Στις αρχές του 5ου αιώνα η αυτοκράτειρα Ευδοξία, κάτοχος μεγάλης περιουσίας, μετά το θάνατο του πατρίκιου Θεόγνωστου, που η ίδια είχε εξορίσει, άρπαξε και την περιουσία του, βυθίζοντας στη φτώχεια και τη δυστυχία τη χήρα και τα ορφανά εκείνου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος τότε Κωνσταντινουπόλεως, προστάτεψε τη χήρα και τα ορφανά, αλλά δεν παρέλειψε να στηλιτέψει την ανάλγητη βασίλισσα, πράγμα που αργότερα του στοίχισε και μία εξορία.
Το νεολληνικό Κράτος, κάτοχος τεράστιας ακίνητης περιουσίας, αφού μαζί με τους ΟΤΑ και τους Συνεταιρισμούς έχει στην κυριότητα 60.443.500 στρέμματα, προσποιείται ότι θέλει να αποκαταστήσει τους ακτήμονες με τα 1.292.300 στρέμματα που ανήκουν ακόμα στους ναούς, τις μονές, τις μητροπόλεις, τα ιδρύματα και τους οργανισμούς της Εκκλησίας!
Διάβασε τη σύντομη τούτη μελέτη για να μάθεις την αλήθεια. Με στοιχεία καταρρίπτει τον καλά καλλιεργημένο μύθο για την… αμύθητη εκκλησιαστική περιουσία, τη μισθοδοσία των κληρικών και τη δήθεν μη φορολόγηση της Εκκλησίας.
Α. Η αυτοκράτειρα και το αμπελάκι της χήρας
Η τακτική που εφαρμόζει το νεοελληνικό Κράτος έναντι της Εκκλησίας κατά τα 180 έτη του ελεύθερου βίου του, θυμίζει την πρακτική της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Ευδοξίας, όταν αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (αρχές του 5ου αιώνα): Ενώ η ίδια κατείχε αμέτρητο πλούτο και πολλά κτήματα, μετά το θάνατο του πατρίκιου Θεόγνωστου, που η ίδια είχε εξορίσει, άρπαξε και την περιουσία του, βυθίζοντας στη φτώχεια και τη δυστυχία τη χήρα και τα ορφανά του. Ο ιερός Χρυσόστομος τα προστάτεψε εισάγοντάς τα σε εκκλησιαστικό άσυλο, δεν παρέλειψε όμως με επιστολή του να στηλιτέψει την ανάλγητη και παράνομη συμπεριφορά της αυτοκράτειρας, πράγμα που αργότερα του στοίχισε και μία εξορία. Αλλά ποιος ο παραλληλισμός της τακτικής εκείνης με αυτήν του νεοελληνικού Κράτους; Ιδού:
Η Ελλάδα έχει συνολική έκταση 131.957.400 στρεμμάτων. Από αυτά, αγροτική γη, γεωργοκτηνοτροφικού ενδιαφέροντος, είναι:
29.500.000 στρέμ. δάση (22%)
52.500.000 στρέμ. βοσκότοποι (40%)
39.500.000 στρέμ. γεωργική γη (30%).
Από τις παραπάνω εκτάσεις, τα 61.441.900 στρέμματα ανήκουν κατά κυριότητα:
43.598.000 στο Δημόσιο
15.553.200 στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
1.098.400 στις Συνεταιρ. Οργανώσεις
1.292.300 στην Εκκλησία.
Δηλαδή στην Εκκλησία ποσοστιαία ανήκει το 1,4% των δασικών εκτάσεων, το 2,3% των βοσκοτόπων και το 2,19% της γεωργικής γης (όπου όμως το Δημόσιο κατέχει το 45,6% και η Τοπική Αυτοδιοίκηση το 30,8%). Τα στοιχεία προκύπτουν από την έγκυρη μελέτη έρευνα με τίτλο «Ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα» (των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα), έκδοση της Αγροτικής Τράπεζας, Αθήνα 1986, με πολλούς πίνακες και στατιστικά στοιχεία.
Και ενώ αυτή είναι η πραγματικότητα, κάθε φορά που το Κράτος θέλει να απομακρύνει την προσοχή του λαού από τα δικά του προβλήματα, «ξαναζεσταίνει» το θέμα «εκκλησιαστική περιουσία», με τη βοήθεια δε μερικών Μέσων Ενημέρωσης ή άλλων παραγόντων που διάκεινται εχθρικά προς την Εκκλησία ή δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι, καλλιεργούν το κλίμα και προετοιμάζουν το έδαφος για την τελική –όπως ελπίζουν– επέλαση, με σκοπό να αρπάξουν ό,τι απέμεινε από την περουσία αυτή, για να τη μοιράσουν δήθεν στους ακτήμονες. Να μοιράσουν το συνολικά 1,96% της Εκκλησίας, αφήνοντας ανέπαφα τα 60.443.500 στρέμματα του Δημοσίου, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Συνεταιρισμών! Να πάρει δηλαδή η αυτοκράτειρα Ευδοξία και το αμπελάκι της χήρας μάνας, ενώ η ίδια δεν ξέρει τι έχει, που το έχει και τι της αποδίδει…
Ας εκθέσουμε όμως –έστω και με συντομία– όλες τις πτυχές του θέματος «εκκλησιαστική περιουσία», για να αποκαλυφθούν τα ψέματα που συνδέονται με αυτό, αλλά και η αλήθεια που καταρρίπτει τον καλά καλλιεργημένο μύθο για την «αμύθητη» περιουσία που δήθεν βρίσκεται στην κατοχή και κυριότητα της Εκκλησίας.
