Εἶναι 25 Ἀπριλίου 1961 καί γίνεται τό ἐννεαήμερο μνημόσυνο τοῦ Χρυσοστόμου Δασκαλάκη Μητροπολίτη Μεσσηνίας (1945-1961). Κηρύττει κατ’ αὐτό ὁ λόγιος ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος. Ἀνεβαίνει στόν Ἄμβωνα καί μέ τόν ἱσχνό καί βραδύγλωσσο καί «καικαιδίστικο» τρόπο του λέει:
-Ποῦ θά εἶναι τώρα ὁ Δεσπότης;
-Μπροστά στόν Χριστό.
-Τί θά πεῖ ὁ Χριστός μόλις τόν δεῖ;
-Καλῶς τόν Χρυσόστομο. Τέλειωσε λοιπόν ἡ ἀρχική φάση τῆς ζωῆς σου καί τώρα πρέπει νά δοῦμε ἄν μπορεῖς νά μπεῖς (ὄχι ἐξ αἰτίας μου ἀλλά ἀπό τήν κατάστασή σου) στήν κυρίως Ζωή ἤ ἄν… ἁπλῶς θά τυραννιέσαι!
-Τί εἶναι αὐτό πού ἔχεις στό κεφάλι σου;
Μίτρα; Μά δέν φοράνε οἱ δικοί μου κοσμήματα. Αὐτά τά ἔχουν οἱ Πέρσες… πού εἶναι εἰδωλολάτρες!
Αὐτό πού κρατᾶς τί εἶναι; Γκλίτσα; Μά οἱ βοσκοί δέν κρατάνε σίδερα ἀλλά ξύλινο μπαστούνι γιά νά μποροῦν νά τρέχουν.
Βγάλτα καί ἄφηστα κάτω. Βγᾶλε κι αὐτό τό φόρεμα πού φοροῦσε ὁ αὐτοκράτορας στήν Κωνσταντινούπολη! Γιατί ἀντικατέστησες τόν κοροϊδευτικό χιτώνα πού μοῦ φόρεσαν, μέ αὐτοκρατορικά μεγαλεῖα; Ντρεπόσουν γιά μένα; Ἐδῶ τά πράγματα δέν εἶναι κατά τά φαινόμενα. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει βασιλιάς καί στρατιώτης. Ἐδῶ ποιμένας καί πρόβατο εἶναι ταυτόσημα. Ἐδῶ Ποιμένας εἶμαι μόνον ἐγώ.
Λοιπόν βγᾶλε τά ἄμφια. Τόσα χρόνια δέν ἔμαθες ὅτι τά ἄμφια εἶναι σύμβολα καί ὄχι κοσμήματα; Ὅτι τά φόραγες γιά νά διαφοροποιηθεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου, ὄχι ἀπό τούς ἄλλους; Βγᾶλε τά ρᾶσα. Βγᾶλε τά ροῦχα σου. Ὅλα. Καί τό παντελόνι καί τό σώβρακό σου!
Μεῖνε τώρα γυμνός καί… διάφανος νά δοῦμε, πόσα από αὐτά πού ἔκανες, τά ἔκανες γιά τήν δόξα μου και πόσα γιά τήν δόξα σου; Ἄν ἔγιναν γιά μένα, θά εἶναι ἐλευθερία γιά σένα. Ἄν ἔγιναν γιά σένα, θά εἶναι φυλακή αὐτοεγκλωβισμοῦ σου καί δέν θά μπορεῖς νά συναντήσεις κανέναν, οὔτε ἐμένα.
Ἄν δέν ξεπέρασες τό ἀφελές παιδικό ἐπίπεδο «τά θέλω ὅλα δικά μου» καί «ἄχ, πόσο μοῦ ἀρέσω», πῶς θά μπεῖς ἐδῶ, πού κυριαρχεῖ ἡ Αἱμάτινη Φιλανθρωπία;! Ἄν βούλιαξες (ὑπάρχει πιθανότητα καί μέσα στήν Ἐκκλησία, γιατί δέν γίνονται διακρίσεις…) στήν σκέψη «εἶμαι ὅλος δικός μου» τότε ἔχεις κάνει τήν ζωή σου κόλαση καί ὅλοι ἐμεῖς, καί Ἐγώ μαζί, σέ «ἐνοχλοῦμε»! Τά εἴχαμε πεῖ: Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος οἱ υιοί τῆς Βασιλείας νά ἐκβληθοῦν ἔξω, και αὐτοί πού μέ κήρυτταν στίς πλατεῖες καί μοῦ φώναζαν στήν Λειτουργία, Κύριε, Κύριε… νά μοῦ εἶναι ἄγνωστοι καί ξένοι (Ματθ. 7,21).
Αυτά μεν έλεγε τότε ο πατήρ Ιωήλ, για ένα άνθρωπο ο οποίος στην εποχή του (εποχή απερίγραπτων αναγκών) προσπάθησε να κάνει με θυσιαστική διάθεση ό,τι μπορούσε καλύτερο, για την ανακούφιση των χριστιανών της περιοχής της ευθύνης του. Εκείνος, ο Χρυσόστομος Δασκαλάκης, ήταν ένας ακτιβιστής, όμως χωρίς καμμία προσωπική απαίτηση άνεσης και χρημάτων! Ο π. Ιωήλ δίδασκε το λαό με αφορμή τον θάνατο του Δεσπότη, α. ότι όλοι θα αποδώσουμε λόγο στο Χριστό για τον τρόπο της ζωής μας, β. ότι η κοινωνική θέση, ακόμα και η εκκλησιαστική, δεν έχουν καμμία ‘’πέραση’’ μπροστά στο Χριστό, και γ. επεσήμαινε το μεγάλο κίνδυνο της φιλοδοξίας που γυμνώνει την ψυχή όσο και τα άλλα πάθη, έστω και αν η εγωϊστική στάθμη αξιολόγησης είναι στο ψυχικό και όχι στο σωματικό επίπεδο.
