Αληθινή ιστορία
Η φωνή του αλλιώτεψε:
«Θέλω να σου πω κάτι παπά μου! είπε. Έχω μια φωτιά μέσα μου. Μια φωτιά που με καίει τριάντα ολάκερα χρόνια. Τώρα θαρρώ ήρθε η ώρα να τη διώξω. Μ’ έκαψε καλά! Με τσουρούφλισε όπως ένα μεγάλο δέντρο άμα το πάρει μια απότομη φωτιά, μια φωτιά που τρέχει. Το τσουρουφλάει βέβαια, αλλά μοιάζει να το αφήνει με λίγα προβλήματα. Θαρρείς πως θα πάρει πάλι τα απάνω του, μα η φωτιά έχει κάνει τη ζημιά κι, ανάλογα το δέντρο, άλλοτες το ξεραίνει μέρα τη μέρα αργά και σταθερά κι άλλοτες φωλιάζει στο κορμί του και το καίει από μέσα. Έτσι κι εκείνη η φωτιά μ’ έκαψε κι εμένα. Θέλω να σου την πω τη φωτιά παπά μου κι ύστερα ας κλείσω τα μάτια πριν μου τα κλείσεις για πάντα εσύ.
Τον κοίταξε σοβαρά ο πνευματικός του Νοσοκομείου. Είχε μπροστά του έναν γέρο παπά που ακουμπισμένος στη ράχη του κρεβατιού εξομολογιόταν. Ήταν ένα παράξενο ζευγάρι εξομολόγησης, που σπάνια συναντάς στο διάβα σου και μάλιστα σε δημόσιους χώρους, τόσο που κάμποσοι χριστιανοί, ακόμα κι αν το ξέρουν θεωρητικά πως κι οι ιερείς εξομολογούνται -ή τέλος πάντων οφείλουν να εξομολογούνται- αδυνατούν να το φανταστούνε. Κι όμως! Η σκηνή ήταν εκεί, πέρα για πέρα αληθινή, μπροστά στα μάτια των δύο άλλων ασθενών του θαλάμου … της καρδιολογικής κλινικής του μεγάλου νοσοκομείου.
«Ναι, πάτερ Παναγιώτη, πες το! Να το βγάλεις από μέσα σου, μα μη φοβάσαι! Τα μάτια δεν θα τα κλείσεις. Ρώτησα εγώ τους γιατρούς. Ένα καρδιολογικό πρόβλημα έχεις κι είναι σίγουροι ότι θα τακτοποιηθεί.»
«Καλά …» είπε ο ηλικιωμένος ιερέας.
«Καλά…» ξανάπε, σαν να ’θελε να πει πως εκείνος ξέρει για την εξέλιξη της νόσου του. Εκείνα που κανένας υπερηχογράφος, κανένα ηλεκτροκαρδιογράφημα δεν μπορεί να καταγράψει.
«Άκου! Πάνε χρόνια που ήμουνα παπάς μακριά από εδώ, σε ένα χωριό της Μακεδονίας και ζούσα εκεί με την παπαδιά μου και τα τέσσερα παιδιά που μας είχε δώσει ο Θεός. Ήσυχη ζωή, καθημερινή. Με τα πάνω και με τα κάτω της. Συνηθισμένος παπάς ήμουνα, για τέτοιονε με λογάριαζα. Μα, ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Εκείνος που μας χάρισε τα τέσσερα παιδιά ζήτησε ένα πίσω. Ευτυχώς που είχε δώσει τέσσερα, λέω. Και πήρε το ένα.
Σφίχτηκε η καρδιά του εξομολόγου. Μα δε μίλησε. Είχε μάθει να ακούει, χωρίς να διακόπτει.
«Ευτυχώς το πήρε μόνος Του! Δεν μας ζήτησε να του το δώσουμε εμείς. Μα, όσο και να πεις είχαμε βάλει κι εμείς το χέρι μας στο δρόμο για την αναχώρησή του. Κι όσο να πεις, ένα παιδί στα δεκατρία είναι πόνος. Το αγόρι μου…»
Σταμάτησε για λίγο. «Το αγοράκι μου το χρυσό! Σαν έγινε δεκατριών, ζήτησε ένα ποδήλατο, να πηγαίνει σχολείο! Του το πήρα, πάτερ. Χατιράκι μικρό σε κάποιον που αγαπούσα πολύ! Και του το ’δωσα σταυρώνοντάς το και δίνοντάς του χίλιες συμβουλές!