Β. Απαραίτητες διευκρινίσεις
Αρχίζοντας, απαντούμε στα εύλογα ερωτήματα καλοπροαίρετων πολιτών, όπως
τα επόμενα:
1. Δικαιούται ή ταιριάζει στην Εκκλησία να έχει περιουσία;
Αδίστακτα λέμε ναι. Όπως ο κάθε άνθρωπος, ως ψυχοσωματική οντότητα, δεν ζει μόνο με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού, αλλά και με ψωμί (πρβλ. Λουκ. 4,4), δηλαδή έχει ανάγκη και από τα υλικά αγαθά, έτσι και η Εκκλησία του Χριστού, ως θεανθρώπινος οργανισμός έχει αποστολή να επιτελέσει όχι μόνο πνευματικό αλλά και κοινωνικό έργο. Για το έργο αυτό απαιτούνται αφοσιωμένα πρόσωπα και υλικά μέσα, κατά το παράδειγμα και τη διδασκαλία του Κυρίου. Ο Οποίος δεν αρκέστηκε να επιλέξει και να προετοιμάσει για το έργο Του τους Αποστόλους, αλλά όρισε να υπάρχει στην ομάδα των Δώδεκα και ταμείο («γλωσσόκομον»). Τα χρήματά του χρησιμοποιούνταν –χωρίς το φρόνημα της καταδικαστέας φιλαργυρίας– για τις καθημερινές τους ανάγκες και για την ανακούφιση των φτωχών (Ιω. 12, 5-7).
Ο Κύριος έθρεψε τους πεντακισχιλίους στην έρημο, ευλογώντας τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, έδωσε όμως και την εντολή να συγκεντρωθούν τα περισσεύματα των κλασμάτων (Ματθ. 14, 15-21. Λουκ. 9, 12-17). Από το ταμείο της ομάδας ετοιμάστηκε το πασχάλιο δείπνο (Λουκ. 22, 7-14). Και όταν ιδρύθηκε η Εκκλησία, μετά την Πεντηκοστή, οι άγιοι Απόστολοι συγκεντρώνουν και διαχειρίζονται υπεύθυνα τις προσφορές των πιστών για τις ανάγκες της κοινότητας των χριστιανών (Πράξ. 4,3 εξ.). Ο απόστολος Παύλος με τη «λογία» στηρίζει τους αναξιοπαθούντες και καθιερώνει την υλική αμοιβή των ιερέων που έπρεπε να ζουν εκ του ευαγγελίου το οποίο κήρυτταν (Α΄ Κορ. 9, 7-14).
Το παράδειγμα και το κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων ακολούθησαν οι αποστολικοί και οι μεταγενέστεροι Πατέρες, που δεν είχαν ως χριστιανοί και ποιμένες μόνον υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Οργάνωσαν το φιλανθρωπικό έργο. Μερίμνησαν για την κάλυψη των πνευματικών και των υλικών αναγκών. Ανήγειραν όχι μόνο ναούς αλλά και κτίρια για τη στέγαση των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και με δωρεές των μελών της Εκκλησίας και προσωπική εργασία χριστιανών, σταδιακά αποκτήθηκε κινητή και ακίνητη περιουσία, άρα ευκολύνθηκε το φιλανθρωπικό της έργο.
Παρά τις κατά καιρούς εχθρικές έναντι της Εκκλησίας διαθέσεις της κρατικής (αρχικά ρωμαϊκής, αργότερα βυζαντινής και οθωμανικής) εξουσίας, η Εκκλησία διατήρησε ή και αύξησε (όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια) την περιουσία της, ενώ τόσο με ιερούς κανόνες (Αποστολικές Διαταγές Β΄ 24, Αποστολικοί Κανόνες ΛΗ΄ και ΟΗ΄, Συνοδικούς: ΙΕ΄ Αγκύρας, ΚΔ΄-ΚΕ΄ Αντιοχείας, ΚΣΤ΄ και ΛΓ΄ Καρθαγένης, ΚΔ΄ Χαλκηδόνος κ.λπ), όσο και με κρατικούς νόμους και διατάξεις η περιουσία αυτή απέκτησε το στοιχείο του «αναπαλλοτρίωτου» και μάλιστα «εις το διηνεκές» (για πάντα).
