«Εν μέσω δύο ληστών, ζυγός δικαιοσύνης ευρέθη ο Σταυρός σου˙ του μεν καταγομένου εις Άδην τω βάρει της βλασφημίας, του δε κουφιζομένου πταισμάτων προς γνώσιν θεολογίας. Χριστέ ο Θεός, δόξα Σοι» (Ύμνος Θ΄ ώρας Σαρακοστής).
(Ανάμεσα σε δυο ληστές, βρέθηκε σαν ζυγαριά δικαιοσύνης ο Σταυρός σου. Γιατί ο ένας οδηγήθηκε στον Άδη από το βάρος της βλασφησμίας, ενώ ο άλλος ελευθερώθηκε από τις αμαρτίες του και γνώρισε τον Θεό. Χριστέ Θεέ μας, δόξα Σοι).
1. Η εικόνα που παρουσιάζει ο ύμνος έχει βάση ιστορική: ο Χριστός σταυρώθηκε στον Γολγοθά, όταν ηγεμόνας στην Ιουδαία ήταν ο Ρωμαίος Πόντιος Πιλάτος, εν μέσω δύο κακούργων. Σαν κακούργος και ο Χριστός δέχεται τον πιο ατιμωτικό θάνατο της εποχής, τον θάνατο διά Σταυρού. Και τι μας λένε τα Ευαγγέλια για το γεγονός; Ο ένας ληστής βλασφημούσε τον Χριστό: Τον ειρωνευόταν, Τον πρόσβαλλε, Τον αμφισβητούσε, μη μπορώντας να δείξει ίχνος συμπάθειας για έναν άνθρωπο που περνούσε το ίδιο με εκείνον πάθος, και μάλιστα λίγο πριν από τον κοινό θάνατό τους. «Αν είσαι αυτός που λες, ο Υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και σώσε τον εαυτό σου και εμάς».
Ο άλλος, αυτός που έχει μείνει στην ιστορία ως ο ευγνώμων ληστής και που η Εκκλησία μας τον έχει εντάξει μέσα στους αγίους της, λειτούργησε απρόσμενα: σαν να ανοίχτηκαν τα μάτια του, της καρδιάς του τα μάτια, και είδε χαρισματικά ότι ο συσταυρωμένος με αυτόν δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος, ο Σωτήρας του κόσμου. Κι είναι πράγματι χάρη Θεού να μπορείς να δεις πέρα από τα φαινόμενα, το βάθος της ζωής, το αιώνιο στοιχείο. Η «ανάγνωση» που κάνει στα γεγονότα, είναι διαμετρικά αντίθετη του άλλου «συναδέλφου» του: ο ένας βλασφημεί, ο άλλος θεολογεί. «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Κι η απάντηση του Κυρίου άμεση: «Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».
2. Η ιστορία λοιπόν είναι γνωστή. Αλλά τα ίδια τα ιστορικά στοιχεία μάς οδηγούν και στη θεολογία του Σταυρού, κάτι που αποτυπώνει και επεκτείνει ο άγιος υμνογράφος. Πώς; Χαρακτηρίζοντας τον Σταυρό ως ζυγό δικαιοσύνης, χαρακτηρίζοντας τον αμφισβητία ληστή ως βλάσφημο, χαρακτηρίζοντας τον πιστεύσαντα ληστή ως θεολόγο. Οι εκφράσεις: ζυγός δικαιοσύνης, βλάσφημος ληστής, θεολόγος ληστής, αποτελούν αξιολογικές θεολογικές εκτιμήσεις που χρήζουν βεβαίως επεξηγήσεως.
