(Μέρος Β’)

Υπάρχουν δύο ταπεινώσεις, όπως ακριβώς υπάρχουν και δύο υπερηφάνειες.
Η πρώτη υπερηφάνεια είναι όταν εξουθενώνει κανείς τον αδελφό, όταν τον εξευτελίζει σαν να είναι ένα τίποτε και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερό του. Ένας τέτοιος άνθρωπος που θα πέσει σ’ αυτήν την υπερηφάνεια, αν δεν συνέλθει γρήγορα και δεν προσπαθήσει να διορθωθεί, σιγά σιγά φθάνει στη δεύτερη υπερηφάνεια, ώστε υπερηφανεύεται και απέναντι στον ίδιο τον Θεό και όλα όσα κατορθώνει τα αποδίδει στον εαυτό του και όχι στον Θεό.

  1. Πράγματι, αδελφοί μου, κάποτε γνώρισα κάποιον που έφτασε σ’ αυτήν την ελεεινή κατάσταση. Στην αρχή, αν κάποιος από τους αδελφούς τού έλεγε κάτι, τον έφτυνε και έλεγε: «Ποιος είναι αυτός; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Ζωσιμάς και οι όμοιοι με αυτόν».

Μετά άρχισε και αυτούς να εξευτελίζει και να λέει: «Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Μακάριος».
Και μετά από λίγο άρχισε να λέει: «Ποιος είναι ο Μακάριος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος».
Μετά από λίγο άρχισε και αυτούς να τους εξευτελίζει λέγοντας: «Ποιος είναι ο Βασίλειος και ποιος είναι ο Γρηγόριος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος».
Του λέω: «Πράγματι, αδελφέ, και αυτούς θα φτάσεις να τους απορρίψεις».
Πιστέψτε με ότι μετά από λίγο καιρό άρχισε να λέει: «Και ποιος είναι ο Πέτρος και ποιος είναι ο Παύλος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο η Αγία Τριάδα».
Και τέλος υπερηφανεύτηκε εναντίον του ίδιου του Θεού και έτσι έχασε τα λογικά του.
Γι’ αυτό, αδελφοί μου, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε εναντίον της πρώτης υπερηφάνειας, για να μην πέσουμε σιγά σιγά και στην τέλεια υπερηφάνεια.

  1. Υπάρχει μάλιστα και κοσμική υπερηφάνεια και μοναχική υπερηφάνεια.

Η κοσμική υπερηφάνεια είναι όταν κάποιος υπερηφανεύεται απέναντι στον αδελφό του ότι είναι πιο πλούσιος ή πιο όμορφος ή πιο καλοντυμένος ή πιο γενναίος από αυτόν.
Όταν, λοιπόν, βλέπουμε τους εαυτούς μας να είμαστε κενόδοξοι μ’ αυτά ή ότι το δικό μας μοναστήρι είναι μεγαλύτερο ή πιο πλούσιο ή ότι έχουμε πολλούς αδελφούς, πρέπει να ξέρουμε ότι ακόμη είμαστε στην κοσμική υπερηφάνεια.
Μερικές φορές κενοδοξεί κανείς και για φυσικά χαρίσματα. Να τι εννοώ: Κενοδοξεί κάποιος ότι είναι καλλίφωνος και ψάλλει ωραία, ή ότι είναι επιτήδειος και εργάζεται με επιμέλεια και ακρίβεια και υπηρετεί άδολα. Αυτά είναι σεμνότερα από τα πρώτα, όμως και αυτά ανήκουν στην κοσμική υπερηφάνεια.
Η μοναχική υπερηφάνεια είναι όταν κάποιος κενοδοξεί ότι αγρυπνεί, ότι νηστεύει, ότι είναι ευλαβής, ότι είναι ενάρετος, ότι είναι αγωνιστής. Μερικές φορές και ταπεινώνεται κανείς για να δοξασθεί.
Αυτά ανήκουν στη μοναχική υπερηφάνεια. Είναι βέβαια προτιμότερο, αν δεν είμαστε απαλλαγμένοι από την υπερηφάνεια, τουλάχιστο να υπερηφανευόμαστε για τα μοναχικά και όχι για τα κοσμικά.
deco_tiny_01

  1. Είπαμε λοιπόν ποια είναι η πρώτη υπερηφάνεια και ποια η δεύτερη. Όμοια, είπαμε ποια είναι η κοσμική και ποια ή μοναχική υπερηφάνεια. Ας μάθουμε, λοιπόν, και ποιες είναι οι δύο ταπεινώσεις.
  2. Η πρώτη ταπείνωση είναι το να θεωρεί κανείς τον αδελφό του πιο συνετό από τον ίδιο και ότι τον ξεπερνά σε όλα, και γενικά, όπως είπε εκείνος ο άγιος, το να θεωρεί τον εαυτό του πιο κάτω από το καθετί.

Η δεύτερη ταπείνωση είναι να αποδίδει κανείς στον Θεό κάθε επιτυχία του. Αυτή είναι η τέλεια ταπείνωση των αγίων. Αυτή γεννιέται στην ψυχή με φυσικό τρόπο από την τήρηση των εντολών του Θεού.
Όταν τα δέντρα έχουν πολύ καρπό, αυτός ο καρπός λυγίζει τα κλαδιά και τα γέρνει προς τα κάτω, το κλαδί όμως που δεν έχει καρπό, υψώνεται προς τα πάνω και μένει στητό. Υπάρχουν μάλιστα και μερικά δέντρα που όσο τα κλαδιά τους πηγαίνουν προς τα πάνω, δεν κάνουν καρπό, αν όμως πάρει κανείς μια πέτρα και την κρεμάσει στο κλαδί και το λυγίσει προς τα κάτω, τότε το δέντρο αυτό κάνει καρπό.
Έτσι ακριβώς είναι και η ψυχή. Όταν ταπεινώνεται, τότε κάνει καρπό, και όσο κάνει καρπό, τόσο ταπεινώνεται. Όσο πιο πολύ πλησιάζουν οι άγιοι τον Θεό, τόσο βλέπουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς.

  1. Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση, και κάποιος άρχοντας από τη Γάζα ακούγοντάς μας να λέμε αυτό, ότι δηλαδή όσο πλησιάζει κανείς τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπει τον εαυτό του αμαρτωλό, παραξενευόταν και έλεγε: «Πώς είναι δυνατόν αυτό;» Και δεν ήξερε και ήθελε να μάθει τον λόγο.

Του λέω: «Άρχοντά μου, πες μου, πώς θεωρείς τον εαυτό σου όταν βρίσκεσαι στην πόλη σου;»
Μου λέει: «Θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο και πρώτο στην πόλη».
Του λέω: «Αν πας στην Καισάρεια, πώς θεωρείς τον εαυτό σου εκεί;»
Λέει: «Θεωρώ τον εαυτό μου κατώτερο από τους ντόπιους άρχοντες».
Του λέω: «Αν πας στην Αντιόχεια, πώς θεωρείς τον εαυτό σου;»
Μου λέει: « Θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν χωριάτη».
Του λέω: «Αν πας στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον βασιλιά, εκεί πώς θεωρείς τον εαυτό σου;»
Μου λέει εκείνος: «Τον θεωρώ ως ένα φτωχό».
Τότε του λέω: «Έτσι, λοιπόν, είναι οι άγιοι. Όσο πλησιάζουν τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπουν τον εαυτό τους αμαρτωλό. Γιατί ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, ονόμασε τον εαυτό του χώμα και στάχτη (Γεν. 18:27). Ο Ησαΐας πάλι έλεγε: «Ω, εγώ είμαι ταλαίπωρος και ακάθαρτος» (Ησ. 6:5). Όμοια και ο Δανιήλ, όταν ήταν στον λάκκο με τα λιοντάρια και πήγε ο Αββακούμ φέρνοντας φαγητό και λέγοντάς του: «Δέξου το φαγητό που σου έστειλε ο Θεός», τι είπε ο Δανιήλ; «Με θυμήθηκε ο Θεός;» (Δαν. Βηλ και δράκων 36-38) Βλέπεις τι ταπείνωση είχε η καρδιά του, την ώρα που βρισκόταν στον λάκκο ανάμεσα στα λιοντάρια και αυτά δεν τον πείραξαν, και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δεύτερη (Δαν. 6:16). Και μετά απ’ όλα αυτά απόρησε λέγοντας: «Με θυμήθηκε ο Θεός;»»

  1. Βλέπετε την ταπείνωση των αγίων, ποια αισθήματα έχουν μέσα στις καρδιές τους; Αλλά και όταν στέλνονταν από τον Θεό για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, δεν δέχονταν από ταπείνωση, αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων. Γιατί, όπως ακριβώς κάποιος που φοράει ολομέταξο ένδυμα, αν κάποιος του ρίξει ένα βρώμικο κουρέλι, φεύγει για να μη μολυνθεί το πολύτιμο ένδυμά του, έτσι είναι και οι άγιοι ντυμένοι με τις αρετές και αποφεύγουν τη δόξα των ανθρώπων, για να μην μολυνθούν απ’ αυτήν.

Εκείνοι όμως που επιδιώκουν τη δόξα είναι όμοιοι με κάποιον γυμνό που θέλει να βρει ένα μικρό κουρέλι ή οτιδήποτε άλλο, για να σκεπάσει την ασχημοσύνη του. Έτσι και αυτός που είναι γυμνός από αρετές επιδιώκει τη δόξα των ανθρώπων.

  1. Όταν λοιπόν στέλνονταν οι άγιοι από τον Θεό, για να βοηθήσουν τους άλλους, δεν δέχονταν από ταπείνωση. Αλλ’ ο Μωϋσής έλεγε: «Σε παρακαλώ, διάλεξε άλλον που να μπορεί. Γιατί εγώ έχω αδύνατη φωνή και είμαι και βραδύγλωσσος» (Εξ. 4:10), ενώ ο Ιερεμίας έλεγε: «Είμαι πολύ νέος» (Ιερ. 1:6). Και καθένας από τους αγίους απέκτησε αυτήν την ταπείνωση από την πιστή τήρηση, όπως είπαμε, των εντολών.

Κανείς δεν μπορεί με λόγια να εκφράσει πώς είναι αυτή η ταπείνωση ή πώς δημιουργείται στην ψυχή, αν ο άνθρωπος δεν τη μάθει από δική του πείρα, γιατί με λόγια κανείς δεν μπορεί να τη μάθει.


Αββάς Δωρόθεος

Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Β΄. Περί ταπεινοφροσύνης (Migne PG 88, 1640-1652).