Για μια χρονιά ακόμα, βρισκόμαστε στη περίοδο της μεγάλης τεσσαρακοστής, μιας περιόδου μεστής πνευματικού περιεχομένου, η οποία αποτελεί ευκαιρία διόρθωσης πυξίδας της προσωπικής μας ζωής (μετάνοια), δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με το Θεό ζωντανά μέσα από τις σαρακοστιανές ακολουθίες (προσευχή), προτροπή να ασκηθούμε ψυχοσωματικά και να σκεφτούμε τον αδιάκριτα πλησίον μας (νηστεία – ελεημοσύνη).
Όλα τούτα όμως άραγε πως συνάδουν με το πνεύμα της εποχής μας, μιας εποχής αξιακών εκπτώσεων και ασκητικής άρνησης.
Στη χρονική συνάφεια που ζούμε, είμαστε όλοι στοχοποιημένοι, διαμέσου του βομβαρδισμού των διαφημίσεων, ώστε να μάθουμε να ικανοποιούμε κάθε ακόρεστη επιθυμία μας και να απολαμβάνουμε αχόρταγα τις «χαρές» της ζωής…
Ο κόσμος της απόλαυσης, της κατανάλωσης και του ανικανοποίητου «εγώ» λοιπόν, απέναντι στην άσκηση την αυτάρκεια, το μέτρο και το μοίρασμα με τους άλλους.
Για πολλούς ανθρώπους η περίοδος που διανύουμε δεν σημαίνει τίποτε, στο απέραντο γκρι, που μέσα του έχει βουτήξει και χαθεί η ζωή τους σε μυριάδες αποχρώσεις.
Για αυτό και το νόημα της ζωής, έχει εστιαστεί στο πεπερασμένο βιολογικό κύκλο, που έχει σαφή ημερομηνία λήξης, δίχως ανάταση, ανάσταση και εσχατολογική προοπτική.
Πολλοί συνάνθρωποι αισθάνονται πως ζωή είναι μόνο ότι μπορεί να περιοριστεί και να συμπεριληφθεί στις πέντε αισθήσεις τους, ακούς και βλέπεις ακόμα και από «ειδικούς» να ορίζουν την ψυχή και τις λειτουργίες της, ως νευρικές απολήξεις, νευρώνες, νευρικά κύτταρα και ορμόνες. Δηλαδή μια καθαρά βιολογική εκδοχή, αυτών που δεν μπορούν να ορίσουν με ανατομικούς όρους και το ονομάζουν σε ένα επίπεδο απροσδιοριστίας ως «ψυχή».
Για όσους ζούμε με την ψυχή μας και την αφουγκραζόμαστε, και όχι σε ένα άδειο βιολογικό περίβλημα, καταδικασμένο στη φθορά της χρονικότητας και το θάνατο, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», όπως αναφέρει η Λίνα Νικολακοπούλου στο ομώνυμο τραγούδι του 1985 (1). Όχι με όρους εγωιστικής αυτάρκειας και αποκλεισμού, αλλά με άνοιγμα και συμμετοχική διαδικασία, στην ευχαριστιακή σύναξη. Εκεί που τα δίνεις όλα και χάνεσαι ως «εγώ», για να συναντήσεις το συμπληρωματικό, σταυροαναστάσιμο και ζωηφόρο «εμείς».
Με όρους εκούσιου ασκητισμού και άρνησης απολαυστικών αυτό-παγιδεύσεων, γίνεται αρκετά προφανές και διάφανο το κλίμα της εποχής μας, που εστιάζει στην οικονομία, στις παροχές, στη καλοπέραση στον καταναλωτισμό και την άκρατη απόλαυση, που αφήνει τελικά πάντα στα «χείλη», μια πικρή γεύση, σαν και αυτή που έχουν οι καπνιστές, όταν ξυπνούν το πρωί.
Όσο λοιπόν συντομότερα διαπιστώσουμε τον αποπροσανατολισμό της ζωής μας, τόσο το καλύτερο, αφού θα είμαστε πλέον σε θέση να κάνουμε σωστή ιεράρχηση, των προτεραιοτήτων στη ζωή μας.
Αυτό που μας λείπει δεν είναι τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, αλλά το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής μας, για αυτό έχουμε καταντήσει ανικανοποίητες υπάρξεις, που περιφέρουμε ένα άδειο σώμα, σε διάφορους χώρους και καταστάσεις, δίχως να γευόμαστε τη χαρά, την ειρήνη και την ελπίδα.
Την χαρά, την ειρήνη και την ελπίδα μας τα προσφέρει ο Χριστός και η εκκλησία Του, στη αυθεντικότητά της και στην κοινοτική της διάσταση του ομοθυμαδόν.
