του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Ήταν χειμώνας του 1947 και πλησίαζαν οι εορτές των Χριστουγέννων κι ένα μικρό παιδάκι , 6 περίπου ετών, ρακένδυτο, προσπαθεί να ρίξει έναν λιγδιασμένο φάκελο μέσα στο γραμματοκιβώτιο. Προσπαθούσε αρκετή ώρα, αλλά, επειδή ήταν κοντούλης, δεν τα κατάφερνε. Την ώρα εκείνη περνούσε ο πατήρ Γεώργιος Ασλάνογλου, πολύτεκνος και βασανισμένος από τη μαύρη Κατοχή που περνούσαμε στη Δράμα. Το πρόσεξε ο ιερεύς το παιδί, το πλησίασε και το ρωτά:
– Τι προσπαθείς να κάνης, αγοράκι μου;
– Να, θέλω να στείλω αυτό το γράμμα.
– Δος το μου να το ρίξω εγώ.
Το παίρνει από τα χεράκια του παιδιού και το μάτι του πέφτει στο όνομα του παραλήπτη: «Στο Χριστούλη και στη Παναγίτσα»! «Ο Νικολάκης».
Συγκινήθηκε ο ιερεύς και το ρώτησε:
-Τι ζητάς, παιδάκι μου, μέσα σ’ αυτό το γράμμα από το Θεούλη;
Κι εκείνο, αρχίζοντας να κλαίει, απάντησε:
– Να μου ξαναστείλει πίσω από τον ουρανό τη μανούλα μου και τον πατερούλη μου, που τους σκοτώσανε οι κακοί Βούλγαροι. Θέλω κι εγώ τη μανούλα μου, να έχω και παιχνιδάκια! Πεινάω…, κρυώνω…, είμαι μόνος!… Την περασμένη εβδομάδα πέθανε και η αδελφούλα μου που με προστάτευε. Τώρα είμαι μόνος!… Μόνος!…
Και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς.
Ενδιαφέρθηκε ο παπά Γιώργης για το παιδί και διαπίστωσε πράγματι ότι ήταν ορφανό και μόνο, και ότι κούρνιαζε και ζούσε μέσα σε κάτι χαλάσματα. Ο ιερεύς, παρ’ όλο που είχε επτά παιδιά, με συνοπτικές διαδικασίες και μέσω του Εισαγγελέως της Δράμας, πήρε το παιδί υπό την προστασία του. Ύστερα από τριάντα χρόνια, δηλαδή το 1977, ο Νικολάκης ήταν πλέον ένας καταξιωμένος Λειτουργός του Υψίστου, άξιος ακόμη να γίνει και επίσκοπος, διότι διάλεξε τη μοναχική ζωή.
Από το βιβλίο: «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΥΣ» του Π.ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ.