«Πιστεύω… εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ,… σαρκωθέντα… καί ἐνανθρωπήσαντα».
Ἀνησυχία, πόνος καί φόβος ἁπλώνονται αὐτό τόν καιρό στή ζωή μας. Πολύμορφη ἀνέχεια, ξενιτεμοί, δυσβάστακτες στερήσεις· τρομοκρατικά ξεσπάσματα ἐπιθετικότητας καί μίσους. Καί μέσα στή θολή ἀναταραχή, ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἔρχεται σάν ὁλοφώτεινη δέσμη παρηγοριᾶς, εἰρήνης καί ἐλπίδας.
Τά γεγονότα σχετικά μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τά περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Λουκᾶς, τονίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀπό βρέφος ἀκόμη ἀντιμετωπίζει σειρά δυσκολιῶν. Γεννιέται ὕστερα ἀπό ἕνα μακρύ ταξίδι τῆς Παναγίας μητέρας Του, σέ χῶρο φτωχικό τῆς Βηθλεέμ, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας μένουν ψυχροί καί ἀδιάφοροι. Ἀκολουθεῖ τό μίσος τῶν ἰσχυρῶν, τό διαβολικό σχέδιο τοῦ Ἡρώδη, ἕνας παράλογος καί ἄδικος διωγμός, πού Τόν ἀναγκάζει νά καταφύγει στήν Αἴγυπτο. Σέ ὅλες ὅμως τίς δύσκολες συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ δεσπόζει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Μήν ἀποροῦμε, λοιπόν, καί μήν τά χάνουμε, ὅταν βρισκόμαστε ἐμπρός σέ κακουχίες, ἐχθρότητες, ἀδικίες, φτώχεια, ἀδιαφορία καί ἀδιέξοδα. Οἱ δοκιμασίες εἶναι ἀναπόσπαστα στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἄς μάθουμε νά τίς ἀντιμετωπίζουμε εἰρηνικά. Κυρίως μέ πίστη καί ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί στίς σκοτεινές φάσεις τοῦ βίου μας, ὅταν ἀπειλές, στερήσεις, ἀσθένειες, ἀποτυχίες μᾶς συνθλίβουν, ἀντηχεῖ παρηγορητικά ὁ στίχος τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22:4). Ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ καί πάντοτε παρουσίας τοῦ Θεοῦ παρηγορεῖ, ἐνισχύει καί ἐξασφαλίζει ἀντοχή καί εἰρήνη στόν πόνο καί τίς θλίψεις. Γεμίζει ἐπίσης τήν ψυχή μέ φῶς ἀγαλλιάσεως σέ ὧρες ἐπιτυχίας καί δημιουργίας.
Ἡ γνώση τῆς παρουσίας καί προνοίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν μία ἀλήθεια ἀποδεκτή ἤδη ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς Π. Διαθήκης. Τό συγκλονιστικό Νέο πού τονίζει ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι ὅτι ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς εἶναι παρών στόν κόσμο μας, ἀλλά ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος Του «σαρκώθηκε», προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη διαφοροποιεῖ τή χριστιανική πίστη ἀπό τά ποικίλα θρησκεύματα. Τό σύμβολο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὑπογραμμίζει: «Πιστεύω… εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ,… σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα».
Ἔκτοτε, ὅσοι πιστεύουν σ’ Αὐτόν καί βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος γίνονται μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ «ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. 1:24). Λαμβάνουν τή Χάρη καί τή δύναμη νά μένουν «ἐν αὐτῷ», νά βρίσκονται σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν Χριστό.
Τό βίωμα πού γαληνεύει τόν πιστό Χριστιανό εἶναι κάτι ἀκόμα ἐντονώτερο ἀπό τήν ἁπλή θεϊκή παρουσία. Εἶναι ἡ ὑπαρξιακή «κοινωνία» μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. «Ὁ φανερωθεὶς Λόγος διά τοῦτο κατέμειξεν ἑαυτόν τή ἐπικήρῳ τῶν ἀνθρώπων φύσει, ἵνα τῇ τῆς θεότητος κοινωνίᾳ συναποθεωθῇ τό ἀνθρώπινον» (Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης: Ὁ φανερωθεὶς Λόγος, γι’ αὐτό ἔσμιξε τόν ἑαυτό Του μέ τή θνητή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά συναποθεωθεῖ τό ἀνθρώπινο μέσω τῆς κοινωνίας μέ τή Θεότητα). Μέ τή «σάρκωσή» Του, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μᾶς προσέφερε τό ἀσύλληπτο δικαίωμα νά «μένωμε ἐν Αὐτῷ», νά μετέχουμε μυστικά στή ζωή ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης διατύπωσε λακωνικά τήν ἐκπληκτική ἀλήθεια πού συνοψίζει τήν Καινή Διαθήκη: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ.» (A΄ Ἰω. 4:16).
Ὁ Χριστός ἐπανειλημμένως ἀναφέρθηκε στό μυστήριο τῆς σχέσεώς Του μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα. «Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί» (Ἰω. 14:11), «Καί ὁ πέμψας με μετ’ ἐμοῦ ἐστίν οὐκ ἀφῆκε με μόνον ὁ πατήρ, ὅτι ἐγώ τά ἀρεστά αὐτῷ ποιῶ πάντοτε» (Ἰω. 8:29). Σέ αὐτή τή σχέση κοινωνίας μαζί Του καλεῖ ὅλους τοὺς μαθητές καί ἀποστόλους Του. Μέ σαφήνεια δήλωσε: «Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ Αὐτῶ ποιήσομεν.» (Ἰω. 14:23). Προαπαιτούμενο λοιπόν γιά τήν «κοινωνία» μαζί Του εἶναι ἡ συμμόρφωση τῆς συμπεριφορᾶς μας μέ τόν λόγο Του, μέ τό θέλημά Του, μέ τίς ἀρχές πού Ἐκεῖνος καθόρισε: τή δικαιοσύνη, τή φιλαλήθεια, τή μακροθυμία, τή συγχωρητικότητα, τήν ἁγνότητα, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν αὐτοθυσία.
Τό μεγαλύτερο δῶρο, ἀδελφοί μου, πού μᾶς προσφέρουν τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός εἶναι «μεθ’ ἡμῶν». Ὁ ἄπειρος καί παντοδύναμος Θεός, ὁ ἄχρονος καί ἀχώρητος, ὁ Ὁποῖος «Ἀγάπη ἐστι», εἰσῆλθε στόν χρόνο καί τόν χῶρο τόν δικό μας. «Καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (A΄ Ἰω. 4:16). Ὅποιος ἀγαπᾶ καί νιώθει διαρκῶς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν κοινωνία μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο Του, δέν φοβᾶται κανέναν καί τίποτε. «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (A΄ Ἰω. 4:18), κάθε μορφῆς φόβο.
Ἄς δεηθοῦμε, ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά μᾶς δίνει τή δύναμή Του γιά νά μή λυγίζουμε ἀπό τίς θλίψεις, τίς ἀδικίες, τίς κακουχίες πού ὀρθώνονται στόν δρόμο μας. Γιά νά ἐνισχύει τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ οὐρανίου Πατρός, τή βεβαιότητα ὅτι στό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας δεσπόζει ὁ Ἐμμανουήλ – ὁ Χριστός. Καί μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δοκιμασίες νά μεταμορφώνονται σέ εὐκαιρίες πνευματικῆς ὡριμότητας καί ἁγιασμοῦ.
Εἰρηνοφόρα Χριστούγεννα, εὐλογημένος καί δημιουργικός ὁ νέος χρόνος.