Το ερώτημα που συχνά δεσπόζει ανάμεσα στους ανθρώπους που πιστεύουν είναι «πόσο δύσκολη ή αδύνατη είναι η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;». Ενώ αναγνωρίζουμε την δύναμη που η πίστη έχει και την ελπίδα που μας προσφέρει, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να απαλλαγούμε από την αίσθηση της ρυπαρότητάς μας έναντι του Θεού, από το ότι ο Θεός και το θέλημά Του δεν είναι προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι η πορεία μας, λιγότερο ή περισσότερο, στον κόσμο αυτό χαρακτηρίζεται από επιδράσεις του εκκοσμικευμένου πνεύματος, ότι ενώ μετανοούμε ενίοτε για τα σφάλματά μας, ξαναγυρίζουμε στα όσα έχουμε αποφασίσει να αφήσουμε κατά μέρος.
Ο Απόστολος Παύλος, απαντώντας σε ανάλογο προβληματισμό, θέτει αυτό το ερώτημα: «ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο» (Γαλ. 2, 17). Ωστόσο το ερώτημα παραμένει. Και δεν μένει μόνο στο ζήτημα της αμαρτίας.
Έχει να κάνει με την εμμονή των ανθρώπων σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, οι οποίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση της προόδου, των εφευρέσεων, της οργάνωσης ενός πολιτισμού αληθινά αξιοθαύμαστου τεχνικά, αλλά και διανοητικά, προς όφελος των πολλών, τον εγκλωβισμό στη λογική του θανάτου, αλλά και στην αβεβαιότητα για όλους. Γιατί λοιπόν δεν τα καταφέρνουμε ηθικά και πνευματικά, με αποτέλεσμα η αποτυχία μας να μεταφέρεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας;
Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Πρωτίστως χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει πίστη. Έχουμε την εντύπωση πως η πίστη συνεπάγεται την αποδοχή ότι ένα πρόσωπο, μία ιδέα, μία πραγματικότητα είναι αληθινή. Η πίστη όμως αυτή περιορίζεται στο στοιχείο της διάνοιας ή χρησιμοποιεί ορισμένους κανόνες, τυπικά, διατάξεις με βάση τα οποία ο πιστεύων αισθάνεται ότι την τηρεί και την αποδεικνύει. Για την Εκκλησία όμως η πίστη συνεπάγεται την σχέση προσώπων. Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιος είναι αυτός στον οποίο απευθύνομαι, θέλω να έχω σχέση μαζί του, τον ζητώ να υπάρχει στην καθημερινότητα της ύπαρξής μου, μπορώ να μιλήσω μ’ αυτόν και γι’ αυτόν, όπως όχι απλώς κάποιος πιστεύει, αλλά όπως αυτός που αγαπά. Στην περίπτωση του Θεού, η πίστη μας δεν μπορεί να είναι μία θρησκευτική αποδοχή ή εμπιστοσύνη, αλλά η αφετηρία της κοινωνίας με το υπαρκτό πρόσωπο του Θεανθρώπου, το Οποίο αποδεικνύει την παρουσία Του στη ζωή μας πρώτα μέσα από το Σώμα και το Αίμα Του, το οποίο καλούμαστε να κοινωνούμε, αλλά και μέσα από την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός φανερώνεται στη ζωή μας, δηλαδή μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο.
Στη συνέχεια, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει δικαίωση. Η συνηθισμένη εκδοχή συνεπάγεται την αναγνώριση από την πλευρά αυτού που πιστεύουμε ότι είναι το μέτρο και ο κανόνας των σκέψεων, των πράξεων, των επιθυμιών μας. Κατόπιν, η δικαίωση περνά μέσα από την κοινωνική ομάδα, το σύστημα, το σώμα στο οποίο ανήκουμε. Και η δικαίωση ικανοποιεί την ανάγκη μας για αποδοχή, για απόδοση αξίας στον εαυτό μας, για δόξα τελικά. Στη σχέση μας όμως με το Χριστό δικαίωση σημαίνει την αναγνώριση από μέρους μας ότι ο Χριστός βλέπει σε εμάς το πρόσωπο που μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του, το δημιούργημα και παιδί Του, στο οποίο η κοινωνία περνά από την σχέση πατρότητας και υιότητας στη σχέση της φιλίας και της αγάπης και ταυτόχρονα στην πορεία της σωτηρίας μας, δηλαδή της νίκης κατά του θανάτου και της δωρεάς της ενότητας ψυχής και σώματος στην προοπτική της ανάστασης. Δεν δικαιωνόμαστε εκ των όποιων έργων, των χαρισμάτων ή των κατορθωμάτων μας, αλλά από την κοινωνία με το Χριστό που για το πρόσωπό μας σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και αυτός είναι ο δρόμος και το χάρισμα της αγιότητας.
