιπόν το μεγαλείο της… συνύπαρξης! Αν μείνεις μόνος με τις αιχμές και τις ανωμαλίες σου, αυτές δεν πρόκειται να εξαλειφτούν ποτέ. Κι αν κάποια στιγμή συναντηθείς με τον συνάνθρωπό σου, αλλά και με κάθε κτίσμα του Θεού, θα τους… πληγώσεις. Αυτή θα είναι η «φυσιολογία» σου: και το καλημέρα σου θα αποτελεί τραύμα για τον άλλον. Αν όμως κατανοήσεις την ανάγκη της κοινωνίας και της επικοινωνίας, με το δεδομένο των «ανωμαλιών» όλων, τότε υπάρχει ελπίδα: θα γίνεις κι εσύ και οι άλλοι «στρογγυλοί». Θα δεις δηλαδή ότι μαζί με τους άλλους μπορείς να ζήσεις με αγάπη, κάνοντας υποχωρήσεις, κάνοντας υπομονή, αποκτώντας το ήθος της ταπείνωσης.
Θα έχεις ακούσει την αρχαία χριστιανική ρήση: «ένας χριστιανός, κανένας χριστιανός». Για να υπάρχει χριστιανοσύνη σε κάποιον δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να συνυπάρξει με τους άλλους. Και πώς αλλιώς; Είναι μέλος Χριστού, μα και «αλλήλων μέλος». Όσο ανοίγεσαι λοιπόν στον συνάνθρωπο, τόσο βρίσκεις και Χριστό. Η σωτηρία σου είναι «συν πάσι τοις αγίοις». Γι’ αυτό και οι πνευματικοί δρόμοι της Εκκλησίας είναι ή ο έγγαμος βίος ή ο μοναχισμός. Ο κοινοβιακός υποχρεωτικά στην αρχή, κι έπειτα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ο αναχωρητικός για κάποιους. Κοινός παρανομαστής και των δύο δρόμων όμως: η κοινωνία, η ενότητα, η συνύπαρξη.

Πανηγύρισε λοιπόν που είσαι έγγαμος: το πρόσωπο με το οποίο δέθηκες, θα σε πάει στον παράδεισο: οι αιχμές του χαρακτήρα του – κι αν είναι πολλές, ακόμη… καλύτερα! – με την υπομονή θα σε λειάνουν. Πανηγύρισε που έγινες καλόγερος: στο μοναστήρι ο άλλος αδελφός σου εξίσου θα σε βοηθήσει για τη λείανσή σου. Το βότσαλο γιατί μας αρέσει; Γιατί έχει… χτυπηθεί πολλές φορές κι έχασε τα κοφτερά του σημεία.