»Μα μια μέρα με ειδοποίησαν πως έγινε κάτι τρομερό! Το παιδί καβάλα στο ποδηλατάκι του είχε πέσει σε ένα γκρεμό. Όποιος γονιός δεν κράτησε παιδί του στην αγκαλιά του νεκρό δεν ξέρει τι είναι αυτό. Είναι μια πληγή που ποτέ δεν κλείνει! Έτσι πήγα και το πήρα. Από την άκρη του γκρεμού που μου το ανεβάσανε.
»Καθώς προχώραγα σκέφτηκα τον Αβραάμ. Μα η καρδιά μου κλωτσούσε, γιατί ο Αβραάμ απόλυτος στην πίστη του, το πήρε βέβαια μονάχος του, εκείνο το μονάκριβό του να το θυσιάσει, σήκωσε το μαχαίρι ψηλά, μα, συγχώρεσέ με πάτερ! Δεν ξέρω αν κι εκείνη τη στιγμή που σήκωνε το μαχαίρι δεν πίστευε πως όλα μπορεί να σταματήσουν. Ενώ εγώ ήξερα ότι είχε φύγει. Ζεστό το σήκωσα στην αγκαλιά μου. Έμοιαζε να κοιμάται. Μόνο μια μικρή πληγή στη βάση του κρανίου το χώριζε απ’ τον απλό ύπνο. Και πήγα και το πήρα το παιδάκι. Το κλάψαμε με την παπαδιά.»
Στάματησε για να πάρει μιαν ανάσα. Σαν να ’χε τελειώσει μόλις το ξόδι του παιδιού.
«Μετά την κηδεία και αφού είχε περάσει αρκετός καιρός και έγινε και η εκταφή, είπαμε με την παπαδιά να πάρουμε των ομματιών μας, γιατί δεν μας χωρούσε πια αυτός ο τόπος.
»Από τους αρχιερείς στους οποίους απευθυνθήκαμε, ανταποκρίθηκε ο άγιος Σπάρτης. Μας έβαλε σε ένα χωριό στο άκρο της Πελοποννήσου. Δεκαπέντε χρόνια υπηρέτησα εκεί. Σιγά σιγά ο πόνος ειρήνεψε.
»Τον θυμόμουν σε κάθε λειτουργία. Τον κοίταζα σε μια παλιά φωτογραφία και περίμενα να τον συναντήσω στη μέλλουσα ζωή.
»Ήτανε περίοδος που μαζεύαμε ελιές. Η δουλειά πολλή και δύσκολη. Οι ντόπιοι εργάτες δεν φτάνανε κι έτσι έρχονταν από πολλά μέρη –κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα που δεν είχανε λιομάζωμα- άνθρωποι να βοηθήσουν στο μάζεμα, να βγάλουν κι εκείνοι το λάδι της χρονιάς τους, να ‘χουνε να περάσουνε.
»Σαν πέρασε ο καιρός της συγκομιδής, έφυγαν όλοι οι εργάτες, μα ένας, στο διπλανό χωριό, ξέμεινε. Τον χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για δουλειές. Ήταν άξιος άντρας. Ένα βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων ήταν, με πλησίασε.
“Παπά ξομολογείς;” με ρώτησε.
“Εξομολογώ” είπα κοιτάζοντάς τον. Μπήκαμε στο εξομολογητήρι. Σταύρωσα και φόρεσα το πετραχηλάκι μου. Ψιθύρισα δυο λόγια προσευχής από το μυστήριο. Εκείνος άκουγε δίπλα μου νευρικός. Ύστερα του ’δειξα το κάθισμα. Έκατσα κι εγώ.
“Ό,τι σου πω είναι ανάμεσα σε σένα και στο Θεό!”
“Ναι, παιδί μου” απάντησα.
“Παπά μου, θα σου πω κάτι πολύ βαρύ. Πάνε χρόνια τώρα κι αποφάσισα πια να το πω. Όλο αυτόν τον καιρό δεν μπορούσα να το ’μολογήσω. Φοβόμουν κιόλας στον τόπο μου μη μαθευτεί. Μα σαν κίνησα να φτάσω εδώ κάτω -στην άκρη του κόσμου πες- είχα αποφασίσει να το βγάλω από πάνω μου. Περίμενα όμως, να φύγουν οι συντοπίτες μου. Να ’μαι σίγουρος!
»Πήρε βαθιά ανάσα και το ’πε μια κι έξω: “Πάτερ, έχω κάνει φόνο!”
»Σταμάτησε και περίμενε τον πρώτο μου λόγο. Σαν είδε πώς δεν μίλησα ξανάπε: “Συγχωρεί ο Θεός το φόνο;”
“Ναι, παιδί μου, όλα τα συγχωρεί ο Θεός!”
