Ἡ ζωὴ τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ εἶναι μία συνεχὴς διακονία ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης χωρὶς σύνορα, μιᾶς ἀγάπης εἰλικρινοῦς ποὺ νὰ εἶναι ἀπαύγασμα τῆς κενωτικῆς του καρδιᾶς, μιᾶς ἀγάπης ἐφευρετικῆς ποὺ νὰ ὀσφραίνεται τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων καὶ νὰ σπεύδει νὰ τὶς ἱκανοποιήσει μὲ προθυμία προτοῦ ἐκεῖνοι τὸ ζητήσουν, μιᾶς ἀγάπης ποὺ νὰ ξεκουράζει ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀναξιοπαθοῦντες συνανθρώπους μας.
. Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς θυσιάζει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, διακονεῖ μὲ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, λησμονεῖ τὸ προσωπικό του συμφέρον, τὴν ἡσυχία του καὶ τὴν καλοπέρασή του μπροστὰ στὸ γενικὸ συμφέρον, μπροστὰ στὴν προσφορὰ καὶ τὴν καταπράϋνση τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων τῶν γύρω μας, στὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση αὐτῶν ποὺ καθεύδουν στὴν ἀγνωσία καὶ στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη, ὅπως καλλιεργεῖ τὸν κῆπο του, μὲ ὄρεξη, μὲ προοπτικὴ νὰ ἀπολαύσει τὰ ὄμορφα ἄνθη τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ἀδελφικῆς καὶ ὄχι ψεύτικης πρὸς τοὺς ἄλλους συμπαραστάσεως καὶ συμπαθείας.
. Στεκόμενος ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς μπροστὰ σὲ ἕνα ἀνθοδοχεῖο γεμάτο μὲ εὔοσμα φρέσκα λουλούδια σκέπτεται φιλοσοφώντας, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνας σκεῦος εὔχρηστο καὶ διακοσμητικό. Ἀπὸ μόνο του δὲν λέει τίποτα. Εἶναι «ἔργον χειρῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 134, 15). Εἶναι μόνο ἕνας ὑποδοχέας τῶν εὔοσμων καὶ ποικιλόχρωμων ἀνθέων. Ὅταν ὅμως αὐτὸ τὸ ἀνθοδοχεῖο δεχθεῖ ἕνα μπουκέτο ἀπὸ λουλούδια, ἔργα χειρῶν Κυρίου, ἀμέσως μεταποιεῖ τὸν καθημερινό μας χῶρο σὲ χῶρο παραδείσου. Κοιτάζοντάς το ἀπολαμβάνουμε τὴ μοναδική του ὀμορφιά, τὴν ὁποία κανένα ἀνθρώπινο χέρι μὲ τὶς πιὸ εὐαίσθητες καλλιτεχνικὲς ἱκανότητες δὲν μπορεῖ νὰ κατασκευάσει, καὶ τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε μὲ θαυμασμὸ νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας σὲ αἶνο καὶ δοξολογία τοῦ Οὐράνιου Πλαστουργοῦ μας, Αὐτοῦ ποὺ τὰ «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» (Ψαλμ. 91, 5).
. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνθοδοχεῖο, ὅταν στολίζεται μὲ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν, αὐτὰ ποὺ δὲν μαραίνονται, δὲν ξηραίνονται, δὲν σαπίζουν, ἀλλὰ θάλλουν ἀσταμάτητα καὶ εὐωδιάζουν ὅλο τὸν περιβάλλοντα χῶρο τους. Τὸ ἀνθοδοχεῖο εἶναι ὑλικὸ κατασκεύασμα ποὺ ἐκπέμπει εὐωδία μόνο μὲ τὴν παρουσία τῶν ἀνθέων, τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὅλος «εὐωδία Χριστοῦ» (Β´ Κορ. β´ 15), μόνον ὅταν στολίζεται μὲ ἀρετές, ὅταν στολίζεται μὲ ἀγάπη. Αὐτὴ εἶναι τὸ πιὸ εὐωδιαστὸ καὶ ἀειθαλέστατο ἄνθος, γι’ αὐτὸ μᾶς τονίζει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 8).
. Ὁ στολισμένος μὲ ἀγάπη ἄνθρωπος γίνεται ἀνθοδοχεῖο ποὺ περιέχει ἕνα μπουκέτο μὲ πανεύοσμα ρόδα καὶ κρίνα καὶ μαργαρίτες καὶ ὑακίνθους, ἄνθη φιλαδελφίας, μακροθυμίας, ταπεινώσεως καὶ ψυχικῆς κενώσεως στὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης εἶναι χριστομίμητος, ἐνεργεῖ μὲ γνώμονα τὴ διακονία τοῦ πλησίον καὶ ἐκπέμπει τὴ θεϊκὴ ὀσμὴ τοῦ «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι (Ματθ. κ´ 28).
. Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης ἑστιάζεται ἀπόλυτα στοὺς τέσσερις μεταφορεῖς τοῦ παραλύτου τῆς Καπερναούμ, αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ ἀποφασιστικότητα μετέφεραν κοντὰ στὸ Χριστό μας τὸν παραλυτικὸ φίλο τους καὶ συνείργησαν ἔτσι στὴ θεραπεία του. Οἱ τέσσερις αὐτοὶ ἄνδρες εἶναι οἱ ἀχθοφόροι τῆς ἀγάπης. Ἀνώνυμοι σὲ ἐμᾶς αὐτοὶ ἄνδρες, ἐπώνυμοι στὸν οὐρανό, μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. ε´ 6) ὄχι μόνο μᾶς σώζει, ἀλλὰ γίνεται καὶ μαγνήτης τῶν ἄλλων πρὸς τὴν εὐσέβεια, πρὸς τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
. Νὰ ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα ἐφευρετικότητας τῆς ἀγάπης, τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὸ Γεροντικὸ μὲ τὴν ἑξῆς ἱστορία.
. Δύο συνασκητὲς εἶχαν ψυχρανθεῖ μεταξύ τους ἀπὸ κάποια παρεξήγηση. Κάποτε ἀρρώστησε ὁ ἕνας καὶ πῆγε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Τοῦ ἐμπιστεύθηκε τότε ὁ ἄρρωστος, ὅτι ἦταν ψυχραμένος μὲ τὸν συνασκητή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μεσολαβήσει νὰ συμφιλιωθοῦν, γιατὶ φοβόταν μὴν πεθάνει ἀσυμφιλίωτος.
. Γυρίζοντας πίσω στὸ κελλί του ὁ ἀδελφός, παρακαλοῦσε τὸν Θεό, νὰ τὸν φωτίσει, νὰ χειρισθεῖ σωστὰ τὴν ὑπόθεση, ὥστε νὰ προξενήσει ὠφέλεια. Μόλις ἔφθασε σὲ αὐτό, οἰκονόμησε ὁ Θεός, νὰ τοῦ πάει κάποιος φίλος του ἕνα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τὰ ὡραιότερα καί, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, σηκώθηκε καὶ τὰ πῆγε στὸ συνασκητὴ τοῦ ἀρρώστου, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε αὐτὸς ψυχρανθεῖ.
— Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε, αὐτὰ σοῦ τὰ στέλνει ὁ Γέροντας.
. Ὁ Ἀββᾶς ἀπόρησε.
— Σὲ μένα τὰ ἔστειλε;
— Ναί, εἶπε ὁ ἀδελφός.
. Ἐκεῖνος τὰ δέχθηκε συγκινημένος καὶ εὐχαρίστησε τὸν ἀδελφό. Εὐχαριστημένος ὁ εἰρηνοποιὸς ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπιτυχία, πῆγε τὰ ὑπόλοιπα σύκα στὸν ἄρρωστο.
— Σοῦ τὰ στέλνει ὁ συνασκητής σου, τοῦ εἶπε.
— Τί λές, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; Εἶπε μὲ χαρὰ ὁ ἀσκητής.
— Ναί, Ἀββᾶ, μὲ τὴν εὐχή σου, ἀποκρίθηκε ὁ ἀδελφός.