(α) Βλάσφημος λοιπόν ο ένας ληστής, γιατί αδυνατεί να κατανοήσει ποιον έχει δίπλα του στον Σταυρό, που σημαίνει ότι ενώ συναντά τον Χριστό παραμένει τυφλός απέναντί Του, μέσα κυριολεκτικά στο πνευματικό σκοτάδι. Αιτία της τύφλωσης, κατά τον λόγο του Θεού, είναι η επιμονή στην πονηρία της ζωής: ο άνθρωπος που επιμένει στο αμαρτωλό εγωιστικό του φρόνημα δεν αφήνει καμία εσωτερική ρωγμή στην ψυχή του για να περάσει έστω και μία ακτίνα του φωτός του Θεού, ώστε να δει πού βρίσκεται το κέντρο και η πηγή της ζωής του. Αυτό δεν λέει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήδη από την αρχή του ευαγγελίου Του; Γιατί δεν αποδέχτηκαν τον Κύριο οι πολλοί της εποχής Του; «Ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα». Αρνητής της πίστεως γίνεται με άλλα λόγια όχι αυτός που δεν μπορεί να πειστεί νοητικά και με τη λογική του, για λόγους θεωρητικούς δηλαδή, -αυτός κάποια στιγμή αν είναι γνήσια η αναζήτησή του θα βρει τον δρόμο της πίστεως- αλλά αυτός που δεν θέλει να απεμπλακεί από τα πάθη και τις αμαρτίες του. Οπότε ο άνθρωπος αυτός αρνούμενος τον Θεό οδηγείται στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, κι αυτό διαπιστώνουμε στον αρνητή ληστή. Κι είναι πολύ σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου της Εκκλησίας: η βλασφημία αυτή δημιουργεί βάρος στην ψυχή του ανθρώπου. «Από το βάρος της βλασφημίας έφτασε στα άδυτα του Άδη ο ένας ληστής». Αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου, και του συγκεκριμένου ταλαίπωρου ληστή αλλά και κάθε άλλου που θέλει να διαγράφει τον Χριστό από τη ζωή του: να νομίζει ότι μένει ελεύθερος για να κάνει ό,τι θέλει, και την ίδια στιγμή να κατρακυλά με τον μεγαλύτερο πάταγο σε ό,τι χειρότερο μπορεί να του συμβεί: την ίδια την κόλαση. Γιατί Άδης και κόλαση ταυτίζονται στον λόγο της Γραφής. Και ποια τα χαρακτηριστικά της κόλασης αυτής; Η αδυναμία σχέσεως με τον όποιον συνάνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του εαυτού! Ο κολασμένος βλάσφημος άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ησυχάσει και να τα βρει, όπως λέμε, ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτό του. Γιατί δεν μπόρεσε να τα βρει με τον Θεό. Ο Θεός είναι ο βασικός παράγων από τον Οποίο εξαρτάται η κάθε άλλη σχέση του ανθρώπου. Το σχήμα λοιπόν που λειτουργεί ως μοτίβο διαχρονικά και παγκόσμια είναι: απιστία στον Χριστό, βλασφημία, βάρος ασήκωτο στην ψυχή, Άδης και κόλαση, η τέλεια απόγνωση!
(β) Ο ευγνώμων από την άλλη ληστής γίνεται θεολόγος, γιατί φωτίζεται και πιστεύει στον Χριστό – αποκαλύπτεται στην καρδιά του η αλήθεια και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Η γνώση του Θεού για την πίστη μας δεν έχει χαρακτήρα νοησιαρχικό όπως λέμε. Δεν έρχεται ως καρπός μιας πληροφορίας από ένα άκουσμα, από μία μελέτη, από μία έρευνα επιστημονική. Ο Θεός αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου, στο βάθος του είναι του δηλαδή, γι’ αυτό και η σχέση μας μαζί Του είναι καρδιακή. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» ακούει κανείς ήδη από την Παλαιά Διαθήκη να καλεί τον άνθρωπο ο Θεός. Προφανώς, ο συγκεκριμένος ληστής, μολονότι βουτηγμένος στις αμαρτίες και τις ανομίες δεν είχε αλλοιωθεί εντελώς στο βάθος της ψυχής του – κάτι καλό παρέμενε εκεί αγνό και καθαρό. Κι όταν ο Χριστός του έδωσε την ευκαιρία να Τον συναντήσει, άδραξε θα λέγαμε την ευκαιρία. Η ζωντανή παρουσία του Χριστού άγγιξε την καρδιά του, κατανύχθηκε, πληγώθηκε από την αγάπη Εκείνου, γι’ αυτό και ξεσπά σε δάκρυα μετανοίας που έγιναν το κλειδί για να ανοίξει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου. «Με το μνήσθητί μου σαν κλειδί άνοιξε ο ευγνώμων ληστής την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου» ακούμε αίφνης στον στίχο του συναξαρίου της Μεγάλης Παρασκευής. «Μικρή φωνή έβγαλε» θα πει αλλού η Εκκλησία μας «και κέρδισε μεγάλη θέση στον Παράδεισο». Και η μετάνοια, έχει πει ο ίδιος ο Κύριος, είναι ο χώρος της αγιότητας, η κατάσταση που προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον ουρανό. «Χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί». Αυτό είναι το παράδοξο στον Γολγοθά: ο Κύριος από τη μία να οδυνάται «αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» και από την άλλη να χαίρει γιατί βλέπει τον πρώτο κάτοικο του Παραδείσου που βρήκε τον δρόμο του πάνω σ’ έναν σταυρό.
