Συντάκτης   

Μέσα στα πλαίσια της γενικότερης απομάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό, δεν είναι λίγες οι φορές που γινόμαστε μάρτυρες νοσηρών τοποθετήσεων, από ανθρώπους που βλέπουν την Εκκλησία με προκατάληψη.Χαρακτηριστική η φράση: «Τι τις θες τις Εκκλησίες; Ακόμα είσαι νέος. Αυτά είναι για μετά τα εξήντα».Λογικό είναι μετά από αυτό, να αναρωτιούνται κάποιοι: «Ποιός το υπογράφει ότι θα φτάσω στα εξήντα;»
Ομολογουμένως αυτό που δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε είναι, ότι το γεγονός της σχέσης μας με το Θεό, δεν είναι μία κατάσταση δοσοληψίας, την οποία δύναται να δούμε ετεροχρονισμένα, ως εμπορική συναλλαγή που αναβάλλεται συνεχώς.

Αυτή η ολοζώντανη κατάσταση, που ζωοποιεί και οξυγονώνει τον άνθρωπο, σηκώνει αναβολές;

Θα έλεγε ποτέ ένας ερωτευμένος νέος σε μία κοπέλα: «Χωρίζουμε τώρα και μόλις φτάσουμε στα εξήντα, θα ξανασμίξουμε;».

Αυτές οι τοποθετήσεις, είναι ξεκάθαρα από ανέραστους ανθρώπους που βλέπουν τα πάντα με ιδιοτέλεια.

Να πάω στο Χριστό λίγο πριν το θάνατο μήπως και σωθώ, ωστόσο βέβαια να κάνω μία ζωή βυθισμένη στην «γλυκιά» αμαρτία.

Μία αμαρτία, που φυσικά κανείς δεν την υποτιμά, διότι έχει μία δράση που σαγηνεύει και αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο. Φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία κ.λ.π.

Η διαφορά είναι όμως, πως αυτή η «συναρπαστική» αμαρτία, μυρίζει θανατίλα, μπροστά στην όντως ζωή.

Και μερικοί επιθυμούν την οσμή της θανατίλας, μέχρι μία ώριμη ηλικία, που αποφασίζουν πια να σκεφθούν την ενδεχόμενη μεταθανάτια κατάσταση και την αντιμετώπισή της ως πιθανό δεδομένο.

Είθισται ως «παραδοσιακό» κατεστημένο να πηγαίνουν μερικοί στην Εκκλησία λίγο πριν το θάνατο.

Για να καταλάβουμε τη νοσηρότητα της κατάστασης, ας δούμε τη χαρακτηριστική «απορία» μιας κύριας πριν από λίγο καιρό, σε μένα και τη σύζυγό μου:

«Τόσο νέοι βρε παιδιά στην Εκκλησία;» και το ύφος της ήταν σαν να ήθελε να συμπληρώσει: «Τι κρίμα…».

Αν άκουγε κανείς αποσπασματικά τη συζήτηση, θα νόμιζε ότι έχουμε πέσει στα ναρκωτικά και εκείνη φοβάται μην πεθάνουμε.

Ο σημερινός άνθρωπος, έχει μάθει να είναι συναλλασσόμενος και ως εκ τούτου καλλιέργησε στον εαυτό του τη νοοτροπία, να τα βλέπει όλα με ένα «μάτι» συναλλαγής.

Μήπως τελικά επικράτησε γενικότερα αυτή η νοοτροπία και οι Ναοί γέμισαν με ηλικιωμένους;

Να επικρατεί δηλαδή, φαινομενικά τουλάχιστον η ιδιοτέλεια και η συναλλαγή, απέναντι στην αληθινή πίστη; Ας σκεφτούμε το ερώτημα.

Γιατί ο νέος άνθρωπος δυσκολεύεται να ανέβει τα σκαλιά της Εκκλησίας;

Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της τοποθέτησης αυτής, είναι η ξεροκεφαλιά του ανθρώπου που την υπερασπίζεται, ενώ ταυτόχρονα η βιολογική του παρουσία,

εστιάζεται στην καλοπέραση μέχρι και το βαθύ γήρας.

Τότε βέβαια δεν αφήνει ο άνθρωπος τα πάθη, αλλά εκείνα τον αφήνουν, διότι υπάρχουν και κάποιες βιολογικές δυσκολίες.