— Δόξα τῷ Θεῷ, ἀναφώνησε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἐκεῖνος.
. Ἔτσι μὲ λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οἱ συνασκητὲς ἀπὸ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀδελφοῦ.
. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα αἴσθημα τυφλό, ἕνα αἴσθημα ποὺ καίει, ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει σὰν πυροτέχνημα. Ἀγάπη δὲν εἶναι νὰ ἀγαπᾶς δύο – τρία πρόσωπα τῆς οἰκογενείας σου, νὰ περιορίζεσαι σε ἕνα μικρὸ κύκλο ἀνθρώπων, καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς μισεῖς καὶ νὰ τοὺς ἀποστρέφεσαι. Ἡ ἀγάπη σπάει τὰ φράγματα, γράφει ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, σπάει τοὺς σατανικοὺς δεσμούς, προχωρεῖ, παίρνει φτερὰ ἀγγέλων, ἀνεβαίνει ψηλά, ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἀγκαλιάζει ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸν ἐχθρό μας καὶ μᾶς κάνει νὰ τοῦ λέμε: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ σὲ ἀγαπῶ».
. Σήμερα, δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὁ διάβολος μᾶς κρύωσε τὶς καρδιές, μᾶς ἔδεσε τὰ μάτια νὰ μὴν βλέπουμε, μᾶς ἔφραξε τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦμε. Ἔτσι γίναμε κρύοι σὰν πάγοι, γίναμε τυφλοὶ καὶ κουφοί. Δὲν εὐαισθητοποιούμαστε στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, δὲν βλέπουμε τὸν πόνο τους, δὲν ἀκοῦμε τὶς ἐκκλήσεις τους, ποὺ ἀπὸ κάθε σημεῖο φωνάζουν: Βοήθεια! Καὶ δὲν εἶναι ἕνας καὶ δύο. Πλῆθος ἀμέτρητο εἶναι στὴ σημερινὴ πολιτισμένη, ἀλλὰ σὲ κρίσιμη καμπὴ κοινωνία μας. Ποιοί φωνάζουν; Νὰ τοὺς μετρήσουμε; Εἶναι ἀμέτρητοι. Εἶναι πεινασμένοι, φυλακισμένοι, αἰχμάλωτοι, ὀρφανὰ καὶ χῆρες, ἄρρωστοι καὶ ἀνάπηροι, ἐνδεεῖς καὶ νεόπτωχοι, ἄνεργοι καὶ ἐμπερίστατοι νέοι καὶ γέροι ἀπὸ τὴ σύγχρονη πληγὴ τῆς κρίσεως.
. Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη μας; Καθένας κλειδώνεται στὸ σπιτάκι του, μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ μὴν βλέπει τὴν ἔνδεια τῶν ἄλλων, νὰ μὴν ἀκούει τὶς φωνές τους. Ἀλλά, ἀλλοίμονό μας! Γιατὶ ὅπως ἐμεῖς κλείνουμε τὰ μάτια μας καὶ τὰ αὐτιά μας, γιὰ νὰ μὴν βλέπουμε καὶ νὰ μὴν ἀκοῦμε τὸν πόνο τοῦ δυστυχισμένου, ἔτσι θὰ κλείσει καὶ ὁ Θεὸς τὰ μάτια Του νὰ μὴν μᾶς βλέπει καὶ τὰ αὐτιά Του νὰ μὴν ἀκούει τὶς αἰτήσεις μας. Θὰ στεκόμαστε μπροστά Του καὶ Ἐκεῖνος θὰ ἀποστρέφει τὰ μάτια Του ἀπὸ ἐμᾶς. Θὰ φωνάζουμε, ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς ἀκούει. Ἀπόδειξη ἡ κρίση, οἱ πολέμοι, οἱ θεομηνίες, οἱ ἀλλαγὲς τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3). Δυστυχῶς δὲν τοὺς δίνουμε προσοχὴ καὶ σημασία, θεωρώντας τα ὅλα φυσικὰ φαινόμενα.