2. Σε ποιόν ανήκει και πως διοικείται;
Είναι λάθος να νομίζουν μερικοί ότι η περιουσία αυτή ανήκει στην Ιερά Σύνοδο, τον Αρχιεπίσκοπο, τους Μητροπολίτες ή τους ηγουμένους των Μονών. Διότι όταν λέμε εκκλησιαστική περιουσία, γενικώς, εννοούμε το σύνολο της περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, δηλαδή των 96 Μητροπόλεων της Ελλάδος, πέντε ή έξι εκατοντάδων Μοναστηριών, 9.024 χιλιάδων ενοριακών Ναών, αρκετών Προσκυνημάτων και των κεντρικών Οργανισμών της Εκκλησίας. Όλα αυτά, σύμφωνα με τη διάταξη του Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», «κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις» αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Και ως νομικά πρόσωπα διοικούνται από Συμβούλια που συγκροτούνται όπως οι νόμοι του Κράτους ορίζουν. Αν μάλιστα εξαιρέσουμε τα Ηγουμενοσυμβούλια, σε όλα τα άλλα μετέχουν και λαϊκά Μέλη και μάλιστα κατά πλειοψηφία.
Όταν βέβαια γίνεται λόγος για την εκκλησιαστική περιουσία νοείται κυρίως η μοναστηριακή (κινητή και κυρίως ακίνητη). Αυτή διακρίνεται στη «διατηρητέα» και στην «εκποιητέα» ή «ρευστοποιητέα», όπως χαρακτηρίστηκε με νομοθετήματα του 1930-31, όταν η διοίκηση και διαχείριση της «εκποιητέας» ανατέθηκε στον ΟΔΕΠ (Οργανισμό Διοικήσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας). Η «διατηρητέα» παραμένει στην κυριότητα, νομή και κατοχή των Μονών.
3. Πώς αποκτήθηκε;
Η Εκκλησία, ως θεανθρώπινος οργανισμός, υπάρχει ήδη επί 20 αιώνες. Κανένα Κράτος ή άλλος θεσμός στον κόσμο δεν αριθμεί τόσο μακρό βίο. Θα κάνουμε στο σημείο τούτο μία εντελώς απλή ερώτηση, που εμπεριέχει και την απάντηση: Σε κάθε εποχή, ακόμα και στις ημέρες μας –πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση– αν σε μια οικογένεια εργάζονταν οι δύο σύζυγοι επί 30 ή 35 χρόνια και είχαν συνετή διαχείριση των χρημάτων με τα οποία αμείβονταν, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν να έχουν αποκτήσει το σπίτι τους (έστω διαμέρισμα), να διαθέτουν ένα η δύο αυτοκίνητα, εξοχικό, να έχουν κάποια κατάθεση σε Τράπεζα και παράλληλα τα παιδιά τους να είχαν αποκτήσει καλή μόρφωση ή να έχουν αποκατασταθεί ικανοποιητικά; Αν λοιπόν δύο εργαζόμενοι σύζυγοι μπορούν να αποκτήσουν σε 3 η 4 δεκαετίες αξιόλογη περιουσία, γιατί «απορούν» οι καλοθελητές και ρωτούν πως η Εκκλησία σε 20 αιώνες απέκτησε την περιουσία αυτή; Ας πληροφορηθούν λοιπόν: Κατά τις απαρχές της χριστιανικής πίστεως, όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή… Όλα τα είχαν κοινά… Όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων (Πράξ. 4, 32. 34-35). Αργότερα, οι μοναχοί στις ερημιές ή σε απόμερα μέρη, όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι, καλλιέργησαν τις γύρω περιοχές ή τις χρησιμοποίησαν για τη βόσκηση οικόσιτων ζώων ώστε να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και τα δικαιώματα που απέκτησαν στις περιοχές αυτές κατοχυρώθηκαν στους χρόνους της βυζαντινής περιόδου, διατηρήθηκαν από τους οθωμανούς και αναγνωρίστηκαν νομοθετικά από το νεοελληνικό Κράτος. Ιδιαίτερα βέβαια στο ελληνικό Βυζάντιο, οπότε άνθησε ο μοναχισμός, λόγω και της συναλληλίας στη σχέση Εκκλησίας-Πολιτείας, ευνοήθηκε η απόκτηση εκ μέρους των Μοναστηριών σημαντικής ακίνητης περιουσίας, κυρίως από δωρεές αυτοκρατόρων, αυλικών, στρατηγών κ.λπ., αρκετοί από τους οποίους υπήρξαν και κτήτορες ή ευεργέτες, ακόμα και ηγούμενοι μεγάλων Μονών, αφού πρώτα παραιτήθηκαν από τις ανώτατες θέσεις τους.