Τέλος, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει αμαρτία. Η συνηθισμένη εκδοχή κι εδώ ταυτίζει την αμαρτία με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν το θέλημα του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο να αποτυγχάνει να ευχαριστήσει το Θεό που τόσα του έχει δώσει και του δίδει. Αυτός όμως ο ορισμός είναι ελλιπής, διότι εκ των πραγμάτων ουδείς αναμάρτητος. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να πετύχει την αναμαρτησία από μόνος του, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός. Μήπως όμως είμαστε καταδικασμένοι να πιστεύουμε σε έναν Θεό που θέλοντας να ομοιάσει με μας, σαρκούμενος δηλαδή, έγινε κι αυτός διάκονος της αμαρτίας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δείχνει και τον τρόπο της λύτρωσης. Ο Χριστός δεν πειράχτηκε από την αμαρτία, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αλλά υπέστη όλες τις συνέπειές της, την κακία, την απιστία, το βάρος, τον θάνατο, επάνω στο σταυρό. Όλη η ανθρωπότητα, όχι μόνο όση προηγήθηκε ή όση ήταν εν ζωή εκείνη τη στιγμή, αλλά και η μετέπειτα, εναπέθεσε το βάρος της αμαρτωλότητάς της στο πρόσωπο του Χριστού και είδε το πλήρωμα της αμαρτίας να πεθαίνει μαζί με το Χριστό και να συνθάπτεται στον τάφο του θανάτου και με την ανάσταση πλέον να μην έχει καμία δύναμη επάνω στον άνθρωπο. Στο τσίμπημα της φτέρνας μας τελικά περιορίστηκε η δύναμη της αμαρτίας, διότι η κεφαλή της, αυτή δηλαδή που την καθορίζει και της δίνει ζωή συντρίφτηκε πάνω στο σταυρό.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο δεν αποδεχόμαστε το Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως Πρόσωπο το οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε και να κοινωνήσουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην αγάπη προς την κάθε εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπο. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο περιμένουμε ότι θα αποτελέσει για μας προσωπικό κατόρθωμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την άρνηση του ασκητικού αγώνα και της έγνοιας για την τήρηση των εντολών του Χριστού. Η αληθινή άσκηση όμως ξεκινά από την αγάπη προς το Πρόσωπο του Χριστού και την βεβαιότητα ότι αυτός πρώτος μας αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για μας. Και όταν μπορούμε ή θέλουμε να αγαπούμε, αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε την οδό της αγιότητας ως την μοναδική οδό χαράς και ελπίδας. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας, όταν νομίζουμε ότι ζούμε ακόμη στην εποχή που ο Χριστός δεν ήρθε και καθιστούμε το βάρος της δυσβάσταχτο. Ήδη θεραπεύθηκε η αμαρτία στο σταυρό και με την ανάσταση. Όσοι όμως αγωνιζόμαστε να ζήσει μέσα μας ο Χριστός γευόμαστε το τσίμπημά της στη φτέρνα της ύπαρξής μας, ως ανάμνηση ότι είμαστε πάντοτε ελεύθεροι να αφήσουμε το δηλητήριό της να μας διαποτίσει ή κοινωνώντας με το Χριστό να την αποδεχθούμε ως τον μικρότερο ή μεγαλύτερο σταυρό αυτής της ζωής, ως κίνητρο μετάνοιας, ταπείνωσης και εκζήτησης της θαλπωρής του.
Ο κόσμος λειτουργεί με βάση αυτό που φαίνεται. Και η αμαρτία φαντάζει αθεράπευτη. Δεν είναι όμως έτσι. Η ζωή της Εκκλησίας, η οδός της αγιότητας, η Ανάσταση ήδη την έχουν θεραπεύσει. Για όσους πιστεύουν στο Θεό ως Πρόσωπο, για όσους χαίρονται που κι εκείνοι είναι πρόσωπα που ο Χριστός θεωρεί ως φίλους Του, για όσους ο σταυρός και η ανάσταση είναι το κέντρο της ζωής τους, η συσσταύρωση με τον Κύριό μας αποτελεί την καλύτερη και ασφαλέστερη ένδειξη αυτής της θεραπείας. Κι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα τελικά της πίστης. Ας συνεχίσουμε την πορεία μας στον δύσκολο αυτό κόσμο, που διέγραψε το Θεό και στη θέση Του έβαλε την επιβίωση, την επιθυμία, την ακοινωνησία αναβαπτιζόμενοι στην σχέση με το Χριστό και τη ζωή της Εκκλησίας. Και ας αισιοδοξούμε. Η νίκη κατά της αμαρτίας θα διαφαίνεται και στη δική μας ζωή, στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, βοηθώντας μας κατά πάντα και δια πάντα. Και οι επιλογές μας θα μπορούν να βοηθήσουν και άλλους. Στον καθέναν μας άλλωστε βρίσκεται η ελπίδα για την αλλαγή και την μεταμόρφωση του κόσμου.