“Εσύ”, κόμπιασε, “εσύ σαν παπάς, με συγχωρείς;”
“Εγώ παιδάκι μου… άμα σε συγχωρεί ο Θεός, γιατί να μη σε συγχωρήσω;”
“Πάτερ, στο τάδε μέρος που ζούσα (είπε το μέρος) είχα έναν συμμαθητή. Εκείνο το παιδί απόχτησε κάτι σπάνιο για μας τα χωριατόπαιδα. Ένα ποδήλατο. Παιδί ήμουν, το ζήλεψα και ήθελα να του το πάρω. Μια βόλτα ήθελα να κάνω!”»
Ο π. Παναγιώτης σταμάτησε για λίγο και κοίταξε τον πνευματικό στα μάτια.
«Τρεις πιστολιές να ’τρωγα, λιγότερο θα με αναστάτωναν. Το μέρος, ο συμμαθητής, το ποδήλατο! Κρατούσα την ανάσα μου. Κρατούσα και το πρόσωπό μου ακίνητο, πέτρινο θαρρείς!
»Εκείνος συνέχισε: “Σε μιαν άκρη που ήμασταν μαλώσαμε. Ήθελα να κάνω βόλτα, μα εκείνος δεν με άφηνε. Προσπάθησα να του το πάρω. Δεν μου το άφηνε. Αρπαχτήκαμε. Τον άρπαξα από το λαιμό. Μα, μου ξέφυγε. Μου ’μεινε στα χέρια η καδένα με το χρυσό σταυρουδάκι του. Εκείνος τραβήχτηκε κι όπως ήταν πάνω στο ποδήλατο, έφυγε στο γκρεμό… Λίγες στιγμές μετά άκουσα έναν υπόκωφο γδούπο από το βάθος του γκρεμού…”.»
Ο π. Παναγιώτης τώρα έκλαιγε με αναφιλητά. «Όσες στιγμές είχε κάνει ν’ ακουστεί το νεκρό παιδί στο βάθος» είπε «τόσο είχα κάνει κι εγώ ν’ αποδεχτώ αυτό που άκουγα. Ο σταυρός, πάτερ Ευσέβιε, εκείνη η τελευταία λεπτομέρεια, είχε σιγουρέψει μέσα μου πως το θύμα ήτανε το αγόρι μου! Και πως εκείνος που στεκότανε μπροστά μου ήταν ο … φταίχτης. Φταίχτη, πες τονε, πάτερ! Δεν μου κρατάει η καρδιά να τονε πω δολοφόνο ένα παιδί που μάλωσε για ένα ποδήλατο!
»Τον κοίταζα και δεν μιλούσα. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι κάποιος άλλος έφταιγε που το καμάρι μου είχε πετάξει με ένα ποδήλατο στα… ουράνια! Ως τα τότε μονάχα έναν άνθρωπο κατηγόραγα: εκείνο τον ασύνετο πατέρα που πήρε το ποδήλατο! Εμένα!
»Ο νεαρός σηκώθηκε μπροστά μου. Ύστερα γονάτισε κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά. Νόμιζα ότι περίμενε τη συγχωρητική ευχή, μα εκείνος έγειρε μπροστά στα πόδια μου και με τα δυο του χέρια πασπάτεψε τον τράχηλό του. Γύρευε το κούμπωμα της λεπτής χρυσής αλυσίδας. Ύστερα άπλωσε τα χέρια του στα δικά μου. Μου τα πήρε και τα οδήγησε να τον βοηθήσουν να ξεκουμπώσει την αλυσίδα.
“Παπά μου, την καδένα του παιδιού, τη φοράω ακόμα. Θα σου τη δώσω και κάνε την ό,τι θέλεις” είπε.
»Τον άγγιξα τρέμοντας. Όπως αγγίζω το Σώμα στο «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Έλυσα την καδένα όπως … συγχώρεσε με Κύριε που Σε ανακατεύω στα βάσανά μου» αναστέναξε τώρα ο π. Παναγιώτης. «Συγγνώμη, πάτερ Ευσέβιε!» είπε στον πνευματικό και έπιασε ξανά το νήμα της διήγησης.
«“Με συγχωρείς, παπά μου;” με ρώτησε ο νεαρός.
“Αφού ο Θεός σε συγχωρεί, εγώ γιατί να μην σε συγχωρήσω;” του είπα.
