Ὅταν ἕνας ἁπλοῦς χριστιανὸς λέει: Ἐκκλησιάζομαι ἢ πηγαίνω στὴν θεία Λειτουργία, ἐννοεῖ, κατὰ κανόνα, ὅτι πηγαίνει στὸν Ναὸ καὶ παρακολουθεῖ τὸ μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας. Ὅμως ἡ θεία Λειτουργία δὲν εἶναι ἕνα θέαμα ποὺ παρακολουθοῦμε ἁπλῶς, οὔτε μία ἀκρόαση ὕμνων καὶ ἀναγνώσεων ποὺ ἀκοῦμε. Εἶναι ἕνα ἔργο θεϊκὸ τὸ ὁποῖο τελεῖ ὁ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια ἡ λέξη Λειτουργία σημαίνει: λαοῦ (λεῖτος = λαὸς) ἔργον. Ἑπομένως, πηγαίνω στὸν Ναὸ γιὰ τὴν θεία Λειτουργία σημαίνει : Πηγαίνω στὸν Ναὸ καὶ συμμετέχω στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Πηγαίνω στὸν Ναὸ γιὰ νὰ ἐργασθῶ ἔργον θεῖον. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔργον εἶναι ἡ δοξολογία καὶ εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν δωρεὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του. Τὰ τελούμενα στὴν θεία Λειτουργία φανερώνουν ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συμμετέχει στὴν τέλεσή της. Ἡ προσφορὰ τῶν δώρων ποὺ πρόκειται νὰ ἁγιασθοῦν, ἡ ψαλμωδία καὶ οἱ κοινὲς δεήσεις, ἡ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, ὅλα μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἔργο ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἀδιανόητη ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας χωρὶς τὴν συμμετοχὴ ἔστω καὶ ἑνὸς μόνον πιστοῦ ἢ χωρὶς νὰ κοινωνήσει ἔστω καὶ ἕνας μόνον πιστός. Ἂς δοῦμε ὅμως τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ πιστὸς συμμετέχει στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας.

Πρῶτον συμμετέχει μὲ τὴν προετοιμασία καὶ προσφορὰ τῶν δώρων. Τὸ σιταρένιο πρόσφορο, τὸ ἁγνὸ νάμα, τὸ καθαρὸ κερί, τὸ ἐλαιόλαδο, ὅ,τι δηλαδὴ χρειάζεται γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ ἀναίμακτη λατρεία, εἶναι προσφορὰ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ τὴν εὐλογημένη συνήθεια τῆς προετοιμασίας τοῦ πρόσφορου πρέπει νὰ τὴν διατηρήσουμε καὶ στὶς μέρες μας. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν ἑτοιμαζόμαστε νὰ τελέσουμε θεία Λειτουργία γιὰ τὴν ἀνάπαυση ψυχῆς προσφιλοῦς μας προσώπου, πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ προσφόρου. Ἔτσι ὁ προσφερόμενος ἄρτος γίνεται συγκεκριμένος τρόπος συμμετοχῆς μας στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας.  Ὁ δεύτερος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ συμμετέχουν ἐνεργῶς στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ψαλμωδία καὶ οἱ κοινὲς προσευχές. Στοὺς παλαιότερους χρόνους ὅλα τὰ τροπάρια καὶ οἱ ὕμνοι, ποὺ σήμερα ψάλλονται ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτες, ἐψάλλοντο ἀπὸ τὸν λαὸ ὁλόκληρο. Ἡ ἀρχαιότερη περιγραφὴ τῆς θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία μᾶς διέσωσε ὁ ἅγιος μάρτυς Ἰουστῖνος, ἀναφέρει: «Ὁ προεστὼς εὐχὰς καὶ εὐχαριστίας, ὅση δύναμις αὐτῷ, ἀναπέμπει καὶ ὁ λαὸς ἐπευφημεῖ λέγων τὸ Ἀμήν». Ἡ λέξη Ἀμὴν εἶναι ἑβραϊκὴ καὶ σημαίνει: πράγματι, γένοιτο. Οἱ πιστοὶ μὲ τὴν λέξη αὐτὴ ἐπισφραγίζουν τοὺς λόγους τοῦ ἱερέως. Γενικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὶς ἀπαντήσεις τους στὶς ἐκφωνήσεις οἱ πιστοὶ συμπληρώνουν τὶς προσευχὲς τοῦ λειτουργοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ «Παράσχου, Κύριε», «Σοὶ Κύριε», «Κύριε ἐλέησον».

Ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο ψάλλει καὶ δοξολογεῖ τὸν Κύριο μὲ ἕνα στόμα, ἀγαπᾶ τὸν Κύριο μὲ μιὰ καρδιά, ἐλπίζει στὸν Κύριο μὲ μιὰ κοινὴ ἐλπίδα καὶ χαρά.  Τὸ τρίτο καὶ κυριώτερο σημεῖο ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ πιστοὶ συμμετέχουν στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ ἱερέως προσφορὰ τῆς ἀναιμάκτου ἱερουργίας καὶ ἡ συμμετοχή τους στὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς ἀναλύει διεξοδικὰ τὴν ἰσότητα τῶν πιστῶν μὲ τὸν λειτουργό τοῦ Κυρίου μπροστὰ στὰ μεγάλα καὶ ἅγια Μυστήρια. Γράφει σχετικά: «Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ καθόλου δὲν διαφέρει ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸν πιστό, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας: Ὅλοι ἀπολαμβάνουμε τὰ ἴδια, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὄχι ὅπως γινόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅπου ἄλλα ἔτρωγε ὁ ἱερεὺς καὶ ἄλλα οἱ ὑπόλοιποι καὶ ἀπαγορευόταν νὰ μετέχει ὁ λαὸς σὲ ὅσα μετεῖχε ὁ ἱερεύς. Αὐτὸ δὲν γίνεται τώρα, στὸν καιρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἄλλα ἕνα Σῶμα βρίσκεται μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ ἕνα Ποτήριον.