Αυτή η περιουσία –που καταλάμβανε εκτάσεις ακατοίκητες κατά κανόνα, αφού τότε ο πληθυσμός ήταν αραιός– διατηρήθηκε ή και αυξήθηκε στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος-19ος αιώνες), λόγω των προνομίων που δόθηκαν από τον Μωάμεθ τον κατακτητή στον Πατριάρχη. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Φραντζής (στον Χρονικόν Μέγα, 3,11), ο Πατριάρχης ήταν «αναίτητος και αφορολόγητος και αδιάσειστος από παντός εναντίου, και τέλους και δόσεως, … αυτός τε και οι μετ’ αυτόν Πατριάρχαι…, ομοίως και πάντες οι υποτεταγμένοι αυτώ Αρχιερείς». Και όχι μόνον! Διότι ακόμα και σουλτάνοι και άλλοι οθωμανοί αξιωματούχοι, παραχωρούσαν μεγάλες εκτάσεις προς διάφορα Μοναστήρια, ενώ και άτεκνοι χριστιανοί άφηναν, σε αρκετές περιπτώσεις, τα κτήματά τους σε ναούς ή μονές, με τον όρο να μνημονεύεται το όνομά τους «εις τον αιώνα».
Με την περιουσία αυτή τα Μοναστήρια είχαν και αξιοποίησαν τη δυνατότητα να ιδρύσουν –σε περιόδους χαλάρωσης της σουλτανικής εξουσίας– σχολεία με περίφημους Δασκάλους του Γένους, να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα, να προετοιμάσουν και να στηρίξουν την Εθνεγερσία του 1821. Μόνο τυχαίο, λοιπόν, δεν ήταν το ότι η Εκκλησία, και κυρίως τα πολλά Μοναστήρια που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο, μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου (1828), κατείχε νόμιμα το 25% περίπου της γης (βλέπε Πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρία 2.4.1987, σελ. 5076). Και να πώς η τότε όντως αμύθητη περιουσία, που ανήκε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στην Εκκλησία και τα Μοναστήρια της, σταδιακά και με διάφορες κρατικές πιέσεις, απειλές, μεθοδεύσεις, απαλλοτριώσεις και αρπαγές, αφαιρέθηκε:
4. Πως συντελέστηκε η διαρπαγή της;
α. Διάλυση 416 Μοναστηριών και διαρπαγή της περιουσίας τους.
Η αλλοεθνής και προτεσταντική Αντιβασιλεία του Όθωνος, πρεσβεύοντας την άποψη ότι η εκκλησιαστική περιουσία αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους … προγόνους στο ελληνικό έθνος (!) και διαγράφοντας την ανεκτίμητη προσφορά των Μοναστηριών στους παλαιότερους και τους νωπούς τότε αγώνες, με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 διέλυσε 416 Μοναστήρια και διέθεσε την κινητή και ακίνητη περιουσία τους για την ίδρυση του «Εκκλησιαστικού Ταμείου». Αλλά το Ταμείο που ίδρυσε λειτούργησε με τρόπο τόσο αδιαφανή και επιπόλαιο, ώστε τελικά σημειώθηκε διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας, ενώ οι επιτήδειοι της εποχής πωλούσαν στα παζάρια, για λογαριασμό τους, τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα λείψανα αγίων (βλέπε Δικ. Βαγιακάκου, Συμβολή εις την εκκλησιασικήν ιστορίαν της Μάνης, 1956, σ. 4 εξ.). Το αμαρτωλό αυτό Ταμείο, το 1843 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του) περιήλθε στη διοίκηση και διαχείριση της επί των Οικονομικών Γραμματείας του Κράτους και οι πόροι του διατέθηκαν για την τακτοποίηση δικών του αναγκών… Ακόμα και «άπαντα του Πανεπιστημίου [Αθηνών], τα αναλώματα» (δαπάνες) καλύπτονταν από το Ταμείο τούτο, δηλαδή από το αντίτιμο πώλησης μοναστηριακών κτημάτων.
β. Αναγκαστική απαλλοτρίωση του 1836.
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή αντιτίμου) και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!
γ. Ο «αγροτικός» και άλλοι νόμοι της β΄ και γ΄ δεκαετίας του 20ού αιώνα.
Η απαλλοτριωτική επιβολή του νεοελληνικού Κράτους σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας συνέχισε να δείχνει το ανάλγητο πρόσωπό της και κατά τα νεότερα χρόνια, ιδιαίτερα δε μετά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13. Έτσι, με τους Νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (γνωστόν ως «αγροτικό νόμο»), αλλά και άλλους που ακολούθησαν (π.χ. 2189), επιβλήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών κτημάτων, άλλοτε για την αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων και άλλοτε –αόριστα– για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ωφελείας». Και επειδή κατά κανόνα οι αριθμοί είναι πιο εύγλωττοι, σημειώνουμε όσα αποκαλυπτικά αναφέρονται στο υπ’ αρ. 976/780/18.4.1947 έγγραφο του Ο.Δ.Ε.Π. προς τη Γεν. Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών, για το μέγεθος της απαλλοτριωτικής επιβολής του Κράτους: Από το 1917 ως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών. Το Κράτος καθόρισε αυτό το αντίτιμο, κατέβαλε στο Γενικό Εκκλ. Ταμείο τα 40 εκατομμύρια και οφείλει ακόμα τα 960! Αν τολμά το υπουργείο Οικονομικών ας υπολογίσει την ανεξόφλητη αυτή οφειλή του, ανάγοντάς την σε σημερινές τιμές με τις ανάλογες προσαυξήσεις τόκων κ.λπ.
