Όλοι αυτοί, που τον είδαν αναστάντα και συνομίλησαν μαζί Του, γνωρίζουν εμπειρικά ότι, η φθορά και ο θάνατος καταργήθηκαν γιατί η ανάσταση του Χριστού, είναι και δική μας ανάσταση. Ας υπάρχει λοιπόν η φθορά και ο θάνατος στο σύμπαν, ας πεθαίνει ο άνθρωπος, ας χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Θα έρθει ο καιρός και τώρα πια έφτασε που οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι και εμείς θα μεταμορφωθούμε. Πράγματι αυτό το φθαρτό σώμα πρέπει να ντυθεί με αθανασία. Όταν αυτό το φθαρτό σώμα θα έχει ντυθεί με αφθαρσία και αυτό το θνητό σώμα θα έχει ντυθεί με αθανασία, θα εκπληρωθεί ο λόγος της Γραφής: Ο θάνατος καταποντίστηκε κατανικήθηκε. Πού είναι θάνατε τι κεντρί σου; Πού είναι θάνατε η νίκη σου😉[3] Ο Χριστός αναστήθηκε κι᾽εσύ καταρρίφθηκες. Ο Χριστός αναστήθηκε και οι Άγγελοι χαίρονται. Ο Χριστός αναστήθηκε και ζωή πολιτεύεται. Ο Χριστός aναστήθηκε, και δεν υπάρχει ούτε ένας νεκρός στον τάφο, γιατί ο Χριστός, αφού αναστήθηκε εκ νεκρών, έγινε απαρχή των κεκοιμημένων. Σ᾽Εκείνον ανήκει η δόξα και η δύναμη σους αιώνες των αιώνων[4]
Γιατί χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη, με άλλα λόγια ποιά είναι αυτή η καλή είδηση που αναγγέλει η Εκκλησία; Ας την ακούσουμε δια του στόματος του Αποστόλου Παύλου: εμφανίστηκε στον Κηφά και μετά στους δώδεκα. Στην συνέχεια εμφανίστηκε εφάπαξ σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς των οποίων η πλειοψηφία ζει ακόμη, ενώ μερικοί άλλοι εκοιμήθησαν. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο και σε όλους τους Αποστόλους. Τελευταίον δε από όλους εμφανίστηκε και σε μένα σαν σε εξάμβλωμα[1] Η αδιάκομη παρουσία του Χριστού στο λαό Του, φαίνεται ότι είναι το σημαντικότερο στοιχείο του Ευαγγελίου και πηγή χαράς στην Εκκλησία. Ο Χριστός αναστήθηκε καιενεφανίσθη πολλοῖς, οι οποίοι γίνονται οπτικοί μάρτυρες και βροντοφωνάζουν στα πέρατα της οικουμένης, την χαρούμενη είδηση εωράκαμε τον Κύριον[2]αναστημένο.
Είναι αλήθεια ότι ο Θεός και πριν την ενσάρκωση εμφανίστηκε στους δικούς Του ανθρώπους. Πατριάρχες, Προφήτες, Δίκαιοι της Παλαιάς διαθήκης, είναι αυτοί που αναμετρήθηκαν με το πνεύμα της εποχής: Άγιοι που πριν από την ενσάρκωση αξιώθηκαν να δουν τον Θεό. Στην πραγματικότητα ποιον είδαν; Είδαν τον Λόγο, άσαρκο, ο οποίος αποκαλεἰται και Μεγάλης Βουλής Άγγελλος. Και ονομάζεται άγγελος γιατί όλα όσα είναι του Πατρός ανήκουν και στον Λόγον, ως ομοούσιος με τον Πατέρα. Η ενέργεια της Τριάδος – κοινή και μία στους τρεις- ευδοκία του Πατρός φτάνει σε μας διαμέσου του Λόγου, – διά τοῦ Υιοῦ – ἐν ἁγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια ο Λόγος είναι ο Άγγελιοφόρος, δηλαδή ο Άγγελος, του Πατρός, γι᾽αυτό αποκαλείται και Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Δεν είναι δυνατόν να δούμε τον Πατέρα ξεχωριστά από τον Υιό και το Πνεύμα. Μα ἐν τῶ φωτί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βλέπουμε τον Υιόν και όποιος βλέπει τον Υιόν βλέπει και τον Πατέρα. Ο Θεός δεν άφησε ποτέ τον άνθρωπο μόνο του, αλλά πάντοτε εμφανιζόταν και καθοδηγούσε τον λαό Του, τον Ισραήλ διαμέσου της θεοπτικής εμπειρίας των πατριαρχών, προφητών και όλων αυτών που μπορούσαν να τον δουν εν Πνεύματι. Μετά την ενσάρκωση και την ανάσταση συνεχίζεται η ίδια θεοπτική εμπειρία. Δεν υπάρχει καμμιά ασυνέχεια μεταξύ της Παλαιας και Καινής διαθήκης. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην Καινή διαθήκη, οι θεόπτες βλέπουν τον Χριστόν ενσαρκωμένο και αναστημένο. Αυτοί λοιπόν οι θεόπτες που υπάρχουν στην Εκκλησία, οδηγούν και τους άλλους πιστούς για να συναντήσουν και να δουν τον αναστάτα Χριστόν, ἐν Πνεύματι. Γίνονται οι Πατέρες, οι πνευματικοί οδηγοί που βοηθούν όλους να φτάσουν στην μετοχή και θέα του Χριστού. Ποιό όμως είναι, όπως είδαμε, το εμπόδιο για την ένωση με το Χριστό; Φυσικά το γνωμικό θέλημα. Οι πνευματικοί πατέρες οδηγούν στην κάθαρση τον κάθε άνθρωπο που εμπιστεύεται σ᾽αυτούς την καθοδήγησή του. Η κάθαρση είναι ένας συνεχής αγώνας για την κατάργηση του γνωμικού θελήματος και οδηγεί στον φωτισμό. Όσο ο άνθρωπος καθαρίζεται τόσο πιο πολύ φωτίζεται. Κι᾽όσο φωτίζεται τόσο πιο πολύ αγώνα κάνει για την κατάργηση του γνωμικού θελήματος. Σε πολλούς, καθαρμένους και φωτισμένους, ο Θεός θα δωρήσει και τον δοξασμό, ή την θέωση, όπως πιο συχνά τον αποκαλούμε. Δια της θεώσεως ο πιστός βλέπει, ἐν Πνεύματι, τον αναστάντα Χριστόν και γίνεται ο ίδιος άκτιστος κατά χάριν, δηλαδή χωρίς αρχή και τέλος, πατέρα και μητέρα, ιστορία, γλώσσα, αποκτά επίσης άλλες παρόμοιες ιδιότητες που ανήκουν στον άκτιστο Θεό και βέβαια ξεπερνούν την γνώριμή μας νομοτέλεια: δηλαδή ο θεωμένος απαγάγεται στην άκτιστη βασιλεία του Θεού που δεν υπόκειται βέβαια στους γνωστούς νόμους της φύσεως. Ο άνθρωπος σε κατάσταση θεώσεως δεν κρατεί το χάρισμα για τον εαυτό του κι είναι σε θέση να οικοδομήσει άλλους πιστούς, βοηθούμενος από τους καθαρμένους και φωτισμένους. Είναι αλήθεια ότι σε κάθε εποχή υπάρχουν οι καθαρμένοι, φωτισμένοι και θεωμένοι, γιατί δεν σταματά ο αναστάς Χριστός να επεμβαίνει στην ιστορία και να δείχνει ότι στην Βασιλεία Του δεν υπάρχει φθορά, θάνατος, πόλεμος, ανταγωνισμός και γενικά η νομοτέλεια που γνωρίζουμε σήμερα. Η Εκκλησία είναι γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους, που δεν υποτάσσονται στην λογική του παρόντος αιώνος, βασισμένη στο γνωμικό θέλημα και ιδιοτελή αγάπη. Η παρουσία της Εκκλησίας Θεού στον κόσμο, σε κάθε χρονική εποχή, με τις μυριάδες των αγίων και των πιστών που αγωνίζονται για να καταργήσουν το γνωμικό τους θέλημα, σημαίνει συνάμα και παρουσία του αναστάντος Χριστού και νίκη της φθοράς και του θανάτου. Είναι η αδιάκοπη μαρτυρία ότι ο άρχων του κόσμου τούτου, δηλαδή το δαιμόνιο με το πνεύμα του έχουν ηττηθεί κατά κράτος. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει στον κόσμο τούτο, μόνο η μονόπλευρη γνωσιολογική διάσταση της ιδιοτελούς αγάπης, που δημιουργεί συγκρούσεις κι ανταγωνισμούς, μα υπάρχει σινάμα η λογική της ανιδιοτελούς αγάπης που διακηρύσσει ότι η σύγκρουση και ο πόλεμος οδηγούν στην φθορά και στον θάνατο. Αυτός είναι ο λόγος που αρχικά ο χριστιανισμός δεν διασώθηκε και επικράτησε μετά από κάποια σύγκρουση. Δεν κινήθηκαν στρατοί, επιτελεία, επιστήμονες, καλλιτέχνες ζωγράφοι, για να κάνουν να επικρατήσει μια νέα θρησκεία. Αντιθέτως κινήθηκαν ταπεινοί, πένητες, αόρατοι για το πνεύμα της εποχής, ασθενείς ανίσχυροι, με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση. Και υπέσθησαν τα πάντα: διωγμούς, θλίψεις, στενοχώριες, θανάτους, ύβρεις και κοροϊδίες, με μόνο όπλο την ανιδιοτελή αγάπη. Γιατί ήξεραν ότι μόνο με αυτήν φτάνει κανείς στην μόνη αλήθεια που είναι η θέα του αναστάντος Χριστού εν Πνεύματι. Η λογική του σταυρού και της ανάστασης δεν είναι ανύπαρκτες μέσα σ᾽αυτόν τον κόσμο, γιατί σ᾽αυτόν δεν ζουν μόνο οι ιδιοτελείς άνθρωποι, αλλά ζουν και οι πιστοί, οι άγιοι, η Εκκλησία του Θεού, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τουτου, δηλαδή δεν χρησιμοποιεί το πνεύμα της εποχής.
Ὅσο γιὰ τὸ τὸ μυστήριο τῆς δικῆς τους θεοσέβειας μὴ περιμένης νὰ τὸ μάθης ἀπὸ ἄνθρωπο. Διότι οἱ χριστιανοὶ οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κατοικοῦν, οὔτε ἀπὸ τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ τους ζωὴ διακρίνονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε πόλεις ἰδιαίτερες ἔχουν, οὔτε διάλεκτο ξεχωριστὴ, οὔτε ζωὴ κάνουν φανταχτερή.. Ἡ θρησκεία τους εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ ἐπινόησε ἀνθρώπινο μυαλὸ καὶ δὲν τὸ καθίδρυσε ἀνθρώπινη φροντίδα, οὔτε ἀνθρώπινη ἰδεολογία ἀκολουθοῦν, ὅπως ὁρισμένοι φιλοσοφοῦντες. Κατοικοῦν σὲ πόλεις ἑλληνικὲς καὶ βάρβαρες, ποὺ ἔλαχε ὁ καθένας τους, ἀκολουθώντας τὶς τοπικὲς συνήθειες στὰ φορέματα καὶ στὸ φαγητὸ καὶ στὸν ὑπόλοιπο βίο κι ὅμως ἡ πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστὴ καὶ ὁμολογουμένως παράδοξη.