Ἐπίσης καὶ στὶς προσευχὲς βλέπει κανεὶς ὅτι ὁ λαὸς συνεισφέρει πολύ. Γιατί προσεύχονται ἀπὸ κοινοῦ ὁ ἱερεὺς καὶ οἱ πιστοὶ γιὰ ὅσους ἐνεργοῦν τὰ θελήματα τοῦ Διαβόλου καὶ γιὰ ὅσους ἔχουν κανόνα μετανοίας. Καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ λένε τὴν ἴδια προσευχή, προσευχὴ γεμάτη ἀπὸ ἔλεος. Καὶ ὅλοι μαζὶ γονατίζουμε στὸ ἔδαφος καὶ ὅλοι μαζὶ σηκωνόμαστε ὄρθιοι. Ὅταν ἐπίσης πρόκειται νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ ἀνταποδώσουμε τὴν εἰρήνη, ὅλοι ἀνταλλάσσουμε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης. Καὶ ὅταν τελεῖται τὸ πιὸ θαυμαστὸ μυστήριο, δηλαδὴ ἡ θεία Εὐχαριστία, εὔχεται ὁ ἱερεὺς στὸ λαὸ καὶ ὁ λαὸς εὔχεται στὸν ἱερέα. Διότι ἡ φράση «Μετὰ τοῦ πνεύματός σου», δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρὰ αὐτὸ ἀκριβῶς. Καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι ἐπίσης κοινή. Διότι δὲν εὐχαριστεῖ μόνος του ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ λαός. Ἀφοῦ ἀρχίσει ὁ ἱερεύς, συμφωνοῦν ὅλοι ὅτι αὐτὸ γίνεται ἄξια καὶ κατὰ δίκαιο λόγο: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Στὴν συνέχεια ὁ ἱερεὺς ἀρχίζει τὴν Εὐχαριστία…

Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπα ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ προσέχουν, γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα καὶ τόσο μόνον διαφέρουμε μεταξὺ μας ὅσο τὸ ἕνα μέλος τοῦ σώματος ἀπὸ τὸ ἄλλο». Καὶ ὁ ἱερ. Χρυσόστομος συμπεραίνει ὅτι «ἱερεῖς καὶ πιστοὶ πρέπει νὰ θεωροῦμε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς τὸ κοινὸ σπίτι ὅλων μας καὶ ἔτσι νὰ παραμένουμε σ’ αὐτήν: Ὡς μίαν οἰκίαν δεῖ τὴν Ἐκκλησίαν οἰκεῖν, ὡς σῶμα ἕν. Διότι καὶ τὸ ἅγιο Βάπτισμα εἶναι ἕνα καὶ ἡ Τράπεζα εἶναι μία καὶ ἡ πηγὴ μία καὶ ἡ δημιουργία μία καὶ ὁ Πατέρας εἶναι ἕνας.

Μέσα στὸν ἱερὸ Ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας προσφέρεται ἀπὸ τὸν λειτουργὸ καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ ἡ ἀναίμακτη προσφορὰ πρὸς τὸν Κύριον. Καὶ στὴν ἱερὰ Τράπεζα, λέει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, δὲν συμμετέχω ἐγὼ ὁ λειτουργὸς μὲ περισσότερη ἀφθονία, καὶ σεῖς οἱ πιστοὶ μὲ λιγότερη, ἀλλὰ ὅλοι κοινωνοῦμε ἐξ ἴσου. Ἂν βέβαια ἐγὼ ὁ λειτουργὸς προσέρχομαι στὴν θεία Κοινωνία πρῶτος, αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε σπουδαῖο, ἐπειδὴ καὶ στὴν οἰκογένεια ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ἁπλώνει πρῶτος τὸ χέρι στὸ συμπόσιο. Ὅμως τίποτε περισσότερο δὲν γίνεται ἀπὸ αὐτὸ, ἀλλὰ ὅλα εἶναι ἴσα σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ποὺ συνέχει καὶ σώζει τὶς ψυχές μας (δηλαδὴ τὸ ἅγιο Σῶμα καὶ τὸ πανάχραντο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ), δίνεται στὸν καθένα μὲ τὴν ἴδια τιμή. Δὲν μετέχω ἐγὼ ἄλλου ἀμνοῦ καὶ σεῖς ἄλλου, ἀλλὰ ὅλοι κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸν ἴδιο Ἀμνό».  Ὅλες οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς δείχνουν ὅτι ἡ ἁγία Ἀναφορὰ εἶναι ἔργον ὅλων τῶν πιστῶν. Ὁ ἱερεὺς ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ ἐξ ὀνόματος τῶν πιστῶν καὶ ὅλοι μαζὶ δέονται: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν καὶ παρακαλοῦμέν Σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν. Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά Σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ὁ λαὸς συμψάλλει καὶ δέεται:  Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά Σου ὁ Θεὸς ἡμῶν».  Ὁ λειτουργός, μὲ τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας, δέχθηκε τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔγινε τὸ στόμα τῶν πιστῶν ποὺ ὁμιλεῖ στὸν κοινὸ Πατέρα. Ὅλοι μαζὶ δοξολογοῦμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο.


Γρηγόριος ἱερομόναχος