Θωρακίζονται επίσης πίσω από ανυποχώρητες βεβαιότητες, ενώ υιοθετούν μία ρηχή και επίπεδη αντίληψη περί της ζωής, η οποία συνήθως δεν επιδέχεται περαιτέρω προβληματισμούς, ενώ όποτε αυτοί τεθούν, πιθανότατα τους απορρίπτουν.

Οι άνθρωποι αυτοί, αποτελούν «ακρωτηριασμένα» μέλη της Εκκλησίας, όσο βαρύ κι αν φαίνεται. Νεκρωμένα.

Κάποτε έλαβαν το Βάπτισμα και το Χρίσμα, αλλά μέχρι εκεί.

Μεσολαβεί από τη στιγμή εκείνη ένα δυσαναπλήρωτο κενό, το οποίο είναι στην ουσία άρνηση Χριστού, βιώματος κλπ.

Ένα είδος ιδιόμορφης απιστίας που μπορεί να φθάσει μέχρι την ειδωλολατρία.

Ο συναλλασσόμενος και ιδιοτελής χριστιανός (στα χαρτιά χριστιανός) δείχνει ανεπίγνωστα επιπόλαιος και ανώριμος.

Η προχειρότητα που έχει κυριεύσει τη ζωή μας, οδηγεί στον πνευματικό θάνατο.

Αυτό είναι καιρός να το καταλάβουμε.

Βέβαια αυτά έχουν ένα νοσηρό υπόβαθρο, λανθασμένων κατευθύνσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα να στερείται ο άνθρωπος μίας ζωτικής σημασίας κίνητρο, το οποίο απώλεσε από την παιδική του ηλικία.

Σε ένα βαθύ μέλλον και μετά από πολλές υπαρξιακές διαβαθμίσεις, ανάμεσα σε μία απλή βιολογική ζωή και ένα συνειδησιακό «τσίμπημα», δείχνει να επιχειρεί μία ισορροπημένη συναλλαγή, με άγνωστο βέβαια γι’ αυτόν αποτέλεσμα.

Δηλαδή ας πάμε Εκκλησία, γιατί μπορεί να υπάρχει κάτι μετά.

Νεκρωμένη συνείδηση και πονηρία σκέψεως, λες και είναι σε θέση να κοροϊδεύει και το Θεό τον ίδιο. Πριν απ’ όλα βέβαια η κοροϊδία είναι στον ίδιο του τον εαυτό.

Μία μορφή υπαρξιακού τζόγου, που δεν έχει πλέον να χάσει τίποτα και αφού αναλώθηκε στη φθορά και στη κραιπάλη, πάει μισο-διαλυμένος στην Εκκλησία και αναρωτιέται: «Λες να υπάρχει Θεός»;

Και φυσικά ο Θεός τον δέχεται με ανοιχτή αγκαλιά, ως Πατέρας που αγαπά δωρεάν.

Η νοοτροπία του ρουσφετιού που μεγάλωσε γενιές ολόκληρες σ’ αυτή τη ταλαίπωρη χώρα, δεν χωράει σε θέματα πίστεως.

Το βόλεμα δείχνει άρρωστη φιλαυτία, η οποία είναι γενέτειρα όλων των παθών, όπως μας τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής [1].

Καλούμαστε λοιπόν να ανατρέψουμε αυτήν την άρρωστη νοοτροπία, μαθαίνοντας να είμαστε προσφερόμενοι.

Η σχέση με το Θεό αποτελεί οξυγόνο για τον άνθρωπο και όχι βόλεμα σε μία υποσχόμενη μέλλουσα ζωή.

Η βασιλεία των ουρανών ξεκινά από τώρα και είναι μέσα μας [2].

Από τη στιγμή που αποφασίζουμε να αλλάξουμε πλεύση.

Κάθε αναβολή για την προθανάτια περίοδο που διανύει ο άνθρωπος, είναι ένα μετέωρο βήμα και δείχνει την πονηρία του ανθρώπου.

Είμαστε τελικά τόσο έξυπνοι, που πιστεύουμε ότι θα κοροϊδεύουμε τον ίδιο το Θεό, τον παντογνώστη και καρδιογνώστη;

Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις για κάτι τέτοιο.

____________________________________________________________

[1] άγιος Μάξιμος Ομολογητής

«Πρόσεχε σεαυτῷ ἀπό τῆς μητρός τῶν κακῶν, φιλαυτίας…» PG 90,1004

«Ἀρχή μέν πάντων τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία·…» PG 90,1033

[2] «ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν». Λκ. 17,21