Πατρίδα τους ἔχουν κι αὐτοὶ ἕνα ὁρισμένο τόπο, ἀλλὰ ὡς πάροικοι. Μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίται καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν ὡς ξένοι. Κάθε ξένος τόπος εἶναι πατρίδα τους καὶ κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι, κάνουν παιδιά, ἀλλὰ δὲν τ’ ἀπορίχνουν. Κάθονται σὲ κοινὸ τραπέζι, ἄλλα δὲν ἔχουν κοινὴ κοίτη. Ἐν σαρκί βρίσκονται, ἄλλα δεν ζοῦν κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἄλλα στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἄλλα μὲ τὴ ζωὴ τους νικοῦν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν ὅλους καὶ ὅλοι τοὺς καταδιώκουν. Δὲν τοὺς ξέρουν καὶ ὅμως τοὺς καταδικάζουν. Τοὺς θανατώνουν καὶ ζωοποοῦνται. Πτωχεύουν καὶ πλουτίζουν πολλούς. Ἀπὸ ὅλα στεροῦνται καὶ ὅλα τὰ ἔχουν περίσσια. Ἀτιμῶνται καὶ ἡ ἀτιμία τοὺς δοξάζει. Βλασφημοῦνται καὶ βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦν. Ὑβρίζονται καὶ τιμοῦν. Ἀγαθοποιοῦν καὶ τιμωροῦνται ὡς κακοποιοί. Τιμωροῦνται καὶ χαίρουν ὡς ζωοποιούμενοι. Οἱ ἰουδαῖοι τοὺς πολεμοῦν ὡς ἀλλοφύλους καὶ οἱ έλληνες τοὺς διώκουν καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν δὲν ξέρουν τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας τους…
Δὲν τοὺς δόθηκε, οὔτε βάλθηκαν νὰ φυλᾶνε θνητὸ ἐπινόημα κι ἀνθρώπινη θρησκεία. Ἀλλ’ ὁ ἴδιος ἀληθινὰ ὁ παντοδύναμος καὶ κτίστης τῶν πάντων καὶ ἀόρατος Θεὸς φύτεψε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ καλλιεργεῖ τὴν οὐράνια ἀλήθεια καὶ τὸν Λόγο τὸν ἅγιο καὶ αχώρετο στὸν νοῦ. [5]
Η Εκκλησία του Θεού δεν έχασε ποτέ αυτή την προφητική της φύση και τον ιστορικό της ρόλο. Κατά συνέπεια μαρτυρεί πάντοτε ότι η φθορά και ο θάνατος έχουν καταργηθεί. Και το πραγματοποιεί αιωνίως με την μεγάλη στρατιά των αγίων Της θεωμένων, μαρτύρων, της κάθε εποχής, με τα μυστήρια και την δράση της.
Είναι το αλάτι που δίνει γεύση και το φως που φωτίζει τα σκότη. Με την προφητική της φωνή βοᾶ ἐν τῆ ἐρήμω, ότι η φθορά και ο θάνατος έχουν καταργηθεί και ότι το πνεύμα της εποχής έχει ηττηθεί κατά κράτος. Ότι και να πει, ότι και να κανει ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί το γνωμικό θέλημα, όσες επιστημονικές επιτυχίες κι᾽αν πραγματοποιήσει, ακόμη και είδωλο του εαυτού του, θα προσκρούσει πάντοτε στην ανιδιοτελή λογική του σταυρού και της ανάστασης, δηλαδή στην πραγματικότητα και στην ορατότητα της Εκκλησίας. Θα προσκρούσει όπως τα κύμματα της θαλάσσης στον ακλόνητο βράχο, που είναι το αναστημένο σώμα του Χριστού και που μαρτυρεί με αίμα, θυσίες, αυταπάρνηση – χωρίς να συγκρούεται με κανένα άνθρωπο, χωρίς να δημιουργεί εχθρούς και διαιρέσεις – ότι ο σατανάς έχει νικηθεί. Είναι λοιπόν φανερὀ ότι: η Εκκλησία είναι παρούσα στον κόσμο, ορατή και δεν μπορεί κανείς να προφασιστεί ότι δεν υπάρχει. Μπορεί κανείς να την αγνοήσει, να πιστεύει ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι φαίνεται τόση ξένη, όσο ξένος φάνηκε και ο Χριστός πάνω στον σταυρό για τους Ιουδαίους της εποχής του. Ένας ξένος που έφερε την ελπίδα για όλο τον ανθρώπινο γένος:βλέποντας τον ήλιο να κρύβει τις ακτίνες του και το