Αυτό που απομένει από μας είναι να τολμήσουμε να αναμετρηθούμε με τη πρόκληση – πρόσκληση του «έρχου και ίδε» (2), αυτό που λέει ο Φίλιππος στο φίλο του Ναθαναήλ, προσκαλώντας τον να γνωρίσει το Χριστό.
Όλα τούτα όμως άραγε πως συνάδουν με το πνεύμα της εποχής μας, μιας εποχής αξιακών εκπτώσεων και ασκητικής άρνησης.
Στη χρονική συνάφεια που ζούμε, είμαστε όλοι στοχοποιημένοι, διαμέσου του βομβαρδισμού των διαφημίσεων, ώστε να μάθουμε να ικανοποιούμε κάθε ακόρεστη επιθυμία μας και να απολαμβάνουμε αχόρταγα τις «χαρές» της ζωής…
Ο κόσμος της απόλαυσης, της κατανάλωσης και του ανικανοποίητου «εγώ» λοιπόν, απέναντι στην άσκηση την αυτάρκεια, το μέτρο και το μοίρασμα με τους άλλους.
Για πολλούς ανθρώπους η περίοδος που διανύουμε δεν σημαίνει τίποτε, στο απέραντο γκρι, που μέσα του έχει βουτήξει και χαθεί η ζωή τους σε μυριάδες αποχρώσεις.
Για αυτό και το νόημα της ζωής, έχει εστιαστεί στο πεπερασμένο βιολογικό κύκλο, που έχει σαφή ημερομηνία λήξης, δίχως ανάταση, ανάσταση και εσχατολογική προοπτική.
Πολλοί συνάνθρωποι αισθάνονται πως ζωή είναι μόνο ότι μπορεί να περιοριστεί και να συμπεριληφθεί στις πέντε αισθήσεις τους, ακούς και βλέπεις ακόμα και από «ειδικούς» να ορίζουν την ψυχή και τις λειτουργίες της, ως νευρικές απολήξεις, νευρώνες, νευρικά κύτταρα και ορμόνες. Δηλαδή μια καθαρά βιολογική εκδοχή, αυτών που δεν μπορούν να ορίσουν με ανατομικούς όρους και το ονομάζουν σε ένα επίπεδο απροσδιοριστίας ως «ψυχή».
Για όσους ζούμε με την ψυχή μας και την αφουγκραζόμαστε, και όχι σε ένα άδειο βιολογικό περίβλημα, καταδικασμένο στη φθορά της χρονικότητας και το θάνατο, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», όπως αναφέρει η Λίνα Νικολακοπούλου στο ομώνυμο τραγούδι του 1985 (1). Όχι με όρους εγωιστικής αυτάρκειας και αποκλεισμού, αλλά με άνοιγμα και συμμετοχική διαδικασία, στην ευχαριστιακή σύναξη. Εκεί που τα δίνεις όλα και χάνεσαι ως «εγώ», για να συναντήσεις το συμπληρωματικό, σταυροαναστάσιμο και ζωηφόρο «εμείς».
Με όρους εκούσιου ασκητισμού και άρνησης απολαυστικών αυτό-παγιδεύσεων, γίνεται αρκετά προφανές και διάφανο το κλίμα της εποχής μας, που εστιάζει στην οικονομία, στις παροχές, στη καλοπέραση στον καταναλωτισμό και την άκρατη απόλαυση, που αφήνει τελικά πάντα στα «χείλη», μια πικρή γεύση, σαν και αυτή που έχουν οι καπνιστές, όταν ξυπνούν το πρωί.
Όσο λοιπόν συντομότερα διαπιστώσουμε τον αποπροσανατολισμό της ζωής μας, τόσο το καλύτερο, αφού θα είμαστε πλέον σε θέση να κάνουμε σωστή ιεράρχηση, των προτεραιοτήτων στη ζωή μας.
Αυτό που μας λείπει δεν είναι τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, αλλά το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής μας, για αυτό έχουμε καταντήσει ανικανοποίητες υπάρξεις, που περιφέρουμε ένα άδειο σώμα, σε διάφορους χώρους και καταστάσεις, δίχως να γευόμαστε τη χαρά, την ειρήνη και την ελπίδα.
Την χαρά, την ειρήνη και την ελπίδα μας τα προσφέρει ο Χριστός και η εκκλησία Του, στη αυθεντικότητά της και στην κοινοτική της διάσταση του ομοθυμαδόν.
Αυτό που απομένει από μας είναι να τολμήσουμε να αναμετρηθούμε με τη πρόκληση – πρόσκληση του «έρχου και ίδε» (2), αυτό που λέει ο Φίλιππος στο φίλο του Ναθαναήλ, προσκαλώντας τον να γνωρίσει το Χριστό.