Στὸν τρίτο Ψαλμὸ τοῦ Ψαλτηρίου ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβὶδ γράφει μὲ λίγα λόγια, καὶ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ διωγμοῦ τὸν ὁποῖο ὑφίστατο ἀπὸ τὸν υἱό του Ἀβεσσαλώμ, τὶς ταλαιπωρεῖες του, τὴ δυσχερὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρέθηκε καὶ τοὺς μεγάλους κινδύνους ποὺ διέτρεχε, καθὼς ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν του. «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με;», γράφει μὲ ἀπορία στὴν ἀρχὴ τοῦ Ψαλμοῦ. Κύριε, πόσο μέγα πλῆθος ἔγιναν οἱ ἐχθροὶ ποὺ μὲ θλίβουν! Πολλοὶ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον μου καὶ μὲ πολεμοῦν. Πολλοὶ μὲ προκαλοῦν καὶ λένε πὼς δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα σωτηρία, διότι μὲ ἐγκατέλειψε ὁ Θεός. «Σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου».Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα γεμάτο ἐλπίδα ξέσπασμα τῆς ψυχῆς τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ, μιὰ ἐντυπωσιακὴ φανέρωση τῆς βαθιᾶς πίστεώς του καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης του στὴ βοήθεια καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ: Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅσα λένε οἱ ἐχθροί μου, Σύ, Κύριε, εἶσαι βοηθός μου καὶ προστάτης μου. Σὺ θὰ μὲ δοξάσεις καὶ πάλι καὶ θὰ σηκώσεις ψηλὰ τὸ κεφάλι μου, ποὺ τώρα, καθὼς εἶμαι ντροπιασμένος, στρέφει διαρκῶς πρὸς τὰ κάτω. Μὲ φωνὲς ἰσχυρὲς καὶ κραυγὲς ἱκετευτικές, συνεχίζει ὁ Δαβίδ, παρακάλεσα τὸν Κύριο πολλὲς φορὲς στὸ παρελθὸν καὶ μὲ ἄκουσε. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα δὲν χάνω τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰρήνη μου. Μέσα στοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετωπίζω, μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν ποὺ μὲ ἀπειλοῦν, «ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα».
«Ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα». Σὲ τί διαφέρουν τὰ δύο αὐτὰ ρήματα; Δὲν σημαίνουν τὸ ἴδιο πράγμα; Ὑπάρχουν διάφορα εἴδη ὕπνου. Ὑπάρχει ὕπνος ταραγμένος, ποὺ τὸν ταράζουν ἐφιάλτες, ὄνειρα φοβερά, τὰ ὁποῖα κρατοῦν τὴν ψυχὴ σὲ ἀγωνία, ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ὁ ἄνθρωπος κοιμᾶται. Ὑπάρχει ὕπνος ποὺ στὸν παραμικρὸ θόρυβο διακόπτεται. Δὲν χορταίνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν ξεκουράζεται ἔτσι. Ξυπνάει καὶ νιώθει πιὸ κουρασμένος ἀπ’ ὅσο ἦταν πρὶν κοιμηθεῖ. Ἕνα κουρασμένο νευρικὸ σύστημα δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἔχει κανεὶς ἕναν ἀδιατάρακτο καὶ ἥσυχο ὕπνο. Μιὰ ψυχὴ ποὺ ζεῖ μὲ ἀγωνίες καὶ φόβους δὲν μπορεῖ οὔτε στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου νὰ ξεκουρασθεῖ. «Ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα» σημαίνει: κοιμήθηκα ἥσυχος καὶ ἔπεσα σὲ ὕπνο ἤρεμο καὶ βαθύ. Κοιμήθηκα σὰν νὰ μὴ μὲ ἀπασχολοῦσε τίποτε, σὰν νὰ μὴν εἶχα κανένα πρόβλημα, καμιὰ ἀγωνία. Ὅπως κοιμᾶται ἥσυχο τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του. Πῶς κοιμᾶται ἔτσι ὁ Δαβίδ, ἐνῶ τόσοι ἐχθροὶ τὸν κυκλώνουν, ἐνῶ τόσοι κίνδυνοι τὸν ἀπειλοῦν; Τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου». Κοιμήθηκα βαθιά, χορταστικὰ καὶ σηκώθηκα τὸ πρωὶ γεμάτος θάρρος καὶ ἐλπίδα, διότι ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσει καὶ θὰ μὲ προστατεύσει. Εἶναι τόση ἡ βεβαιότητα τῆς ψυχῆς μου γιὰ τὴν παντοδύναμη προστασία τοῦ Θεοῦ, ὥστε δὲν θὰ φοβηθῶ οὔτε τὰ ἀναρίθμητα πλήθη τοῦ λαοῦ «τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι», αὐτὰ ποὺ μὲ ἔχουν κυκλώσει καὶ ἀπὸ κάθε κατεύθυνση ἐπιτίθενται ὅλα μαζὶ ἐναντίον μου (βλ. Ψαλ. γ΄ 2-7). Τί δυνατὴ πίστη! Τί γενναία ψυχή! Τί θάρρος καὶ ἀφοβία μπροστὰ στὸν τρομερὸ κίνδυνο ποὺ ἀπειλεῖ τὴ ζωή του!
