Ὁ τί­τλος αὐ­τός εἶ­ναι ἕ­νας ὅ­ρος πού ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας χρη­ση­μο­ποίη­σε γιά τούς χρι­στια­νούς ἐ­κεί­νους πού πρό­βαλ­λαν καί προ­βάλ­λουν καί ἀ­κού­ου­μεν καί σή­με­ρα συ­χνά πυ­κνά νά προ­βάλ­λε­ται αὐ­τή ἡ δι­και­ο­λο­γί­α⁺ «Εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός, καί ἀ­νά­ξιος πῶς νά κοι­νω­νή­σω;» Καί μέ τήν πρό­φα­ση αὐ­τή στε­ροῦν­ται τῆς ζω­ῆς καί δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό Δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου, πού κα­τά τόν θεῖ­ο Χρυ­σό­στο­μο⁺ «Μέ­νουν ἄ­γευ­στοι καί παν­τε­λῶς ἀ­μέ­το­χοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος».

Με­ρι­κοί ἀ­πό ἀ­μέ­λεια καί ἄλ­λοι ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι μι­ά «ἐ­πι­ζή­μιον εὐ­λά­βεια», τήν ὁ­ποί­αν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος, «πα­γί­δα καί βρό­χον ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου».
Στά ὑ­πο­μνή­μα­τά του, ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον καί Ἰ­ω­άν­νην εὐ­αγ­γέ­λια, ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα μέ τά ἑ­ξῆς:« Ναί μέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά πεῖ», «εἶ­ναι γραμ­μέ­νον· ὥ­στε ὅς ἄν έ­σθί­η τόν ἄρ­τον τοῦ­τον ἤ πί­νη τό πο­τή­ριον τοῦ­το ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου»(Α΄ Κορ.ι­α΄27), «Ἐ­γώ λοι­πόν ἐ­ξέ­τα­σα καί βρῆ­κα τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξιο, καί δέν κοι­νω­νῶ». Σ’ αὐ­τόν πού λέ­γει αὐ­τά θά ἀ­κού­σει. «Πό­τε θά γί­νεις ἄ­ξιος, πό­τε θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς στήν ἁ­μαρ­τί­α; Πό­τε θά πα­ρα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου κα­θα­ρό ἐ­νώ­πιον τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­ταν συ­νε­χῶς φο­βᾶ­σαι ὅ­τι θά πέ­σεις; Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι πο­τέ δέ θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς καί νά πέ­φτεις σέ κά­τι, ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­χεις δί­και­ο.»Συ­νε­χί­ζον­τας στό ἴ­διο θέ­μα ὡς ἑ­ξῆς: «Δέ θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά ἔ­χει τε­λεί­ως κα­θα­ρήν τήν ψυ­χήν του ἔ­στω κι’ ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τούς πιό προ­σε­κτι­κούς καί ἐρ­γα­τι­κούς στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ἀ­φοῦ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο:«Ποι­ός μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἁ­γνήν τήν ψυ­χή του; ὅ­ταν αὐ­τός πού φταί­ει καί στό πιό μι­κρό εἶ­ναι ἔ­νο­χος καί πα­ρα­βά­της ὅ­λων»; Κα­νέ­νας λοι­πόν δέ μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἁ­μαρ­τί­α ὅ­σο προ­σε­κτι­κός καί ἄ­γρυ­πνος ἄν εἶ­ναι, για­τί ὑ­πάρ­χει καί ἡ κα­τά νοῦν ἁ­μαρ­τί­α, καί ποι­ός μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά τήν ἀ­πο­φύ­γει; Ἡ ἀ­να­μαρ­τη­σί­α μό­νο στό Θε­ό ἀ­νή­κει. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φύ­ση μας, καί ἄν θέ­λα­με μό­νοι μας νά σω­θοῦ­με δέ θά μπο­ροῦ­σα­με, ἄν δέν μᾶς ἔ­σω­ζε ἡ ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.
Καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος στήν ὁ­μι­λί­α του «στά Σε­ρα­φείμ» ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς ἀ­κρο­α­τές του λέ­γει:«Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὅ­λοι μας βρι­σκό­μα­στε κά­τω ἀ­πό ἐ­πι­τί­μια, ( γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας) καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­γνήν ψυ­χή, ἀλ­λά αὐ­τό δέν εἶ­ναι τό τρο­με­ρό, ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή⁺ Τό τρο­με­ρό εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­νῶ γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή, δέν πη­γαί­νο­μεν σ’ Ἐ­κεῖ­νον πού δύ­να­ται νά κα­θα­ρί­σει τήν ψυ­χή μας.»
