Τοῦ Δημήτρη Μαυρόπουλου
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές του μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἐμπεριέχουν παραδοξότητες καὶ ἀντιφάσεις. Καὶ ἐκπλήξεις. Φανερώνεται καὶ κρύβεται. «Προσποεῖται» τὸν ἄγνωστο καὶ μετὰ ἀναγνωρίζεται. Μιὰ λέξη, ἕνας λόγος, μιὰ κίνηση, λειτουργοῦν ὡς «σημεῖα» ποὺ θὰ ξεδιπλώσουν τὴν παρουσία του. Τὴ Μαρία, ποὺ τὸν ἔψαχνε νεκρό, θὰ τὴν προσφωνήσει ὀνομαστικὰ ἀλλὰ δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ τὸν ἀγγίξει. Στοὺς συγκεντρωμένους καὶ ἔμφοβους μαθητὲς θὰ δείξει τὶς πληγὲς γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι δὲν εἶναι ὀπτασία. Θὰ προσκαλέσει τὸν Θωμᾶ νὰ τὶς ψηλαφήσει αὐτὲς τὶς πληγὲς γιὰ νὰ πεισθεῖ ὅτι ὁ Διδάσκαλος εἶναι πραγματικὰ παρών. Ὅταν τὸν συναντᾶνε δίπλα στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, «ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν, οἱ δὲ ἐδίστασαν». Στοὺς ἄλλους μαθητές, «ἐπὶ τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος», θὰ θαυματουργήσει γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, θὰ τοὺς ζητήσει φαγητὸ γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι εἶναι ζωντανὸς ὁ πρὶν νεκρός. Κι ὅλες οἱ ἐμφανίσεις ἀνάμεσα στὸ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» καὶ στὸ «ὁ Κύριός ἐστι».
Τὴ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ εὐρύτερου κύκλου («ἑτέρους ἑβδομήκοντα»), τὸν Κλεόπα καὶ τὸν Σίμωνα, τὴν διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ φερώνυμου εὐαγγελίου, ἕνα κείμενο ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ὡς ε´ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο. Πρόκειται γιὰ αὐτοτελὴ καὶ ἐξαιρετικῆς λογοτεχνικῆς ὑφῆς διήγηση. Δύο μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ πορεύονται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τὴν πολίχνη Ἐμμαούς, μετὰ τὸ τέλος τῶν ἑορτασμῶν γιὰ τὸ Πάσχα, ὅπου ἔζησαν τὰ δραματικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους καὶ τῆς Σταύρωσης τοῦ Διδασκάλου. Συζητοῦν μεταξύ τους καὶ εἶναι «σκυθρωποί». Εἶναι καὶ ἀπογοητευμένοι, γιατὶ ὁ Διδάσκαλος δὲν ἔφερε τελικὰ τὴν ἀπολύτρωση στὸ λαό τους, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴ δουλεία σὲ κατακτητές. Ἔτσι τὸν εἶχαν κατανοήσει, ὡς δυνατὸ καὶ ἰσχυρὸ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἦρθε νὰ ἐλευθερώσει τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Ἔτσι εἶχαν παιδαγωγηθεῖ. Ἦταν μαζί του τρία χρόνια καὶ εἶχαν δεῖ ἢ εἶχαν μάθει ἀπὸ ἄλλους τὰ θαύματά του, εἶχαν ἀκούσει τὸν λόγο του, λόγο ἀληθείας. Εἶχαν πιστέψει ὅτι ἦταν ὁ ἀποσταλεὶς ἀπὸ τὸν Θεὸ Σωτήρας. Καὶ τώρα ὅλα εἶχαν γκρεμιστεῖ. Πάνω στὸν Σταυρὸ χάθηκε ἡ ἐλπίδα τους. Ἄκουσαν ὅτι κάποιες γυναῖκες ποὺ πῆγαν νὰ μυρώσουν τὸ ἐνταφιασμένο σῶμα βρῆκαν τὸν τάφο ἄδειο. Ἄκουσαν ὅτι καὶ δύο μαθητὲς ποὺ πῆγαν στὸ μνημεῖο βρῆκαν μόνον τὰ ἐντάφια σπάργανα.
Αὐτὰ ἀναπτύσσουν στὸν ἀπρόσκλητο συνοδοιπόρο ποὺ περπατάει μαζί τους καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος. Δὲν ἔχουν (ἀκόμα) τὴν ὅραση ἐκείνη ποὺ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ δοῦν τὰ ὄντως ἀληθῆ. «Ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ», ἀφοῦ γνωρίσαμε ὅτι «ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ», λένε στὸν συνοδοιπόρο τους. Καὶ Ἐκεῖνος τοὺς παίρνει ἀπὸ τὰ φληναφήματα τῆς ἱστορίας καὶ τοὺς πάει στὴ μυσταγωγία τῆς προφητείας, ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὴ φαντασίωση τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς πάει στὸν λόγο καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ. «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται! Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;». Ξυπνεῖστε, σὰν νὰ τοὺς λέει, ἡ Βασιλεία μου καὶ ἡ δύναμή μου «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Δὲν ἦλθα γιὰ νὰ σᾶς προσφέρω μιὰ ἐνδοκοσμικὴ τακτοποίηση, μιὰ δύναμη τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς χαρίσω αἰώνια ζωή, «ἵνα ζωὴν ἔχητε καὶ περισσὸν ἔχητε». Τὸν κάλεσαν σὲ δεῖπνο. Καμώθηκε πὼς βιάζεται νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του, «προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι». Τελικὰ δέχθηκε τὴν πρόσκληση. Καὶ συνέβη τὸ ἐξαίφνης. Ἀναγνώρισαν τὸν Διδάσκαλο «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Αὐτὸ ἦταν. Ἀπὸ τὸ κράτημα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀπὸ τὸ ἐμπόδιο τῆς ἀληθοῦς γνώσης, πέρασαν στὴ διάνοιξη τῶν ὀφθαλμῶν, στὴν ἐπίγνωση. Κι ἀμέσως μετά, τὸ δεύτερο ἐξαίφνης: «καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾽ αὐτῶν». Ἄφαντος σημαίνει αἰωνίως παρὼν σὲ ἄλλη διάσταση, σ᾽ αὐτὴν τῆς θείας Βασιλείας. Ἤ, κατὰ τὸν Λορεντζάτο, «᾿Αντίθετα μὲ τὰ ἄλλα ὅλα ὅσα ψάχνεις, τὸ Θεὸ ὅταν τὸν βρεῖς —ἂν τὸν βρεῖς— τότε εἶναι ποὺ θὰ τὸν ψάχνεις ἀκόμα περισσότερο» (Collectanea, ἀρ. 883).
Τὸ Κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο γράφτηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 1ου αἰώνα. Ἐκ πρώτης ὄψεως περιγράφει ἕνα ἐπεισόδιο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἔλα ὅμως ποὺ αὐτὴ ἡ συνάντηση μαθητῶν καὶ Διδασκάλου ψηλαφεῖται διαρκῶς στὴ ζωὴ ἑκάστου πιστοῦ κάθε φορὰ ποὺ τὸν προσκαλοῦμε στὴ θεία Εὐχαριστία νὰ εὐλογήσει καὶ νὰ διαμοιράσει τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸν ἑαυτό του, σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον ὀλιγόπιστους, τοὺς «περιδεεῖς καὶ δωρολῆπτες» ὀπαδούς… Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν Χριστὸ τῆς Βασιλείας. Κι ὅταν φτάσουμε ἐκεῖ —ἂν φτάσουμε ὅσο εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοί— δὲν μᾶς χρειάζεται ὁ Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας. Στὴν Ἄνω Ἱερουσαλὴμ δὲν ὑπάρχει ναός, «Καὶ ναὸν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ναὸς αὐτῆς ἐστι, καὶ τὸ ἀρνίον». Ἄλλωστε, αὐτὴ τὴ συνθήκη διακηρύττουμε κάθε φορὰ ποὺ «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» μᾶς προσφέρεται «ὁ πάντοτε ἐσθιώμενος καὶ οὐδέποτε δαπανώμενος»: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ». Δηλαδή, ὅπως τότε «αὐτῶν διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν», ἔτσι συνεχῶς, καὶ τώρα καὶ πάντοτε, μᾶς χαρίζεται ἡ ἀνοιχτοσύνη τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ μὴν τὸν χάσουμε.
Χριστὸς Ἀνέστη!