δ. «Ρευστοποίηση» με το Νόμο 4684/1931 και καταποντισμός.
Με το Νόμο αυτό το Κράτος επέβαλε ουσιαστικά την εκποίηση («ρευστοποίηση») ενός ακόμα μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε, τοποθετήθηκε σε «εθνικά χρεώγραφα και χρηματόγραφα» (μας θυμίζουν μήπως τα σύγχρονα ομόλογα;), αλλά η αξία τους εξανεμίστηκε, σχεδόν στο σύνολό της, όταν η εθνική μας οικονομία καταποντίστηκε στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, της ξενικής Κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε.
ε. Νέα πλήγματα και η Σύμβαση του 1952.
Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1946-50) και η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, χωρίς αντάλλαγμα! Πρόσχημα; Η αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και γεωργοκτηνοτρόφων. Η Ιεραρχία αντέδρασε, η απόπειρα ματαιώθηκε, αλλά το Κράτος με το Ν.Δ. 327/1947 και αυτό της 29.10.1949 επέφερε νέα πλήγματα. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ το Σύνταγμα και του 1952 όριζε ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η Ανατολική Ορθόδοξος», προέβαλε την απαίτηση να παραχωρηθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο Κράτος, με την απειλή μάλιστα διακοπής της μισθοδοσίας των εφημερίων (περί της οποίας βλ. στη σελ. 22 εξ. του παρόντος). (* Το Σύνταγμα αυτό, όπως και τα μεταγενέστερα, αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα» θρησκεία, όχι με ποσοτική «αλλά και με ποιοτική έννοια, αναφερομένη στην πρόνοια αυτού να παραμείνει επικρατούσα» (Κων. Ραμιώτης).)
Οι αφόρητες πιέσεις του Κράτους είχαν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υπογραφή της από 18.9.1952 «Συμβάσεως περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Η Σύμβαση αυτή ήταν επαχθής για την Εκκλησία, αφού υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Το αντάλλαγμα; Μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα. Το σημαντικό στοιχείο στη Σύμβαση αυτή, που σκόπιμα παρασιωπάται για ευνόητους λόγους, από τους καλοθελητές είναι ότι σ’ αυτήν περιέχεται η διακήρυξη του Κράτους ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ δεσμεύεται να παρέχει και κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε να μπορέσει η Εκκλησία να αξιοποιήσει την ελάχιστη εναπομείνασα περιουσία της.
Αλλά, δυστυχώς, το Κράτος αποδείχθηκε και στη δέσμευσή του αυτή αναξιόπιστο. Διότι με νέα διοικητικά μέτρα όχι μόνο δεν υποστήριξε, αλλά δεν επέτρεψε στην Εκκλησία να αξιοποιήσει ό,τι της απέμεινε. Οι κρατικές Υπηρεσίες, άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, με το να ζητούν τίτλους κυριότητας από εποχές που το Κράτος μας δεν υπήρχε, άλλοτε μη δεχόμενο την εγκυρότητα ή την ισχύ αυτοκρατορικών εγγράφων ή πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων, ή χαρακτηρίζοντας ως δασικές ή «διακατεχόμενες» τις μοναστηριακές εκτάσεις, στην πράξη εμπόδισαν και εμποδίζουν την Εκκλησία να αξιοποιήσει την λίγη περιουσία της. Και το πρόβλημα επιτείνεται με τη συστηματική καλλιέργεια της εντύπωσης ότι η Εκκλησία κατέχει… αμύθητη περιουσία, την οποία δήθεν δεν διαθέτει ή δεν αξιοποιεί για το καλό του λαού!
Και όχι μόνον αναξιόπιστο αποδείχθηκε, αλλά συνέχισε τις απόπειρες για διαρπαγή και της εναπομείνασας περιουσίας:
στ. Κατά την τελευταία 35ετία.
Από το 1975 και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976 ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο (Ιωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο: Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός (Αντ. Τρίτσης) εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. Ευτυχώς που και το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε, αν ληφθεί υπόψη ο βίος και η πολιτεία του συνόλου σχεδόν των καταχρεωμένων Συνεταιρισμών (εκτός εξαιρέσεων…).