Οπότε, κατά τον άγιο υμνογράφο μας, το χαρακτηριστικό της θεολόγου γλώσσας του ευγνώμονος ληστή είναι η βίωση της αφέσεως των αμαρτιών του. Ο άγιος ληστής νιώθει ότι απαλλάσσεται από το βάρος της βλάσφημης μέχρι την ώρα εκείνη ζωής του, γιατί στράφηκε προς τον Ήλιο της δόξης που στεκόταν στο πλάι του. Κι αυτή η αίσθηση της συγχώρησης ως εμπειρία της χάρης του Εσταυρωμένου Κυρίου συνιστά τη βάση για να θεολογήσει κανείς. Θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο σωσμένος ληστής «είδε» εν Πνεύματι τον Χριστό να σηκώνει τις αμαρτίες τις δικές του και όλου του κόσμου, έζησε δηλαδή μία θεοπτία, που επιτρέπει ο Χριστός σ’ εκείνες τις ψυχές που «συγγενεύουν» μαζί Του. Και συγγενεύουν, όπως είπαμε, όχι γιατί είναι αναμάρτητοι, αλλά γιατί φτάνουν στο σημείο να μετανοήσουν αληθινά, οι καρδιές τους δηλαδή να αφουγκραστούν τον κτύπο της δικής Του καρδιάς, που θα πει να αισθανθούν λίγη από την αγάπη Του!
3. Μπρος λοιπόν στον Σταυρό του Χριστού έχουμε δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις: του βλασφήμου ανθρώπου και του θεόπτη θεολόγου. Ο Εσταυρωμένος Κύριος λειτουργεί ως ζυγός δικαιοσύνης, ως μέτρο που ενώπιόν Του αναγκάζονται οι άνθρωποι να αποκαλύψουν την εσωτερική τους κατάσταση, τα μύχια της ψυχής τους. Μπρος δηλαδή στον Σταυρό οι άνθρωποι ξεγυμνωνόμαστε ψυχικά, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε – πώς άλλωστε να κρυφτεί κανείς από Εκείνον στον Οποίον «δεν υπάρχει κτίση αφανής και τα πάντα είναι γυμνά και φανερά στα μάτια Του;» Όπως κι επίσης δεν μπορούμε να σταθούμε αδιάφοροι. Αδιάφορη στάση απέναντι στον Χριστό δεν υπάρχει. Μας το βεβαίωσε ο Ίδιος: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι», όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου. Κι ήταν αυτό που από την αρχή της ζωής Του είχε πει προφητικά ο γέρων Συμεών ο θεοδόχος: «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! Μπροστά στον Χριστό ή πέφτεις ή ανασταίνεσαι. Και Αυτός είναι το σημείο που οι άνθρωποι του κόσμου τούτου δεν θα μπορούν να ομονοήσουν. Να λοιπόν, πώς ειδικά με τους συσταυρωμένους με τον Χριστό ληστές επιβεβαιώνεται ο συγκεκριμένος προφητικός λόγος.
4. «Ζυγός δικαιοσύνης» λοιπόν ο Σταυρός του Κυρίου, ένας χαρακτηρισμός που αποκαλύπτει πολλά περισσότερα από ό,τι μπορεί κανείς απλά να υπονοήσει. Τι εννοούμε; Δύο καίριες παρατηρήσεις είναι απαραίτητες.
Πρώτη. Αποκαλύπτεται με τον Σταυρό του Κυρίου η δικαιοσύνη του Θεού, η οποία κατανοείται με τρόπο που υπερβαίνει απείρως την ανθρώπινη μόνο διάστασή της. Ποια η δικαιοσύνη των ανθρώπων; Είναι η «δικαιοσύνη» του ισχυρού, που τα θέλει όλα δικά του. Μία «δικαιοσύνη» δηλαδή που εκφράζει με τον πιο τρανταχτό τρόπο την ουσία της αμαρτίας, τον εγωισμό, τη νοσηρή κατάσταση που ταυτίζεται με τον ίδιο τον δαιμονισμό. Είναι επίσης η δικαιοσύνη που απαιτεί την ισομέρεια: όλοι το ίδιο – μία δικαιοσύνη που ύπουλα προβάλλει την αδικία, γιατί δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ανάγκες: πώς να έχει ίδιες ανάγκες για παράδειγμα ένας πολύτεκνος οικογενειάρχης με ένα μοναχικό άτομο; Είναι η δικαιοσύνη ακόμη που όντως επιβάλλει το ίσο κατά τις ανάγκες του καθενός – η καλύτερη εκδοχή της ανθρώπινης πράγματι δικαιοσύνης. Αλλά το πρόβλημα κι εδώ είναι η λέξη «επιβάλλει». Γιατί χριστιανικά ό,τι δεν γίνεται ελεύθερα κι από αγάπη δεν έχει ηθική βαρύτητα και αξία.
Κι υπάρχει η αληθινή χαρισματική δικαιοσύνη που τη βλέπουμε στον Σταυρό του Κυρίου και στη συνέχεια στη ζωή των αγίων μας: δίνω τα πάντα στον άλλον, με παραθεώρηση του όποιου δικού μου συμφέροντος, γιατί τον αγαπώ. Τι φανέρωσε ο Σταυρός του Κυρίου και γι’ αυτό λέμε ότι εκεί λειτούργησε η δικαιοσύνη του Θεού; Ο κατεξοχήν αθώος, ο ενανθρωπήσας Θεός, στον Οποίο αμαρτία δεν υπήρχε ούτε βρέθηκε δόλος ποτέ στο στόμα Του, πλήρωσε και τιμωρήθηκε για τις αμαρτίες και τις ευθύνες των ενόχων ανθρώπων. Ο Χριστός επί του Σταυρού «αίρει τας αμαρτίας ημών», όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και γίνεται Αυτός κατάρα για χάρη μας. Η θεία δικαιοσύνη δηλαδή δεν λειτουργεί κατά το αρχαιοελληνικό σχήμα: έφταιξες, θα πληρώσεις!, αλλά έφταιξες και θα δικαιωθείς! Αρκεί να αποδεχτείς την αγάπη του Δημιουργού σου. Γιατί είναι Εκείνος που αναλαμβάνει όπως είπαμε την ευθύνη μας. Δικαιοσύνη χριστιανικά σημαίνει έτσι αγάπη και ταπείνωση, γι’ αυτό και όπου η δικαιοσύνη δεν έχει ως περιεχόμενο τα στοιχεία αυτά δεν είναι χριστιανική.
Ας δούμε τι λένε επ’ αυτού οι άγιοί μας, όπως ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, από τους μεγαλύτερους νηπτικούς πατέρες της Εκκλησίας μας. Σε προβληματισμό του για το θέμα ακριβώς της δικαιοσύνης λέει τα εξής θεωρούμενα παράδοξα: «Μην ονομάζεις τον Θεό δίκαιο, διότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν γνωρίζεται στα έργα σου… Πώς θα ονομάσεις τον Θεό δίκαιο, όταν διαβάζεις στο Ευαγγέλιο για τον μισθό των εργατών; Φίλε, λέγει, δεν σε αδικώ, θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον τελευταίο, όσα έδωσα και σε σένα. Εάν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όμως εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς δίκαιο τον Θεό, όταν διαβάζει στο Ευαγγέλιο τα περί του ασώτου υιού, που σκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτίες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, πώς έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλον τον πλούτο… Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Διότι ήμασταν αμαρτωλοί, και ο Χριστός απέθανε για χάρη μας;»
Κι η δεύτερη παρατήρηση. Ο Σταυρός που αποκαλύπτει την αγάπη και την ταπείνωση του Θεού μας και που χαρακτηρίζεται ως «δόξα» Αυτού, είναι ο ζυγός, το μέτρο και ο καθρέπτης που μετριόμαστε αν είμαστε χριστιανοί. Κι εδώ αρχίζουν όπως λέμε τα… δύσκολα. Γιατί μέτρο δεν είναι μία πρόταση έστω πολύ αληθινή, μία φιλοσοφική αρχή ίσως, ένα ηθικό σύστημα, ακόμη και η φωνή της συνειδήσεώς μας όταν λειτουργεί. Είναι ο Σταυρός που καλούμαστε οι χριστιανοί να ζήσουμε ως προσωπικό γεγονός. Κι όχι μία φορά στη ζωή μας, αλλά καθημερινώς και αδιαλείπτως, την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή. Δεν είναι λόγια δικά μας. Είναι του ίδιου του Θεού μας. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ακολουθία του Χριστού με άλλα λόγια σημαίνει σταυρική πορεία. Και σταυρική πορεία σημαίνει θάνατο: του εγωιστικού αμαρτωλού φρονήματός μας, για να περπατάμε επί τα ίχνη του Χριστού. Όσο οδυνηρό και αν ακούγεται τούτο, είναι η κεντρικότερη αλήθεια: για να ’σαι χριστιανός, όχι ασφαλώς της ταυτότητας, πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Αμεσότατα το λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου»!
Γι’ αυτό και ακούμε τον απόστολο Παύλο να ομολογεί: «Χριστώ συνεσταύρωμαι˙ ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός. Κι αν τόσα προβλήματα υπάρχουν στη ζωή μας, κι αν παρουσιαζόμαστε οι χριστιανοί τόσο λειψοί, είναι ακριβώς γι’ αυτό: αλλοιθωρίζουμε πνευματικά, προσπαθώντας να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα: και τη ζωή με τον Θεό και τη ζωή με τον αμαρτωλό κόσμο. Αλλ’ «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» λέει ο Κύριος. Και «ος αν θέλη φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (απόστολος Παύλος). Έρχεται στο μυαλό μας ο άγιος Παῒσιος, που νεαρός ακόμη ως Αρσένιος, δέχεται πειρασμό απιστίας από έναν άθεο συγχωριανό του φοιτητή. Πώς ξεπερνά τους λογισμούς άρνησης που του ενέσπειρε ο αθεόφοβος στην αγνή καρδιά του; Με την απόφαση που παίρνει: Εγώ θα πιστεύω στον Χριστό κι ας πεθάνω! Και μόλις παίρνει την απόφαση αυτή του φανερώνεται ο Χριστός!
5. Οπότε, για να επανέλθουμε, ο Σταυρός του Χριστού, το κατεξοχήν σύμβολο της πίστεώς μας, δεν υφίσταται για να διακρίνει μόνο τους πιστούς από τους απίστους – οι άπιστοι μη χριστιανοί πράγματι δαιμονίζονται σαν τον διάβολο από τον Σταυρό – αλλά να διακρίνει και τη χριστιανικότητα της κάθε στιγμής ημών των θεωρουμένων δικών Του πιστών. Θέλουμε να πούμε ότι κρινόμαστε διαρκώς αν είμαστε χριστιανοί ή όχι, έστω κι αν είμαστε κληρικοί ή αριθμούμε δεκαετίες χριστιανικής ζωής και προσφοράς. Και θα το πούμε και με τον πιο άμεσο τρόπο τούτο, μνημονεύοντας την πιο γνωστή εντολή του Χριστού. «Αγαπάτε αλλήλους». Αγαπάμε πράγματι τους άλλους; Ή τουλάχιστον προσπαθούμε να αγαπάμε τους άλλους; Μη σπεύσουμε να δώσουμε θετική απάντηση, γιατί ο Κύριος παραπέμπει προς απάντηση στον Σταυρό Του, τον ζυγό της δικαιοσύνης Του! «Αγαπάτε αλλήλους», λέει, «καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Αγαπάς τον άλλον σημαίνει ότι είσαι σταυρωμένος, δηλαδή έτοιμος προς θυσία, υπέρ αυτού, για χάρη του. Οπότε, πράγματι, ο Σταυρός είναι ζυγός που μας κρίνει: όχι μόνον προς τους εκτός της πίστεως, αλλά και προς εμάς τους ίδιους.