Ὁ δέ Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας συ­στή­νει:
«Δέν πρέ­πει νά ἀ­πέ­χου­μεν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε κα­θό­λου προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιά τά μυ­στή­ρια, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­θι­στοῦ­με τήν ψυ­χή ἀ­σθε­νέ­στε­ρη καί χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό κά­θε πλευ­ρά.­.. Καί νά μήν ἀ­πο­φεύ­γουν τό θε­ρα­πευ­τή προ­φα­ζι­ζό­με­νοι τήν ἀ­σθέ­νεια, γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νά τόν ἀ­να­ζη­τοῦν»
Νο­μί­ζω ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­ευ­κρί­νι­ση γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ χρι­στια­νοί ὅ­τι ὅ­σο καί νά προ­σπα­θή­σουν μό­νοι τους δέ θά κα­τα­φέ­ρουν νά ἀ­παλ­λα­χθοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί κα­νέ­νας γεν­νη­μέ­νος ἀ­πό γυ­ναί­κα δέν μπό­ρε­σε μό­νος του νά γί­νει ἀ­να­μάρ­τη­τος. Ἄν μπο­ροῦ­σε νά ἐ­λευ­θρω­θεῖ μό­νος του ­ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, δέ θά ἐρ­χό­ταν καί νά σαρ­κω­θεῖ ὁ Θε­ός γιά νά τόν κα­θα­ρί­σει.
Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο, ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7 ὡς 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση. Για­τί πρέ­πει νά μά­θει ὁ χρι­στια­νός ὅ­τι ἄν δέν προ­σέλ­θει στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη δέ μπο­ρεῖ νά κα­θα­ρι­σθεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α.
Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος: «Ἀλ­λ’ ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τι­νάς. Πῶς ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος ‘­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν;
Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει.’­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. (δη­μι­ουρ­γῆ­ται ἐ­δῶ μιά ἀ­πο­ρί­α⁺ ὅ­ταν λέ­γει ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ κα­θα­ρί­ζει αὐ­τούς πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στό φῶς, ἀλ­λά αὐ­τοί πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στο φῶς δέν ἀ­μαρ­τά­νουν. Για­τί τό εἶ­πεν αὐ­τό ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής;) Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἡ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. ‘­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τῆ τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, κάν ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νω­μέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυα­σμούς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἐ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὐτός ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὅλας τάς ἐν­το­λάς, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἀ­χρεῖ­οι ἐ­σμέν ὅ­τι ὅ ὠ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10).
“Ὀ­σω γάρ γί­νε­ταί τι­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας του τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον.
Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τῆ πα­ρού­ση ζω­ῆ, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ’ ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὐ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἤ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἤ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν”.
Δέν εἶ­ναι ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα.Ὑ­πάρ­χουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὅ­μως τά ὁ­ποῖ­α μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν κα­τά πό­δας. Αὐ­τά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16)
Ὁ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει: «Οὐ­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­να καί συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον δι­ά γλώσ­σης, δι’ ἀ­κο­ῆς δι’ ὀ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι, κε­νο­δο­ξί­ας, λύ­πης, θυ­μο­ῦ, ἤ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἡ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται».
Λοι­πόν, ἄν σφάλ­λου­με γι­ά κά­ποι­α μι­κρά καί ἀν­θρώ­πι­να πού εὔ­κο­λα συγ­χω­ροῦν­ται, ὅ­πως μέ τή γλῶσ­σα, τήν ἀ­κο­ή, καί μέ τά μά­τια πού κλέ­πτουν καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν στήν κε­νο­δο­ξί­α, τή λύ­πη,τό θυ­μό, ἤ καί κά­ποι­α ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν αὐ­το­κα­τη­γο­ρού­με­θα καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε στό Θε­ό καί συμ­με­τέ­χου­με τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων πι­στεύ­ου­με στήν κά­θαρ­σιν ὅ­λων αὐ­τῶν μέ τή με­τά­λη­ψη τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων.
Καί ὁ σο­φός Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας, ὁ ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, σχο­λι­ά­ζον­τας τήν ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ λει­τουρ­γοῦ ἱ­ε­ρέ­α,«Τά ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», γρά­φει: «­.­..Σάν νά λέ­γει, (ὁ ἱ­ε­ρέ­ας) ἰ­δού ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς πού βλέ­πε­τε. Λοι­πόν τρέ­ξα­τε νά με­τα­λά­βε­τε, ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­λοι, μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι ἅ­γιοι. Δι­ό­τι τά ἅ­για στέλ­λον­ται μό­νο στούς ἁ­γί­ους. Ἁ­γί­ους δε, λέ­γει ἐ­δῶ τούς τε­λεί­ους στήν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους πού βι­ά­ζον­ται νά φθά­σουν καί δέν ἔ­φθα­σαν ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι καί αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­ζον­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά με­τέ­χουν τῶν μυ­στη­ρί­ων καί ἁ­γι­ά­ζον­ται καί εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἅ­γιοι ὅ­πως καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται ἁ­γί­α» Ὁ ἴ­διος πά­λιν ἐ­ρω­τᾶ:«Τί λοι­πόν; Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α νε­κρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο; Καί ἀ­παν­τᾶ «Κα­θό­λου, ἀλ­λά μό­νον ἡ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, (χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α), γι’ αὐ­τό καί λέ­γε­ται πρός θά­να­το.»
«Γι’ αὐ­τό καί οἰ βα­πτι­σμέ­νοι, ἐ­άν δέν ἔ­χουν πέ­σει σέ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τόν Χρι­στό καί νά ὑ­πο­στοῦν θά­να­το, δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά κοι­νω­νοῦν τά ἄ­χραν­τα μυ­στή­ρια καί νά με­τέ­χουν τοῦ ἁ­για­σμοῦ μέ τήν πρά­ξη καί τά λό­για σάν ζων­τα­νά ἀ­κό­μη μέ­λη καί ἑ­νω­μέ­να μέ τήν κε­φα­λή.»
Ἐ­κεῖ­νο πού χω­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, ὅ­πως λέ­γει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας. Ὁ μο­να­δι­κός καί συ­νε­χής ἁ­γώ­νας κά­θε ἀν­θρώ­που πού πο­θεῖ τήν ἕ­νω­σή του μέ τόν Χρι­στό, εἶ­ναι κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Μέ ὅ­λα αὐ­τά πού γρά­φτη­καν έ­δῶ, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι⁺
α) Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο αὐ­τό, πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τε­λεί­ως τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί δέν ἔ­χει φύ­ση στα­θε­ρή, ἀλ­λά με­τα­βαλ­λό­με­νη καί σέ κά­ποι­α στιγ­μή ὅ­σο προ­σε­κτι­κός κι’ ἄν εἶ­ναι κά­που θά πέ­σει.
β)Δέν χω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πα­ρά μό­νον τά Θα­νά­σι­μα
γ)Ἄν δέν κοι­νω­νή­σει ὁ χρι­στια­νός τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου δέν μπο­ρεῖ νά ζεῖ πνευ­μα­τι­κά, για­τί στε­ρεῖ­ται τῆς ζω­ῆς.
δ) Θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σου­με κα­τά μέ­ρος τήν πρό­φα­ση «εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός», ἀλ­λά κά­θε φο­ρά πού ἁ­μαρ­τά­νου­με νά τρέ­χου­με στόν ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι νά κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά συμ­με­τέ­χου­μεν συ­χνά στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, για­τί «τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α».
Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἀ­μέ­λεια, προ­φα­σι­ζό­μα­στε ὅ­τι εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἀ­πο­φεύ­γου­μεν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό­τε ἀ­πο­μα­κρύ­νου­μεν τόν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πό τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή καί στε­ρού­μα­στε τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­γέν­νη­σης.
Ὁ Κύ­ριος σί­γου­ρα βλέ­πει τίς πιό πά­νω ἀ­δυ­να­μί­ες μας καί μᾶς συγ­χω­ρεῖ. Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καί ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο νά τίς ἀ­να­γνώ­ρι­ζει καί νά προ­σπα­θεῖ ὅ­σο μπο­ρεῖ νά τίς πε­ρι­ο­ρί­ζει μέ ἕ­να συ­νε­χή ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν του καί νά φρον­τί­ζει νά ζεῖ πάν­το­τε βί­ον κα­θα­ρό καί ἀ­κα­τη­γό­ρη­το συ­νο­δευ­ό­με­νον μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί δι­και­ο­σύ­νης.

Χαραλάμπους Νεοφύτου
Πρεσβυτέρου