Αλλά ο τότε υπουργός Τρίτσης επέμεινε. Κατάρτισε και έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε ως Νόμος 1700/1987 και υπήρξε το αποκορύφωμα της κρατικής επιβολής σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε απομείνει. Παρά τις αντιδράσεις, η πλειοψηφία της Βουλής ψήφισε το Νόμο, με τις διατάξεις του οποίου θα άλλαζαν οι κανόνες διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησης της μοναστηριακής περιουσίας, το Κράτος θα διόριζε το Διοικ. Συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π., για να διοικεί την εκκλησιαστική περιουσία, ενώ γινόταν επέμβαση και στον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης των ενοριακών ναών κ.λπ. Η τύχη του Νόμου αυτού είναι γνωστή: Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη συγκρότησης του Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. (απόφαση 5057/1987), το Κράτος δεν τόλμησε να εφαρμόσει τους Νόμους 1700/1987 και 1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση με τους Νόμους αυτούς άρθρων της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης και του Πρώτου Πρωτοκόλλου της. Και δικαιώθηκαν, διότι το Δικαστήριο με την απόφασή του 10/1993/405/483/484/9.12.1994:
• Διαπίστωσε ότι ο Νόμος 1700 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα των ιερών Μονών για τα περιουσιακά τους δικαιώματα.
• Ανέτρεψε τη μέχρι τότε υπέρ του Κράτους νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων και επέβαλε σ’ αυτά πλήρη συμμόρφωση προς τη Σύμβαση της Ρώμης.
• Διακήρυξε ότι οι Μονές –και άρα η Εκκλησία της Ελλάδος– δεν είναι κρατικοί οργανισμοί, έστω κι αν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
• Διασαφήνισε ότι οι Μονές μπορούν να επικαλούνται κάθε τρόπο κτήσεως της κυριότητας της περιουσίας τους (και με χρησικτησία), αφού «δεν υπάρχει κτηματολόγιο στην Ελλάδα», και διότι ήταν αδύνατη η μεταγραφή τίτλων προ του 1856 και η μεταγραφή κληροδοσιών και κληρονομιών προ του 1846, και
• Επέλυσε την αμφισβήτηση, υπέρ των ιερών Μονών, του θέματος των «διακατεχομένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τα οποία νέμεται η Εκκλησία, με το τεκμήριο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας.
Παρά το «πάγωμα» των δύο αυτών Νόμων (1700 και 1811), το 1998 επιχειρήθηκε από τη Γεν. Γραμματεία Δασών η ενεργοποίηση της Σύμβασης που προέβλεπε ο δεύτερος Νόμος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αλλά δεν έπαψε η αναμόχλευση του θέματος «εκκλησιαστική περιουσία», όπως συνέβη το έτος 2000, όταν το Πανελλήνιο βρισκόταν σε ανησυχία και αναστάτωση για το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στα νέου τύπου δελτία ταυτότητος, ή μετά το 2009, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ήρθε στην Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Τρόικα) και υπογράφτηκε το «Μνημόνιο…». Τότε όχι ξαφνικά, αφού ήταν αναμενόμενο, ξαναζεστάθηκε η σούπα της εκκλησιαστικής περιουσίας, σερβίρεται διαρκώς από τα Μ.Μ.Ε. και οι αγνοούντες την αλήθεια η οι καλοθελητές αναμασούν τα ίδια και τα ίδια, προβάλλοντας όμως και δύο νέα ζητήματα: Γιατί οι κληρικοί να μισθοδοτούνται από το Κράτος, και Γιατί να μη φορολογείται η Εκκλησία. Στα δύο αυτά δίδεται στη συνέχεια απάντηση.
5. Γιατί οι Κληρικοί να μισθοδοτούνται από το Κράτος;
Σε περιόδους κρίσης είναι αναμενόμενο να ακούγονται κραυγές του τύπου «το Κράτος πληρώνει τους μισθούς των υπηρετών του Θεού», «πουθενά στον κόσμο οι ιερωμένοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι» (φυσικά, αφού είναι λειτουργοί, όπως οι δικαστικοί, οι εκπαιδευτικοί κ.λπ.) και αξιώνεται από κάποιους να σταματήσει η μισθοδοσία τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και τη δαπάνη να αναλάβει η Εκκλησία. Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στο θέμα σημειώνουμε ότι μέχρι το 1945 οι ιερείς αμείβονταν από τη λεγόμενη εισφορά των ενοριτών. Τότε λοιπόν εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Και από την 1.10.1945 άρχισε όχι μόνον η μισθοδοσία αλλά και η «εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών νόμων διεπομένων Ναών» (άρθρο 2, § 2Α). Η εισφορά 25% αυξήθηκε σε 35% με διάταξη του Α.Ν. 469/1968, αλλά καταργήθηκε από 1.1.2004 (άρθρο 15 του Νόμου 3220/2004). Σημειώνεται ότι επί 60 χρόνια η εισφορά 25% και 35% καταβαλλόταν από τους Ναούς στα Δημόσια Ταμεία «ανά τρίμηνον».
Υποστηρίζοντας τη θέση ότι το Κράτος οφείλει να μισθοδοτεί τους εφημερίους και επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πλήν των άλλων, επικαλούμαστε δύο επιχειρήματα:
α. Αφού το ελληνικό Κράτος απαλλοτρίωσε, ουσιαστικά χωρίς αντάλλαγμα, το μέγιστο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας, έχει την υποχρέωση να τηρήσει τη δέσμευσή του (βλέπε τη Σύμβαση του έτους 1952, σελ. 16 του παρόντος) ότι θα παρέχει την αναγκαία υποστήριξή του προς την Εκκλησία, όπως ορίζεται και στο Σύνταγμα (ισχύον και προγενέστερα). Άλλωστε, αφού η Εκκλησία απογυμνώθηκε από την περιουσία της, με τον τρόπο που αναφέρθηκε, αντικειμενικά δεν είναι δυνατόν να σηκώσει το βάρος της μισθοδοσίας του Κλήρου.
β. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι μέλη της Εκκλησίας, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία πόσο ενεργά η συνειδητά είναι. Παράλληλα τυγχάνουν και φορολογούμενοι πολίτες. Το Κράτος έχει την υποχρέωση, από τους φόρους που εισπράττει, να καλύπτει τις ανάγκες υγείας, εκπαίδευσης, ασφάλειας, πολιτισμού, άθλησης κ.λπ. των πολιτών του. Γι’ αυτό χτίζει και λειτουργεί νοσοκομεία, σχολεία, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα κ.α. Αλλά, εμείς οι φορολογούμενοι πολίτες του, είμαστε και ορθόδοξοι χριστιανοί στην πλειονότητά μας. Και όπως θέλουμε και απαιτούμε από το Κράτος να μας εξασφαλίζει –με τους φόρους μας– το δάσκαλο, το γιατρό, το δικαστή, τον αστυνομικό, το φρουρό της Πατρίδας, έχουμε την αξίωση να μισθοδοτεί και τον ιερέα και επίσκοπό μας, για να καλύπτουν τις ψυχικές, πνευματικές και μεταφυσικές ανάγκες μας. Και αν θελήσει κάποιος να υποστηρίξει το αντίθετο, σημαίνει πως αρνείται την ψυχοπνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Δεν μπορεί το Κράτος να διαθέτει μεγάλα ποσά για επιχορηγήσεις ασήμαντων ουσιαστικά δράσεων (δήθεν πολιτιστικών, αθλητικών, καλλιτεχνικών κ.λπ.) και να ψάχνει τρόπους να στερήσει, από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών του, την πνευματική και θρησκευτική ποδηγέτησή τους.
6. Γιατί να μη φορολογείται η Εκκλησία;
Η παραπληροφόρηση σε όλο το μεγαλείο της. Αρκεί μία περιήγηση σε διάφορες ιστοσελίδες του Internet, για να διαπιστώσει κανείς πόσα ψέματα, πόσες ανακρίβειες και πόση χολή διαπερνούν πολλά από τα αναρτημένα κείμενα. «Η Εκκλησία είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στη Ελλάδα, μεγαλομέτοχος επιχειρήσεων και μεγαλοκαταθέτης», γράφει κάποιος, χωρίς να παραθέτει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει την άποψή του.
Άλλος προσθέτει ότι η Εκκλησία απολαμβάνει «καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας». Είναι όμως έτσι; Ασφαλώς όχι. Διότι και τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καταβάλλουν στο Δημόσιο Ταμείο ό,τι με τους Νόμους καθορίζει η Βουλή των Ελλήνων. Έτσι, τώρα που συντάσσεται το παρόν (τέλος Οκτωβρίου 2011), ισχύουν και εφαρμόζονται τα επόμενα για τη φορολόγηση της Εκκλησίας:
1. «Τα εισοδήματα που αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι ιεροί ναοί, οι ιερές μητροπόλεις, οι ιερές μονές του Αγίου Όρους, η ιερά μονή Πάτμου, η ιερά μονή Σινά, η Αποστολική Διακονία, ο Πανάγιος Τάφος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και οι ιερές σταυροπηγιακές μονές Κύπρου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί η συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) (άρθρο 12 § 4 του Νόμου 3842/23.4.2010, ΦΕΚ 58, τεύχος Α΄).
2. Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), «για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείματος… στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες…», ανάλογα με το εμβαδόν της δομημένης επιφάνειας, το ύψος της τιμής ζώνης κ.λπ. (άρθρο 53 § 1-2 του Νόμου 4021/3.10.2011 ΦΕΚ 218, τεύχος Α΄). Στο ειδικό αυτό τέλος δεν υπόκεινται φυσικά τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται από την Εκκλησία «για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο τους» (άρθρο 53 § 5 β΄ και γ΄ ίδιου Νόμου και άρθρο 29 § 1 εδάφια ια΄ και ιγ΄ του Νόμου 3842/2010), εξαίρεση που ισχύει και για το Δημόσιο, τα λοιπά ΝΠΔΔ, τους ΟΤΑ και τις δημοτικές επιχειρήσεις. Εννοείται όμως ότι η Εκκλησία καταβάλλει το ειδικό τέλος για τα λοιπά ακίνητά της.