Δὲν εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἀντιμετώπισε μὲ τόση θαυμαστὴ ψυχραιμία τὸν κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τὴ ζωή του. Νά καὶ ὁ Πέτρος, ὁ φλογερὸς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄ θανάτωσε τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «διὰ μαχαίρας», καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι εὐχαριστήθηκαν ἀπὸ αὐτό, ἀποφάσισε νὰ συλλάβει καὶ τὸν Πέτρο. Καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, ἀφοῦ τὸν παρέδωσε σὲ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν γιὰ νὰ τὸν φρουροῦν. Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ Δικαστήριο, τὴν προηγούμενη νύχτα «ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν». Σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, ὁ Πέτρος κοιμόταν ἥσυχος ἀνάμεσα σὲ δύο στρατιῶτες, δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, καὶ φρουροὶ μπροστὰ στὴν πόρτα φύλαγαν τὸ δεσμωτήριο. Πῶς κοιμόταν ἔτσι ὁ Πέτρος; Ἁλυσίδες, φρουροί, φυλακή. Τὴν ἄλλη μέρα δίκη. Πιθανῶς ἀπόφαση θανατική. Καὶ ἐκεῖνος κοιμόταν βαθιά. Γιατὶ ἦταν βέβαιος ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ τὸν σώσει. Καὶ πράγματι, ἔστειλε ὁ Κύριος ἄγγελο, ποὺ μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακή. Τὸ ἐντυπωσιακὸ μάλιστα εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος κοιμόταν τόσο βαθιά, ποὺ ὅταν ἦλθε ὁ ἄγγελος στὴ φυλακὴ καὶ ἔλαμψε ξαφνικὰ φῶς μέσα στὸ σκοτεινὸ κελλί, ὁ Πέτρος δὲν ξύπνησε, συνέχισε νὰ κοιμᾶται, ὥστε ὁ ἄγγελος χρειάστηκε νὰ τὸν ξυπνήσει «πατάξας τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου». Τὸν κτύπησε στὰ πλευρὰ γιὰ νὰ σηκωθεῖ! Τόσο βαθὺς καὶ ἥσυχος ἦταν ὁ ὕπνος του (βλ. Πράξ. ιβ΄ [12] 1-10)! Αὐτὴ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα χαρίζει ἡ πίστη. Στὸν βασιλιὰ Δαβίδ, στὸν ἀπόστολο Πέτρο, στὸν κάθε πιστό.
Ὅταν παλεύει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ὅταν ἀντιμάχεται τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους, τοὺς φοβεροὺς δαίμονες, ὅταν ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, τὴν ἀσθένεια, τὴν ἀνέχεια, τὴν ἀδικία, τὴν ἀποτυχία, δὲν παλεύει μόνος του. Παλεύει μὲ τὴν ἀκαταμάχητη συμμαχία τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φοβᾶται κανέναν καὶ τίποτε. Ἔχει ἀκατάβλητη πίστη καὶ ἀκλόνητη τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι μένει εἰρηνικὸς καὶ ἀτάραχος καὶ στὶς πιὸ δύσκολες συνθῆκες τῆς ζωῆς, καὶ τὶς ἀντιμετωπίζει νικηφόρα. Μὲ τὴ βοήθεια καὶ παντοδύναμη προστασία τοῦ παναγάθου καὶ φιλανθρώπου Κυρίου.
Πηγή: antonisparas