«Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, διότι παρεφέρθηκα.». Ὅταν ἔχετε ἀλληλεγγύη καὶ «εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων»καὶ γενικὰ καλλιεργῆτε τὴν μεταξύ σας ἀγάπη καὶ ἑνότητα, αὐτὸς εἶναι ἕνας ἰσχυρὸς δεσμὸς ποὺ κάνει ἀνίσχυρο τὸν σατανᾶ.
Εὑρίσκομε πολλὰ παραδείγματα στοὺς Πατέρες, ποὺ φανερώνουν ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονταν μὲ τὴν χάρι τῆς ἀγάπης ὑπὲρ τῶν ἄλλων, ἐγίνοντο ἀφορμὴ νὰ σωθοῦν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες ποὺ εἶχαν.
Σᾶς ὑπενθυμίζω τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου, ποὺ ἐπολεμήθη στὴν σάρκα καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀντέξη. Ἦσαν δυὸ μαζί· καὶ εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο.«Ἀδελφέ μου, νὰ μὲ συγχώρησης. Ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ μείνω ἄλλο ἐδῶ. Ἀγωνίστηκα ὅσο ἄντεχα, ἄλλο δὲν ἠμπορῶ, θὰ φύγω νὰ πάω στὸν κόσμο νὰ νυμφευτῶ».
Ὁ ἀδελφὸς ἀφοῦ τὸν ἐνουθέτησε ἀρκετά, δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸν πείση. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔφευγε, τοῦ λέγει: «Θὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ μαζί σου. Ἐπειδὴ εἴμαστε πνευματικοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐζήσαμε τόσα χρόνια μαζί, δὲν κρίνω σκόπιμο νὰ σὲ ἀφήσω μόνο σου».
– Μὰ ξέρεις τί κάνεις; Ἐγὼ πάω τώρα νὰ εὕρω γυναῖκα νὰ ἁμαρτήσω μαζί της. Ἐσὺ θάρθης
– ∆ὲν θὰ ἁμαρτήσω ἀλλὰ θὰ ἔρθω. ∆ὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνο σου.
Καὶ πράγματι τὸν ἀκολούθησε, καὶ ὅταν ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχαν τέτοιες γυναῖκες,πῆγε αὐτὸς μέσα νὰ ἱκανοποιήση τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ ἄλλος ἐκάθησε ἀπ’ ἔξω καὶ παρεκάλει τὸν Θεό. «Θεέ μου, ἂν καὶ εἶναι ἡ τελευταία ὥρα,ἐσὺ ἠμπορεῖς νὰ τὸν σώσης». Καὶ πράγματι ὅταν ἐμπῆκε μέσα νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτία,μετεμελήθη. Ἀνεχαίτισε ὁ Θεὸς τὴν δύναμι τοῦ πολέμου καὶ συνῆλθε καὶ εἶπε: «Μὰ τί κάνω τώρα; Τόσα χρόνια στὴν ἔρημο, δὲν ἐχόρτασα ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ ἦλθα τώρα γιὰ μία μικρὴ ἡδονή, νὰ γίνω ἀκάθαρτος, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό μου καὶ νὰ χάσω τὸν κόπο μου ὅλο καὶ νὰ πάω μὲ τὸν διάβολο στὴν κόλασι;» Καὶ ἐγύρισε πίσω. ∆ὲν ἁμάρτησε.Πῆγε ἔξω στὸν ἀδελφό του λέγοντας; «Μετανόησα. ∆ὲν πωλῶ τὴν σωτηρία μου γιὰ τόσο φθηνὸ πρᾶγμα». Καὶ ἐπέστρεψαν στὸν τόπο τους. Καὶ ἀπεκάλυψε ἕνας ἀπὸ τοὺς Γέροντες,ὅτι διὰ τὸν κόπο αὐτοῦ ποὺ τὸν ἠκολούθησε ἐπῆρε ὁ Θεὸς τὸν πόλεμο ἀπὸ τὸν ἄλλο.