. Ἀξίζει νὰ τελειώσουμε τὴν ἀναφορά μας στὴν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἑξῆς διήγηση:
. Ἕνας φιλάνθρωπος συμπολίτης μας πῆρε τὴ σύνταξή του καὶ πῆγε νὰ ζήσει σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο χωριό. Ὅπως παντοῦ ἔτσι καὶ ἐκεῖ τὸν ἔκαιγε ἡ φλόγα τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καὶ ἀναζητοῦσε τρόπους νὰ φανεῖ χρήσιμος στοὺς συνανθρώπους του. Μεγαλωμένος στὴν πόλη δὲν γνώριζε πολλὰ πράγματα ἀπὸ ἀγροτικὴ ζωή. Ζοῦσε, ὅμως, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγρότες τοῦ χωριοῦ καὶ ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶναι χρήσιμος. Μηχανευόταν ἔτσι τρόπους προσφορᾶς καὶ ἀγάπης σύμφωνους μὲ τὶς δυνατότητές του.
. Ὁ εὐλαβὴς αὐτὸς καὶ φιλάνθρωπος εἶχε κάτι ποὺ δὲν εἶχαν πολλοὶ στὸ χωριό. Εἶχε ἕνα αὐτοκινητάκι καὶ δὲν κουραζόταν νὰ τὸ ὁδηγεῖ. Στὸ καφενεῖο δὲν πήγαινε, γιατὶ δὲν εἶχε συνηθίσει τὸ καθησιὸ καὶ τὶς ἀνωφελεῖς συζητήσεις. Ἔκανε μόνο βόλτες στὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ καὶ συζητοῦσε μὲ τοὺς κατοίκους του, τοὺς ὁποίους ὑπεραγαποῦσε. Στὴ συζήτηση μάθαινε ποιοὶ συγχωριανοὶ εἶχαν προβλήματα ὑγείας ἢ κάποια ἐπείγουσα δουλειὰ στὶς γειτονικὲς πόλεις ἢ ἀκόμη καὶ σὲ πολὺ ἀπόμακρα μέρη. Παίρνοντας τὴν πληροφορία αὐτὴ πήγαινε καὶ ἔκανε περισσότερες βόλτες μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπίτια αὐτῶν ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ ζητοῦσαν λύση στὰ προβλήματά τους. Ὅταν ἔβγαιναν αὐτοὶ καὶ τὸν ρωτοῦσαν τί κάνει καὶ πῶς ἔχει ἡ ὑγεία του, ἐκεῖνος προσποιούμενος τὸν ἀσθενῆ ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε ἄμεσα νὰ πάει στὴν πόλη, αὐτὴ ποὺ ἤθελε νὰ πάει καὶ ὁ ἀσθενὴς ἢ ἐμπερίστατος συγχωριανός του. Ἐκεῖνος τότε ἔπαιρνε θάρρος καὶ τὸν ρωτοῦσε ἂν ἔχει θέση στὸ αὐτοκίνητο, νὰ τὸν πάρει μαζί του. Ἔτσι χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ὁ ἴδιος, ἔπαιρνε τοὺς ἀσθενεῖς τοὺς πήγαινε στὰ νοσοκομεῖα, περίμενε νὰ κάνουν τὶς ἐξετάσεις τους, τοὺς ἔκανε τὸ τραπέζι στὰ κατὰ τόπους ἑστιατόρια καὶ τοὺς ἐπέστρεφε στὸ χωριό, χωρίς νὰ τοὺς κάνει νὰ ὑποψιαστοῦν ὅτι πῆγε στὸ συγκεκριμένο μέρος ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτούς. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μὴν τοὺς κάνει νὰ νοιώθουν ὑποχρεωμένοι ἀπέναντί του. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἐφευρετικότητα ἀγάπης;
. Μὴ θαυμάζουμε τοὺς διαφόρους ἐφευρέτες. Ὅλοι μας μποροῦμε νὰ γίνουμε ἐφευρέτες ἀγάπης, νὰ γίνουμε ἀχθοφόροι της, γιὰ νὰ ἑλκύσουμε πάνω μας τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ δοῦμε μιὰ κοινωνία ἀλλαγμένη, μιὰ κοινωνία χωρὶς ἀπομονώσεις, ἀλλὰ μὲ πρόσωπα ποὺ ὁ ἕνας θὰ μοχθεῖ καὶ θὰ πονάει γιὰ τὸν ἄλλον.
. Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς θυσιάζει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, διακονεῖ μὲ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, λησμονεῖ τὸ προσωπικό του συμφέρον, τὴν ἡσυχία του καὶ τὴν καλοπέρασή του μπροστὰ στὸ γενικὸ συμφέρον, μπροστὰ στὴν προσφορὰ καὶ τὴν καταπράϋνση τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων τῶν γύρω μας, στὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση αὐτῶν ποὺ καθεύδουν στὴν ἀγνωσία καὶ στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη, ὅπως καλλιεργεῖ τὸν κῆπο του, μὲ ὄρεξη, μὲ προοπτικὴ νὰ ἀπολαύσει τὰ ὄμορφα ἄνθη τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ἀδελφικῆς καὶ ὄχι ψεύτικης πρὸς τοὺς ἄλλους συμπαραστάσεως καὶ συμπαθείας.
. Στεκόμενος ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς μπροστὰ σὲ ἕνα ἀνθοδοχεῖο γεμάτο μὲ εὔοσμα φρέσκα λουλούδια σκέπτεται φιλοσοφώντας, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνας σκεῦος εὔχρηστο καὶ διακοσμητικό. Ἀπὸ μόνο του δὲν λέει τίποτα. Εἶναι «ἔργον χειρῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 134, 15). Εἶναι μόνο ἕνας ὑποδοχέας τῶν εὔοσμων καὶ ποικιλόχρωμων ἀνθέων. Ὅταν ὅμως αὐτὸ τὸ ἀνθοδοχεῖο δεχθεῖ ἕνα μπουκέτο ἀπὸ λουλούδια, ἔργα χειρῶν Κυρίου, ἀμέσως μεταποιεῖ τὸν καθημερινό μας χῶρο σὲ χῶρο παραδείσου. Κοιτάζοντάς το ἀπολαμβάνουμε τὴ μοναδική του ὀμορφιά, τὴν ὁποία κανένα ἀνθρώπινο χέρι μὲ τὶς πιὸ εὐαίσθητες καλλιτεχνικὲς ἱκανότητες δὲν μπορεῖ νὰ κατασκευάσει, καὶ τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε μὲ θαυμασμὸ νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας σὲ αἶνο καὶ δοξολογία τοῦ Οὐράνιου Πλαστουργοῦ μας, Αὐτοῦ ποὺ τὰ «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» (Ψαλμ. 91, 5).
. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνθοδοχεῖο, ὅταν στολίζεται μὲ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν, αὐτὰ ποὺ δὲν μαραίνονται, δὲν ξηραίνονται, δὲν σαπίζουν, ἀλλὰ θάλλουν ἀσταμάτητα καὶ εὐωδιάζουν ὅλο τὸν περιβάλλοντα χῶρο τους. Τὸ ἀνθοδοχεῖο εἶναι ὑλικὸ κατασκεύασμα ποὺ ἐκπέμπει εὐωδία μόνο μὲ τὴν παρουσία τῶν ἀνθέων, τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὅλος «εὐωδία Χριστοῦ» (Β´ Κορ. β´ 15), μόνον ὅταν στολίζεται μὲ ἀρετές, ὅταν στολίζεται μὲ ἀγάπη. Αὐτὴ εἶναι τὸ πιὸ εὐωδιαστὸ καὶ ἀειθαλέστατο ἄνθος, γι’ αὐτὸ μᾶς τονίζει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 8).