Ο Απόστολος Παύλος, απαντώντας σε ανάλογο προβληματισμό, θέτει αυτό το ερώτημα: «ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο» (Γαλ. 2, 17). Ωστόσο το ερώτημα παραμένει. Και δεν μένει μόνο στο ζήτημα της αμαρτίας.
Έχει να κάνει με την εμμονή των ανθρώπων σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, οι οποίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση της προόδου, των εφευρέσεων, της οργάνωσης ενός πολιτισμού αληθινά αξιοθαύμαστου τεχνικά, αλλά και διανοητικά, προς όφελος των πολλών, τον εγκλωβισμό στη λογική του θανάτου, αλλά και στην αβεβαιότητα για όλους. Γιατί λοιπόν δεν τα καταφέρνουμε ηθικά και πνευματικά, με αποτέλεσμα η αποτυχία μας να μεταφέρεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας;
Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Πρωτίστως χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει πίστη. Έχουμε την εντύπωση πως η πίστη συνεπάγεται την αποδοχή ότι ένα πρόσωπο, μία ιδέα, μία πραγματικότητα είναι αληθινή. Η πίστη όμως αυτή περιορίζεται στο στοιχείο της διάνοιας ή χρησιμοποιεί ορισμένους κανόνες, τυπικά, διατάξεις με βάση τα οποία ο πιστεύων αισθάνεται ότι την τηρεί και την αποδεικνύει. Για την Εκκλησία όμως η πίστη συνεπάγεται την σχέση προσώπων. Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιος είναι αυτός στον οποίο απευθύνομαι, θέλω να έχω σχέση μαζί του, τον ζητώ να υπάρχει στην καθημερινότητα της ύπαρξής μου, μπορώ να μιλήσω μ’ αυτόν και γι’ αυτόν, όπως όχι απλώς κάποιος πιστεύει, αλλά όπως αυτός που αγαπά. Στην περίπτωση του Θεού, η πίστη μας δεν μπορεί να είναι μία θρησκευτική αποδοχή ή εμπιστοσύνη, αλλά η αφετηρία της κοινωνίας με το υπαρκτό πρόσωπο του Θεανθρώπου, το Οποίο αποδεικνύει την παρουσία Του στη ζωή μας πρώτα μέσα από το Σώμα και το Αίμα Του, το οποίο καλούμαστε να κοινωνούμε, αλλά και μέσα από την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός φανερώνεται στη ζωή μας, δηλαδή μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο.
Στη συνέχεια, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει δικαίωση. Η συνηθισμένη εκδοχή συνεπάγεται την αναγνώριση από την πλευρά αυτού που πιστεύουμε ότι είναι το μέτρο και ο κανόνας των σκέψεων, των πράξεων, των επιθυμιών μας. Κατόπιν, η δικαίωση περνά μέσα από την κοινωνική ομάδα, το σύστημα, το σώμα στο οποίο ανήκουμε. Και η δικαίωση ικανοποιεί την ανάγκη μας για αποδοχή, για απόδοση αξίας στον εαυτό μας, για δόξα τελικά. Στη σχέση μας όμως με το Χριστό δικαίωση σημαίνει την αναγνώριση από μέρους μας ότι ο Χριστός βλέπει σε εμάς το πρόσωπο που μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του, το δημιούργημα και παιδί Του, στο οποίο η κοινωνία περνά από την σχέση πατρότητας και υιότητας στη σχέση της φιλίας και της αγάπης και ταυτόχρονα στην πορεία της σωτηρίας μας, δηλαδή της νίκης κατά του θανάτου και της δωρεάς της ενότητας ψυχής και σώματος στην προοπτική της ανάστασης. Δεν δικαιωνόμαστε εκ των όποιων έργων, των χαρισμάτων ή των κατορθωμάτων μας, αλλά από την κοινωνία με το Χριστό που για το πρόσωπό μας σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και αυτός είναι ο δρόμος και το χάρισμα της αγιότητας.