»Έβαζα τον Θεό μπροστά, πάτερ Ευσέβιε. Μπας και μπορέσω και Τον ακολουθήσω. Τα πόδια μου τρέμανε κι η καρδιά μου σπαρτάραγε. Μα εγώ… εγώ εκείνη την ώρα δεν ήμουνα εγώ. Ήμουνα το στόμα και το χέρι του Κυρίου, κι ο Κύριος, Εκείνος που ετάζει “καρδίας καὶ νεφρούς”, Εκείνος που είχε αφήσει δεκαπέντε χρόνια να πιστεύω ότι το παιδί μου έφυγε σε ένα ατύχημα, ήθελε, ναι! ήθελε να μάθω ότι κάποιος τον σκότωσε και εκείνος ο κάποιος -χωρίς να ξέρει ποιος είμαι- να μου ζητά, στο όνομά Του, να τον συγχωρέσω.»
Ο π. Ευσέβιος πήγε να σηκωθεί. Έβαλε το χέρι να σηκώσει το πετραχήλι. Στον νου του είχε ανέβει η εικόνα του Αγίου Διονυσίου Αιγίνης. Εκείνου που άγιασε, συγχωρώντας το φονιά του αδερφού του. Μα ο π. Παναγιώτης, εσήκωσε ελαφρά το χέρι.
«Κάμε δυο λεπτά ακόμα κουράγιο, πάτερ. Να σου τελειώσω και, συγγνώμη που σε κούρασα.»
Ο π. Ευσέβιος ξανακάθισε αμίλητος και δακρυσμένος.
«Δεν είπα, βέβαια, κανενός ούτε την εξομολόγηση του παιδιού ούτε το ποιος είμαι εγώ. Τον άφησα να φύγει και να γυρίσει στον τόπο του. Τον διαβεβαίωσα πως ο Θεός συγχώρεσε την αμαρτία του. Κι εκείνος, δυο μέρες μετά, έφυγε ήσυχος.
»Φαντάστηκα πως δεν θα τονε ξαναδώ πράγμα, που θα ’κανε τη ζωή μου πιο εύκολη. Γύρισα ήσυχος σπίτι κι εκείνο το βράδυ αμίλητος χάιδευα απαλά την κόμη της παπαδιάς μου που με κοιτούσε απορημένη. Μα δεν της είπα τίποτα, ποτές.
»Όμως ο Θεός, πάτερ Ευσέβιε, είχε άλλα σχέδια. Εκείνος ξαναγύρισε στα τέλη του επόμενου Φθινοπώρου και αυτό το έμαθα με τον πιο απρόσμενο τρόπο: Ένα βράδυ, ανήμερα του Αγιαντρέα, η μεγάλη μου κόρη έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της και της είπε πως ήταν έγκυος. Είχε αγαπήσει ένα παλικάρι κι απάνω στην κάψα της αγάπης τους φτιάξανε τον πρώτο τους καρπό. Ήθελε να τον παντρευτεί, την αγαπούσε και τον αγαπούσε και θέλανε να ζήσουνε μαζί.»
«Μην μου πεις, ευλογημένε!» είπε τώρα ο π. Ευσέβιος που τίποτα πια δεν τον εξέπληττε.
«Ναι, πάτερ! Εκείνον αγάπησε η ευλογημένη. Απ’ όλα τα αγόρια της πατρίδας μας, εκείνον! Σαν συναντηθήκαμε, τον είδα που πάγωσε, μα τον πήρα σε μιαν άκρη και του ’πα ότι το μυστικό του είναι ασφαλές. Ευλόγησα το γάμο τους. Μετά, πολύ αργότερα, έμαθε ποιανού πατέρας ήμουν. Ποιανού αδερφή ήταν η γυναίκα του. Το κατάλαβα σαν ήρθε αργότερα και μου φίλαγε τα χέρια χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Του έσφιξα τα δικά του και δεν είπα τίποτα. Αυτό μονάχα.
»Μα, πάτερ Ευσέβιε, όσο έβλεπα τα παιδιά του να μεγαλώνουν, τα εγγόνια μου -που ήτανε δικά του παιδιά- σαν έβλεπα το πρώτο του αγόρι να γίνεται δεκατριών ετών η καρδιά μου μάτωνε πάλι και πάλι.
»Αυτό με έχει κάψει παπά μου! Ποτέ δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Μα, ακόμα η καρδιά μου ματώνει. Είναι αμαρτία αυτό, πάτερ Ευσέβιε; Ήθελα να σου το πω! Διάβασε μου, πάτερ, μια συγχωρητική ευχή γιατί με καίει ακόμα.»
Ο π. Ευσέβιος σηκώθηκε. Έκαμε μια κίνηση να βγάλει το πετραχήλι του και να γονατίσει.
«Εσύ να μου διαβάσεις, ευλογημένε, την ευχή» είπε. «Και να ’χω την ευχή σου!»
Και τον αγκάλιασε.
Αλεξανδρεύς
ΠΗΓΗ: https://anastasiosk.blogspot.com