. Ὁ στολισμένος μὲ ἀγάπη ἄνθρωπος γίνεται ἀνθοδοχεῖο ποὺ περιέχει ἕνα μπουκέτο μὲ πανεύοσμα ρόδα καὶ κρίνα καὶ μαργαρίτες καὶ ὑακίνθους, ἄνθη φιλαδελφίας, μακροθυμίας, ταπεινώσεως καὶ ψυχικῆς κενώσεως στὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης εἶναι χριστομίμητος, ἐνεργεῖ μὲ γνώμονα τὴ διακονία τοῦ πλησίον καὶ ἐκπέμπει τὴ θεϊκὴ ὀσμὴ τοῦ «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι (Ματθ. κ´ 28).
. Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης ἑστιάζεται ἀπόλυτα στοὺς τέσσερις μεταφορεῖς τοῦ παραλύτου τῆς Καπερναούμ, αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ ἀποφασιστικότητα μετέφεραν κοντὰ στὸ Χριστό μας τὸν παραλυτικὸ φίλο τους καὶ συνείργησαν ἔτσι στὴ θεραπεία του. Οἱ τέσσερις αὐτοὶ ἄνδρες εἶναι οἱ ἀχθοφόροι τῆς ἀγάπης. Ἀνώνυμοι σὲ ἐμᾶς αὐτοὶ ἄνδρες, ἐπώνυμοι στὸν οὐρανό, μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. ε´ 6) ὄχι μόνο μᾶς σώζει, ἀλλὰ γίνεται καὶ μαγνήτης τῶν ἄλλων πρὸς τὴν εὐσέβεια, πρὸς τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
. Νὰ ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα ἐφευρετικότητας τῆς ἀγάπης, τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὸ Γεροντικὸ μὲ τὴν ἑξῆς ἱστορία.
. Δύο συνασκητὲς εἶχαν ψυχρανθεῖ μεταξύ τους ἀπὸ κάποια παρεξήγηση. Κάποτε ἀρρώστησε ὁ ἕνας καὶ πῆγε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Τοῦ ἐμπιστεύθηκε τότε ὁ ἄρρωστος, ὅτι ἦταν ψυχραμένος μὲ τὸν συνασκητή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μεσολαβήσει νὰ συμφιλιωθοῦν, γιατὶ φοβόταν μὴν πεθάνει ἀσυμφιλίωτος.
. Γυρίζοντας πίσω στὸ κελλί του ὁ ἀδελφός, παρακαλοῦσε τὸν Θεό, νὰ τὸν φωτίσει, νὰ χειρισθεῖ σωστὰ τὴν ὑπόθεση, ὥστε νὰ προξενήσει ὠφέλεια. Μόλις ἔφθασε σὲ αὐτό, οἰκονόμησε ὁ Θεός, νὰ τοῦ πάει κάποιος φίλος του ἕνα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τὰ ὡραιότερα καί, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, σηκώθηκε καὶ τὰ πῆγε στὸ συνασκητὴ τοῦ ἀρρώστου, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε αὐτὸς ψυχρανθεῖ.
— Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε, αὐτὰ σοῦ τὰ στέλνει ὁ Γέροντας.
. Ὁ Ἀββᾶς ἀπόρησε.
— Σὲ μένα τὰ ἔστειλε;
— Ναί, εἶπε ὁ ἀδελφός.
. Ἐκεῖνος τὰ δέχθηκε συγκινημένος καὶ εὐχαρίστησε τὸν ἀδελφό. Εὐχαριστημένος ὁ εἰρηνοποιὸς ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπιτυχία, πῆγε τὰ ὑπόλοιπα σύκα στὸν ἄρρωστο.
— Σοῦ τὰ στέλνει ὁ συνασκητής σου, τοῦ εἶπε.
— Τί λές, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; Εἶπε μὲ χαρὰ ὁ ἀσκητής.
— Ναί, Ἀββᾶ, μὲ τὴν εὐχή σου, ἀποκρίθηκε ὁ ἀδελφός.
— Δόξα τῷ Θεῷ, ἀναφώνησε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἐκεῖνος.
. Ἔτσι μὲ λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οἱ συνασκητὲς ἀπὸ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀδελφοῦ.
. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα αἴσθημα τυφλό, ἕνα αἴσθημα ποὺ καίει, ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει σὰν πυροτέχνημα. Ἀγάπη δὲν εἶναι νὰ ἀγαπᾶς δύο – τρία πρόσωπα τῆς οἰκογενείας σου, νὰ περιορίζεσαι σε ἕνα μικρὸ κύκλο ἀνθρώπων, καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς μισεῖς καὶ νὰ τοὺς ἀποστρέφεσαι. Ἡ ἀγάπη σπάει τὰ φράγματα, γράφει ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, σπάει τοὺς σατανικοὺς δεσμούς, προχωρεῖ, παίρνει φτερὰ ἀγγέλων, ἀνεβαίνει ψηλά, ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἀγκαλιάζει ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸν ἐχθρό μας καὶ μᾶς κάνει νὰ τοῦ λέμε: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ σὲ ἀγαπῶ».
. Σήμερα, δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὁ διάβολος μᾶς κρύωσε τὶς καρδιές, μᾶς ἔδεσε τὰ μάτια νὰ μὴν βλέπουμε, μᾶς ἔφραξε τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦμε. Ἔτσι γίναμε κρύοι σὰν πάγοι, γίναμε τυφλοὶ καὶ κουφοί. Δὲν εὐαισθητοποιούμαστε στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, δὲν βλέπουμε τὸν πόνο τους, δὲν ἀκοῦμε τὶς ἐκκλήσεις τους, ποὺ ἀπὸ κάθε σημεῖο φωνάζουν: Βοήθεια! Καὶ δὲν εἶναι ἕνας καὶ δύο. Πλῆθος ἀμέτρητο εἶναι στὴ σημερινὴ πολιτισμένη, ἀλλὰ σὲ κρίσιμη καμπὴ κοινωνία μας. Ποιοί φωνάζουν; Νὰ τοὺς μετρήσουμε; Εἶναι ἀμέτρητοι. Εἶναι πεινασμένοι, φυλακισμένοι, αἰχμάλωτοι, ὀρφανὰ καὶ χῆρες, ἄρρωστοι καὶ ἀνάπηροι, ἐνδεεῖς καὶ νεόπτωχοι, ἄνεργοι καὶ ἐμπερίστατοι νέοι καὶ γέροι ἀπὸ τὴ σύγχρονη πληγὴ τῆς κρίσεως.
. Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη μας; Καθένας κλειδώνεται στὸ σπιτάκι του, μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ μὴν βλέπει τὴν ἔνδεια τῶν ἄλλων, νὰ μὴν ἀκούει τὶς φωνές τους. Ἀλλά, ἀλλοίμονό μας! Γιατὶ ὅπως ἐμεῖς κλείνουμε τὰ μάτια μας καὶ τὰ αὐτιά μας, γιὰ νὰ μὴν βλέπουμε καὶ νὰ μὴν ἀκοῦμε τὸν πόνο τοῦ δυστυχισμένου, ἔτσι θὰ κλείσει καὶ ὁ Θεὸς τὰ μάτια Του νὰ μὴν μᾶς βλέπει καὶ τὰ αὐτιά Του νὰ μὴν ἀκούει τὶς αἰτήσεις μας. Θὰ στεκόμαστε μπροστά Του καὶ Ἐκεῖνος θὰ ἀποστρέφει τὰ μάτια Του ἀπὸ ἐμᾶς. Θὰ φωνάζουμε, ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς ἀκούει. Ἀπόδειξη ἡ κρίση, οἱ πολέμοι, οἱ θεομηνίες, οἱ ἀλλαγὲς τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3). Δυστυχῶς δὲν τοὺς δίνουμε προσοχὴ καὶ σημασία, θεωρώντας τα ὅλα φυσικὰ φαινόμενα.
