Και μόνο που γράφω τούτες τις γραμμές μέσα στον ασύδοτο χορό των πειρασμών του κόσμου, και μέσα στην αποθέωση της ύλης, νιώθω μια αγαλλίαση, που υπερβαίνει όλες τις χαρές. Συγκλονίζομαι από θείο ρίγος. Γεμίζω με μυστική ανέκφραστη ελπίδα που ξεπερνά όλες τις ελπίδες. Λυπούμαι ειλικρινά όσους δεν γεύτηκαν ακόμα τούτα τα πανευφρόσυνα σκιρτήματα. Όσους δε λούστηκαν ακόμα μέσα στο φως της Αναστάσεως, αλλά ασφυκτιούν στο πηκτό σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου.
Όσους πορεύονται τον ανηφορικό τους δρόμο στη σκιά και στη φθορά, προσκυνώντας είδωλα.
Όσους ζουν μια ζωή άχρωμη κι επίπεδη. Αλήθεια· γιατί τόσοι αδελφοί μας χάνονται στην αμαρτία; Κρατώντας την αναμμένη αναστάσιμη λαμπάδα μου θα ‘θελα να τους εξηγήσω όλα όσα νιώθω· μα δεν μπορώ.
Γι’ αυτό τους προτείνω το αναστάσιμο φως και τους λέω μ’ όλη τη θέρμη της ψυχής μου:
–Αδέλφια, θέλετε να λυτρωθείτε από την αβεβαιότητα και τη μοναξιά σας;
“Χριστός Ανέστη!“.
Θέλετε να πλουτίσετε και να ζεστάνετε τη ζωή σας;
“Χριστός Ανέστη!“.
Θέλετε να ‘χετε στενή φιλία με τον Θεό και τους αγγέλους;
“Χριστός Ανέστη!“
Ζητάτε φως;
“Χριστός Ανέστη!“.
Όσοι αποδέχονται το λόγο μου ανάβουν τη δική τους λαμπάδα και μου απαντούν: “Αληθώς Ανέστη!“.
Έτσι έχουμε όλοι -κι αυτοί κι εγώ- πάντα Πάσχα!
Απόσπασμα από το βιβλίο “Στις γιορτές της Ορθοδοξίας:στοχασμοί και ανατάσεις”
του Νικολάου Π. Βασιλειάδη