Στην συνέχεια, και ως ουσιαστική επέκταση και επεξήγηση της σκέψεως του πατρός Ιωήλ, παραθέτουμε ένα κείμενο του μεγάλου χριστιανού συγγραφέα C.S.Lewis, από το βιβλίο του ‘’το Μεγάλο Διαζύγιο’’ στο οποίο με αριστοτεχνικό τρόπο ο Lewis επισημαίνει τον υπόκωφο εγωϊσμό της νομικίστικης λογικής των δικαιωμάτων, και της ‘’αναντίρρητης’’ και αυτονόητης διεκδίκησής τους! Γράφει για τον κίνδυνο της αυτοκαταξίωσης, από την επιτυχή σταδιοδρομία, πράγμα που δεσμεύει τον άνθρωπο στη θέαση της εξωτερικής ‘’στιλπνότητας’’ και μόνον, και δεν τον αφήνει να βαθύνει στην συνειδητότητα της προσφοράς εκ μέρους του Χριστού, ως δωρεάς, των αρετών, που δεν αγοράζονται με όσα στιλπνά κατορθώματα κι αν επιτύχαμε, αλλά είναι μετοχή στην φιλανθρωπία Του!
«Ποτέ δέν ζήτησα τίποτα πού δέν ἦταν δικαιωματικά δικό μου. Ἄν ἤθελα ἕνα ποτό τό πλήρωνα. Κι ἄν ἔπαιρνα τούς μισθούς μου ἔκανα τήν δουλειά μου. Τέτοιος τύπος ἦμουν καί δέν μέ νοιάζει ποιός τό ξέρει.
-Θά ἦταν πολύ καλύτερα ἄν δέν τό συνέχιζες ὅλο αὐτό τώρα.
-Ποιός τό συνεχίζει; Δέν διαφωνῶ μαζί σου. Ἁπλά σοῦ λέω τί ἄνθρωπος ἤμουνα. Δέν ζητάω τίποτα περισσότερο ἀπό τά δικαιώματά μου. Μπορεῖ νά νομίζεις, πώς ἔχεις τό δικαίωμα νά μέ κριτικάρεις ἐπειδή εἶσαι ντυμένος ἔτσι (πού δέν ἦσουν ὅταν δούλευες γιά μένα) ἐνῶ ἐγώ δέν εἶμαι παρά ἕνας κακομοίρης. Ἀλλά πρέπει νά ἔχω αὐτά πού δικαιοῦμαι, ὅπως καί σύ.
-Ἄ, ὄχι. Δέν εἶναι τόσο ἄσχημα τά πράγματα. Ἄν ἔπαιρνα μόνο ὅ,τι δικαιούμουν, δέ θά ἦμουν ἐδώ τώρα. Οὔτε ἐσύ θά πάρεις αὐτό πού δικαιοῦσαι. Θά σοῦ δοθεῖ κάτι πολύ καλύτερο. Μή φοβᾶσαι.
-Αὐτό λέω κι ἐγώ. Δέν ἔχω αὐτό πού δικαιοῦμαι. Πάντα ἔκανα ὅ,τι καλύτερο μποροῦσα καί ποτέ κάτι κακό. Καί αὐτό πού δέν καταλαβαίνω, εἶναι γιατί εἶμαι πιό κάτω ἀπό ἕναν ἀδίστακτο φονιά σάν καί σένα.
-Ποιός ξέρει ἄν θά εἶσαι; Ἁπλά νά εἶσαι χαρούμενος καί ἀκολούθησέ με.
-Γιατί συνεχίζεις νά διαφωνεῖς; Ἁπλά σοῦ λέω τί σόι ἄνθρωπος εἶμαι. Θέλω μόνο τά δικαιώματά μου. Δέ ζητάω φιλανθρωπία.
-Τότε κάνε το! Ἀμέσως! Ζήτα τήν Αἱμορραγοῦσα Φιλανθρωπία! Ὅλα εἶναι ἐδῶ ὡς προσφορά. Τίποτα δέν ἀγοράζεται.
(C.S.Lewis, “τό μεγάλο διαζύγιο”, σελ. 34-35).
Μακάρι, και εκείνος (ο ‘’τωρινός’’ νεκρός, που με αφορμή τον θάνατό του γράφονται αυτά) και εμείς, να καταλάβουμε ότι όλα είναι προσφορά από την Αιμορραγούσα Φιλανθρωπία.
Μακάρι, να συνειδητοποιήσουμε, ότι τίποτε δεν άγοράζεται! Ακόμα κι αν έχεις ενάμιση δίς δραχμές…..
Μακάρι, να μη ξεχνάμε ότι κάποια στιγμή της ζωής μας μπροστά στο Χριστό θα ακούσωμε τον άγγελό μας να απαιτεί:
Απόδος λόγον της ζωής σου (οι λαϊκοί).
Απόδος λόγον της οικονομίας σου (οι κληρικοί)
Ελέησον ημάς πάντας, Φιλάνθρωπε Κύριε.