. Ἀξίζει νὰ τελειώσουμε τὴν ἀναφορά μας στὴν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἑξῆς διήγηση:
. Ἕνας φιλάνθρωπος συμπολίτης μας πῆρε τὴ σύνταξή του καὶ πῆγε νὰ ζήσει σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο χωριό. Ὅπως παντοῦ ἔτσι καὶ ἐκεῖ τὸν ἔκαιγε ἡ φλόγα τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καὶ ἀναζητοῦσε τρόπους νὰ φανεῖ χρήσιμος στοὺς συνανθρώπους του. Μεγαλωμένος στὴν πόλη δὲν γνώριζε πολλὰ πράγματα ἀπὸ ἀγροτικὴ ζωή. Ζοῦσε, ὅμως, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγρότες τοῦ χωριοῦ καὶ ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶναι χρήσιμος. Μηχανευόταν ἔτσι τρόπους προσφορᾶς καὶ ἀγάπης σύμφωνους μὲ τὶς δυνατότητές του.
. Ὁ εὐλαβὴς αὐτὸς καὶ φιλάνθρωπος εἶχε κάτι ποὺ δὲν εἶχαν πολλοὶ στὸ χωριό. Εἶχε ἕνα αὐτοκινητάκι καὶ δὲν κουραζόταν νὰ τὸ ὁδηγεῖ. Στὸ καφενεῖο δὲν πήγαινε, γιατὶ δὲν εἶχε συνηθίσει τὸ καθησιὸ καὶ τὶς ἀνωφελεῖς συζητήσεις. Ἔκανε μόνο βόλτες στὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ καὶ συζητοῦσε μὲ τοὺς κατοίκους του, τοὺς ὁποίους ὑπεραγαποῦσε. Στὴ συζήτηση μάθαινε ποιοὶ συγχωριανοὶ εἶχαν προβλήματα ὑγείας ἢ κάποια ἐπείγουσα δουλειὰ στὶς γειτονικὲς πόλεις ἢ ἀκόμη καὶ σὲ πολὺ ἀπόμακρα μέρη. Παίρνοντας τὴν πληροφορία αὐτὴ πήγαινε καὶ ἔκανε περισσότερες βόλτες μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπίτια αὐτῶν ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ ζητοῦσαν λύση στὰ προβλήματά τους. Ὅταν ἔβγαιναν αὐτοὶ καὶ τὸν ρωτοῦσαν τί κάνει καὶ πῶς ἔχει ἡ ὑγεία του, ἐκεῖνος προσποιούμενος τὸν ἀσθενῆ ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε ἄμεσα νὰ πάει στὴν πόλη, αὐτὴ ποὺ ἤθελε νὰ πάει καὶ ὁ ἀσθενὴς ἢ ἐμπερίστατος συγχωριανός του. Ἐκεῖνος τότε ἔπαιρνε θάρρος καὶ τὸν ρωτοῦσε ἂν ἔχει θέση στὸ αὐτοκίνητο, νὰ τὸν πάρει μαζί του. Ἔτσι χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ὁ ἴδιος, ἔπαιρνε τοὺς ἀσθενεῖς τοὺς πήγαινε στὰ νοσοκομεῖα, περίμενε νὰ κάνουν τὶς ἐξετάσεις τους, τοὺς ἔκανε τὸ τραπέζι στὰ κατὰ τόπους ἑστιατόρια καὶ τοὺς ἐπέστρεφε στὸ χωριό, χωρίς νὰ τοὺς κάνει νὰ ὑποψιαστοῦν ὅτι πῆγε στὸ συγκεκριμένο μέρος ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτούς. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μὴν τοὺς κάνει νὰ νοιώθουν ὑποχρεωμένοι ἀπέναντί του. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἐφευρετικότητα ἀγάπης;
. Μὴ θαυμάζουμε τοὺς διαφόρους ἐφευρέτες. Ὅλοι μας μποροῦμε νὰ γίνουμε ἐφευρέτες ἀγάπης, νὰ γίνουμε ἀχθοφόροι της, γιὰ νὰ ἑλκύσουμε πάνω μας τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ δοῦμε μιὰ κοινωνία ἀλλαγμένη, μιὰ κοινωνία χωρὶς ἀπομονώσεις, ἀλλὰ μὲ πρόσωπα ποὺ ὁ ἕνας θὰ μοχθεῖ καὶ θὰ πονάει γιὰ τὸν ἄλλον.
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας