Διδαχές παπα-Χαραλάμπους Διονυσιάτη

του Πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Αθανασίου

Χριστιανός χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς προσευχή, χωρίς εξομολόγησιν, χωρίς Θ. Κοινωνία, είναι ένα ξέφραγο αμπέλι, όπου ανά πάσαν στιγμήν η πόρτα είναι ανοιχτή να μπουν μέσα οι κλέφτες, δηλαδή οι δαίμονες, να το αλωνίσουν.

Λοιπόν, αγαπητέ, λέγομεν, ότι ο Χριστιανός όταν βαπτιστεί βάζει μέσα του την θείαν χάριν βάζει μέσα του τον Χριστόν.

Όμως με την αμαρτίαν, τον διώχνει πάλιν έξω. Χριστός και αμαρτία, πράματα αντίθετα.

Γι’ αυτό είναι αδύνατο να βρούμε μέσα μας τον Θεόν, όσον στέκει μπροστά σαν τοίχος η αμαρτία.

 Όμως, ευτυχώς, η Εκκλησία έχει το κατάλληλο φάρμακο, για να πέση αυτός ο τοίχος. Αυτό είναι η μετάνοια και εξομολόγησις. Έρχονται πολλοί και ενδιαφέρονται για νοεράν προσευχήν.

Εμείς πρώτα λέγομεν: «Εξομολογήθηκες καμιά φοράν; κοινωνάς; ζεις χριστιανικά;» κλπ. Αν πη ναι, τότε προχωρούμε. Αν όχι, μη χάνουμε λόγια άδικα.

Πρώτα λοιπόν, τέκνον, βάζουμεν αρχήν με την μετάνοιαν και εξομολόγησιν. Κατόπιν ακολουθούμε την συμβουλήν ενός κατάλληλου πνευματικού.

Όπως όταν ένας ισχυρός μαγνήτης κολλήση με το σίδερο, το τραβάς με όλη σου την δύναμιν αλλά δεν ξεκολλά, έτσι και ο νους όπου συναντά την βασιλείαν του Χριστού μέσα στην καρδιά, έλκεται, γλυκαίνει, κολλά τόσον πολύ, ώστε αν τύχη και κάποιος σε φωνάξει, σου κτυπά την πόρταν, ακούεις μέν αλλά και θέλοντας δεν μπορείς εύκολα να ξεκολλήσης.

Αυτό παραμένει όσον ο Θεός θέλει. Άλλοτε όμως συστέλλεται, άλλοτε διαστέλλεται. Όταν συσταλει ο νους, επιστρέφει ξανά στην φυσιολογικήν του κατάστασιν.

Όμως όπως όταν βουτήξης ένα σφουγγάρι σ’ ένα μυροδοχείο και μετά το στίψης, εκείνο το άρωμα κολλάει γερά και δεν βγαίνει, έτσι και ο νους γεμίζει μέσα του από το θείο μύρο.

Μπορεί την ημέρα να δουλεύης εργόχειρο, στον κήπο, στα ντουβάρια, ο νους όμως, όπως είναι ποτισμένος βαθειά με την γλυκύτητα του θείου μύρου και χωρίς να θέλει, εύχεται αδιάλειπτα και συχνά-πυκνά ξεχειλούν γλυκύτατα δάκρυα, από μόνην την ενθύμησιν του Χριστού ή της Παναγίας μας.

Λέγομεν ότι η νοερά προσευχή είναι για όλους τους χριστιανούς. Η νοερά προσευχή, λέγεται και καρδιακή. Ρωτάς αν και η προφορική μπορεί να λέγεται καρδιακή. Η προσευχή, αν δεν είναι καθαρή, ούτε η νοερά ούτε η προφορική, μπορεί να λέγεται καρδιακή.

Καρδιακή είναι η προσευχή, όταν τον νούν τον καταπίνει κυριολεκτικά η καρδία. Εκεί βόμβες να πέφτουν, το σπίτι να καίεται, ο νους, δεν εννοεί να βγή από την καρδιά, έστω κι αν κινδυνεύει να καή.

Γι’ αυτό χρειάζεται να καλλιεργούμε και τις αρετές, αλλά και την αδιάλειπτον ευχήν. Όσο μπορούμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» από τα χείλη και την καρδιά να μη λείπη. Όταν συνηθίσης να λες συνέχεια το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», τόσο γλυκαίνεσαι, τόσο σε τραβά να λες συνέχεια αυτήν τη μικρήν ευχούλα, ώστε ούτε πεινάς, ούτε να μιλήσης θέλεις, ούτε να λες ο,τιδήποτε άλλο.

Λοιπόν, θέλεις να σου πώ κι εμείς οι αγράμματοι, πως διαβάζουμε την Αγία Γραφή; Αφού προσευχηθώ πέντε-εξι ώρες, κατόπιν διαβάζω Αγία Γραφή και κατά προτίμησιν τετραυάγγελο. Σε διαβεβαιώ αδελφικά, ότι τόσον ανοίγει ο νους μου, τα καταλαβαίνω τόσον καθαρά, πού από την πολλή συναίσθησι δεν αντέχω. Αφήνω το βιβλίο και κλαίω με πολλή συγκίνησιν ώραν πολλήν.

Οποιος δεν βλέπει στην προσευχή, με τα μάτια της ψυχής, τον Χριστό, αυτός δεν έμαθε να προσεύχεται.

Αχ! να ’ξερες τι είναι να δής τον Χριστό με τα μάτια! Μόλις τον βλέπεις, μέσα σου γεμίζεις μια απερίγραπτη χαρά. Όμως σε καταλαμβάνει κι ένα ασυγκράτητο δέος, ώστε αυθόρμητα λυγίζουν τα πόδια, πέφτεις μπροστά του μπρούμυτα και με ασταμάτητους λυγμούς, μένεις εκστατικός.

Εκεί τι να πης παρουσία Θεού. Μόνο θαυμάζεις, συντρίβεσαι και κλαις ασταμάτητα. Μωρέ όχι μια μέρα και δυο, τρεις μήνες δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Ο γλυκύτατος πόθος σε κατακαίει. Όσο και να θέλεις δεν μπορείς να βαστάξης τον εαυτό σου. Μετά τους τρεις μήνες, λιγόστευσαν τα δάκρυα, αλλά η μνήμη δεν εξαλείφεται».