3. Φόρο με συντελεστή 3‰ με βάση την αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας (πλήν των παραπάνω εξαιρέσεων).
4. Φόρο με συντελεστή 0,5% στην αξία των κληρονομιών και δωρεών.
5. Τέλος χαρτοσήμου και δικαιώματα ΟΓΑ (2,40%) στις χρηματικές παροχές των χριστιανών προς τους ιερούς ναούς για ιεροπραξίες.
6. Επίσης παρακρατεί και αποδίδει στις ΔΟΥ τα επόμενα:
α. Φόρο μισθωτών υπηρεσιών των εκκλησιαστικών υπαλλήλων
β. ΦΠΑ με τους προβλεπόμενους συντελεστές για υπηρεσίες και αγαθά
γ. Φόρο εισοδήματος 8% σε όλα τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών
δ. Φόρο εισοδήματος 4% για όλα τα δελτία αποστολής αγαθών και 1% για τα υγρά καύσιμα.
Ας σημειωθεί επιπλέον ότι πολλές Ι. Μητροπόλεις, Ναοί και Μονές από 1.8.2011 επιβαρύνονται με πολύ σημαντικά ποσά για την ταχυδρόμηση των περιοδικών που αποστέλλουν –κατά κανόνα δωρεάν– σε πολλούς χριστιανούς στα πλαίσια του ποιμαντικού τους έργου, μετά την έκδοση του Νόμου 3986/1.7.2011 (ΦΕΚ Α΄ 152) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», οι διατάξεις του οποίου κατάργησαν το Ειδικό Τιμολόγιο των εκδοτών εντύπων για τα ταχυδρομικά τέλη. (* Τα οποία υπερβαίνουν τα 400 σε όλη την Ελλάδα.),
Προς απάντηση τέλος εκείνων που παραποιούν την αλήθεια, παρατίθεται και η κατακλείδα Δελτίου Τύπου της Ιεράς Συνόδου (15.9.2011) περί φορολογήσεως της Εκκλησίας, που αναφέρει:
«Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί να τονίσει ότι η απαλλαγή από το φόρο ακίνητης περιουσίας για τα ακίνητα λατρευτικής, θρησκευτικής και κοινωφελούς χρήσεως ισχύει από το έτος 2008 για όλα τα θρησκεύματα και δόγματα που έχουν ακίνητη περιουσία εντός της Ελλάδος και αφ’ ετέρου ότι, παρότι τα έσοδά της προέρχονται μέχρι σήμερα από το υστέρημα των πιστών και χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των θρησκευτικών και κοινωφελών της ιδρυμάτων, ουδέποτε ζήτησε κάποια άνιση φορολογική μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους φορολογούμενους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς της Χώρας».
Παρά την απαλλοτρίωση όμως και τη διαρπαγή του μέγιστου μέρους της περιουσίας της, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δεν έπαψε να στέκεται συμπαραστάτης των τοπικών κοινωνιών, των εμπερίστατων ανθρώπων των ασθενών, των φυλακισμένων, των νέων, της τρίτης ηλικίας. Ιδού ένα εντελώς πρόσφατο παράδειγμα: Στις 19 Ιουλίου 2011 κηδεύθηκε πολιός Μητροπολίτης νησιωτικής Μητροπόλεως. Ο αρχιγραμματεύς της Ι. Συνόδου που εκφώνησε τον επικήδειο λόγο είπε μεταξύ άλλων:
Σχολεία, παιδικοί σταθμοί, αθλητικοί χώροι, εργατικαί κατοικίαι, ιδρύματα και πολιτιστικά κέντρα και άλλα ανηγέρθησαν ή λειτουργούν εις χώρους εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής ιδιοκτησίας, οι οποίοι με την προτροπήν του ημετέρου Επισκόπου παρεχωρήθησαν δωρεάν προς τον σκοπόν αυτόν. Ακόμη και η διάνοιξις οδών, η δημιουργία πλατειών, έχει γίνει εις εκκλησιαστικούς χώρους τη προτροπή του μακαριστού Μητροπολίτου μας προς όφελος των πτωχών και εν γένει του κοινωνικού συνόλου. Ιδού, πως αξιοποιεί η Εκκλησία την περιουσίαν της!
Γι’ αυτό ας σταματήσουν επιτέλους οι ανακρίβειες και τα ψέματα για τα θέματα εκκλησιαστική περιουσία, φορολόγηση της Εκκλησίας, μισθοδοσία των ορθοδόξων κληρικών.