Τέλος, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει αμαρτία. Η συνηθισμένη εκδοχή κι εδώ ταυτίζει την αμαρτία με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν το θέλημα του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο να αποτυγχάνει να ευχαριστήσει το Θεό που τόσα του έχει δώσει και του δίδει. Αυτός όμως ο ορισμός είναι ελλιπής, διότι εκ των πραγμάτων ουδείς αναμάρτητος. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να πετύχει την αναμαρτησία από μόνος του, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός. Μήπως όμως είμαστε καταδικασμένοι να πιστεύουμε σε έναν Θεό που θέλοντας να ομοιάσει με μας, σαρκούμενος δηλαδή, έγινε κι αυτός διάκονος της αμαρτίας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δείχνει και τον τρόπο της λύτρωσης. Ο Χριστός δεν πειράχτηκε από την αμαρτία, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αλλά υπέστη όλες τις συνέπειές της, την κακία, την απιστία, το βάρος, τον θάνατο, επάνω στο σταυρό. Όλη η ανθρωπότητα, όχι μόνο όση προηγήθηκε ή όση ήταν εν ζωή εκείνη τη στιγμή, αλλά και η μετέπειτα, εναπέθεσε το βάρος της αμαρτωλότητάς της στο πρόσωπο του Χριστού και είδε το πλήρωμα της αμαρτίας να πεθαίνει μαζί με το Χριστό και να συνθάπτεται στον τάφο του θανάτου και με την ανάσταση πλέον να μην έχει καμία δύναμη επάνω στον άνθρωπο. Στο τσίμπημα της φτέρνας μας τελικά περιορίστηκε η δύναμη της αμαρτίας, διότι η κεφαλή της, αυτή δηλαδή που την καθορίζει και της δίνει ζωή συντρίφτηκε πάνω στο σταυρό.
Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο δεν αποδεχόμαστε το Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως Πρόσωπο το οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε και να κοινωνήσουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην αγάπη προς την κάθε εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπο. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο περιμένουμε ότι θα αποτελέσει για μας προσωπικό κατόρθωμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την άρνηση του ασκητικού αγώνα και της έγνοιας για την τήρηση των εντολών του Χριστού. Η αληθινή άσκηση όμως ξεκινά από την αγάπη προς το Πρόσωπο του Χριστού και την βεβαιότητα ότι αυτός πρώτος μας αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για μας. Και όταν μπορούμε ή θέλουμε να αγαπούμε, αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε την οδό της αγιότητας ως την μοναδική οδό χαράς και ελπίδας. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας, όταν νομίζουμε ότι ζούμε ακόμη στην εποχή που ο Χριστός δεν ήρθε και καθιστούμε το βάρος της δυσβάσταχτο. Ήδη θεραπεύθηκε η αμαρτία στο σταυρό και με την ανάσταση. Όσοι όμως αγωνιζόμαστε να ζήσει μέσα μας ο Χριστός γευόμαστε το τσίμπημά της στη φτέρνα της ύπαρξής μας, ως ανάμνηση ότι είμαστε πάντοτε ελεύθεροι να αφήσουμε το δηλητήριό της να μας διαποτίσει ή κοινωνώντας με το Χριστό να την αποδεχθούμε ως τον μικρότερο ή μεγαλύτερο σταυρό αυτής της ζωής, ως κίνητρο μετάνοιας, ταπείνωσης και εκζήτησης της θαλπωρής του.
Ο κόσμος λειτουργεί με βάση αυτό που φαίνεται. Και η αμαρτία φαντάζει αθεράπευτη. Δεν είναι όμως έτσι. Η ζωή της Εκκλησίας, η οδός της αγιότητας, η Ανάσταση ήδη την έχουν θεραπεύσει. Για όσους πιστεύουν στο Θεό ως Πρόσωπο, για όσους χαίρονται που κι εκείνοι είναι πρόσωπα που ο Χριστός θεωρεί ως φίλους Του, για όσους ο σταυρός και η ανάσταση είναι το κέντρο της ζωής τους, η συσσταύρωση με τον Κύριό μας αποτελεί την καλύτερη και ασφαλέστερη ένδειξη αυτής της θεραπείας. Κι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα τελικά της πίστης. Ας συνεχίσουμε την πορεία μας στον δύσκολο αυτό κόσμο, που διέγραψε το Θεό και στη θέση Του έβαλε την επιβίωση, την επιθυμία, την ακοινωνησία αναβαπτιζόμενοι στην σχέση με το Χριστό και τη ζωή της Εκκλησίας. Και ας αισιοδοξούμε. Η νίκη κατά της αμαρτίας θα διαφαίνεται και στη δική μας ζωή, στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, βοηθώντας μας κατά πάντα και δια πάντα. Και οι επιλογές μας θα μπορούν να βοηθήσουν και άλλους. Στον καθέναν μας άλλωστε βρίσκεται η ελπίδα για την αλλαγή και την μεταμόρφωση του κόσμου.