καταπέτασμα του ναού να σχίζεται από τον θάνατο του Σωτήρος, ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο κι᾽έτσι τον παρεκάλεσε λέγοντας: Δώσε μου αυτόν το ξένον, που από βρέφος σαν ξένος αποξενώθηκε από τον κόσμον. Δώσε μου αυτόν το ξένον, που οι ομόεθνοι αδελφοί τον μίσησαν και σκότωσαν, σαν να ήτανε ξένος. Δώσε μου αυτόν το ξένον του οποίου ξενίζομαι όταν θεωρώ τον παράξενο θάνατο. Δώσε μου αυτόν το ξένον που μπόρεσε να αποδεχθεί φτωχούς και ξένους. Δώσε μου αυτόν το ξένον τον οποίον οι εβραίοι από φόβο αποξένωσαν από τον κόσμο. Δώσε μου αυτόν το ξένον για μπορέσω να τον κηδεύσω σ᾽ένα τάφο, γιατί σαν ξένος που ήτανε δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι. Δώσε μου αυτόν το ξένον τον οποίον η μητέρα του όταν τον είδε νεκρόν ανεφώνησε: Ω Υιέ μου και Θεέ μου, αν και τα σπλάχνα μου τρυπήθηκαν από τον πόνο βλέποντάς σε νεκρόν, όμως σε μεγαλύνω ελπίζοντας στην ανάστασή σου[6]
Κατά συνέπεια δεν υπάρχει μόνο το πνεύμα της εποχής, δεν είναι μόνο αυτό ορατό, είναι ορατή και η Εκκλησία του Θεού. Γι᾽αυτό και ο κάθε πιστός που εισέρχεται μέσα στην Εκκλησία δια του βαπτίσματος, συμμετέχει στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού. Κάθε μυστήριο, κάθε πράξη της εκκλησίας σημαίνει θάνατος και ανάσταση. Πεθαίνει κάθε πιστός για την λογική του κόσμου τούτου, αγωνίζεται να καταργήσει το γνωμικό του θέλημα, και εισέρχεται στην ζωή της ανάστασης. Γι᾽αυτό όσο είναι δυνατόν ο κάθε πιστός θα πρέπει να αγωνίζεται γι᾽αυτή την προφητεία και να μην μένει απαθής. Ο αγώνας είναι σημαντικός, ο συνεχής αυτός αγώνας κατά του γνωμικού θελήματος. Ίσως να μην καταφέρουμε ποτέ να το νικήσουμε οριστικά, ίσως να μην γίνουμε τέλειοι ασκητές και άγιοι, ας είμαστε όμως αδιάλειπτα αγωνιστές μέσα μας. Η μεγαλύτερη αποτυχία είναι να είναι κανείς στην εκκλησία και να σβήνει την προφητική της φωνή, να μην αγωνίζεται να νικήσει το γνωμικό του θέλημα για να φτάσει στην ανιδιοτελή αγάπη. Εις τι θα ωφελήσει τον ευατό του και τους άλλους ένας τέτοιος άνθρωπος που από ιδιοτέλεια μπαίνει μέσα στην εκκλησία και από ιδιοτέλεια κινείται, χωρίς τη παραμικρή υποψία της θέσεώς του και της αποστολής του; Τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος μη τα σβήνετε, μην τα αχρηστεύετε, μη εξουθενώσετε τις προφητίες που το άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει δια μέσου των πιστών, όλα να τα δικιμάζετε αλλά το καλό να κατέχετε. Από κάθε είδους πονηρίας να φύγετε μακριά . Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης, είθε να σας καταστήσει αγίους πλήρως και ολόκληρο το πνεύμα σας και η ψυχή και το σώμα είθε να διατηρηθούν ανεπίληπτα και άμεπτα κατά την παρουσία του Κυρίου μας, του Ιησού Χριστού [7]
[1] (Α Κορ 15,5– 8)
[2] Ιωαν. 20,25
[3] Α Κορ 15,52 ως 55
[4] Κατηχητικός Λόγος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου που αναγιγνώσκεται στο τέλους του όρθρου της Κυριακής του Πάσχα στις ορθόδοξες εκκλησίες.
[5] Επιστολή προς Διόγνητο
[6] ήχος πλάγιος του πρωτου. Από την μεγάλη Παρασκευή εσπερας. Βλέπε Συνέκδημο εκδόσεις φως σελίδα 571
[7] Απόστολος Παυλος β Θεσσ 5, 19 – 23