Γι’ αυτό και οι άγιοι μαρτυρούν ότι η χριστιανική ζωή δεν είναι ένας διαλογισμός – κατά τον τύπο των Ινδουϊστών ή των Βουδιστών – αλλά μία κινητοποίηση του ανθρώπου στο ανώτερο δυνατό των δυνάμεών του. Είναι πορεία πάντοτε προς τον Θεό και την εικόνα Του τον άνθρωπο, με ετοιμότητα όπως είπαμε θυσίας προς χάριν τους. Ακόμη και την ώρα, μας λένε, που ο χριστιανός φαίνεται ήρεμος και ήσυχος, μέσα του τον διαπερνούν ρεύματα της θείας ζωής. Ας ακούσουμε επί του προκειμένου τον άγιο Σωφρόνιο, τον μεγάλο αυτόν σύγχρονο όσιο Γέροντα, που σφραγίζει με την εμπειρία και τη θεολογία του την εποχή μας: «ο χριστιανός μοιάζει με τα ηλεκτροφόρο σύρματα: το ρεύμα τους μπορεί να κινητοποιήσει και εργοστάσια, όμως πάνω τους στέκονται ακίνδυνα πουλάκια και σπουργίτια»!
6. Αφήσαμε στο τέλος εκείνο που είναι γνωστό σε όλους μας αλλά συχνά και πάλι το ξεχνάμε: ο Σταυρός του Κυρίου πάντοτε συνυπάρχει με την Ανάστασή Του. Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο όψεις του ιδίου «νομίσματος»! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τον σταυρό του κάθε χριστιανού. Αν η απόρριψή του οδηγεί στην κόλαση ως έλλειψη αγάπης από αυτήν ήδη τη ζωή, η αποδοχή και η ανάληψη της ευθύνης του οδηγεί και στην ανάσταση ως βίωση του παραδείσου. Ο Κύριος το υπόσχεται επανειλημμένως: όποιος σηκώνει τον σταυρό του, όποιος αγωνίζεται δηλαδή να αγαπά και να ταπεινώνεται πνευματικά, αυτός και θα κοινωνεί με τον Θεό. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα σας φανερωθώ» είπε. Η ανάσταση δηλαδή του ανθρώπου όχι μόνο ως μελλοντικό γεγονός, μετά τον θάνατο και τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά και ως γεγονός του εκάστοτε παρόντος συνιστά βίωμα για τον συνεπή πιστό, τον άγιο. Και γι’ αυτό το παρόν παλεύουμε κι εμείς οι μικροί και αδύναμοι, γιατί τελικώς σ’ αυτό «εξαντλείται» η πνευματική μας ζωή. Τη σχέση μας δηλαδή με τον ζωντανό Θεό μας που έχει χαρακτήρα σταυροαναστάσιμο την κερδίζουμε όχι στο παρελθόν με τις αναμνήσεις μας, όχι στο μέλλον που δεν ξέρουμε αν θα μας δωρηθεί, αλλά σε ό,τι ζούμε στο εδώ και στο τώρα. «Σήμερα αν ακούσετε τη φωνή μου, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας». Ο Σταυρός του Χριστού από την άποψη αυτή για τον έστω και επ’ ελάχιστον πιστό τού δίνει το κλειδί της μετάνοιας – ό,τι έλαβε και ο ευγνώμων ληστής και άνοιξε τον Παράδεισο.