«Διάκο γδύσου,δεν θα συνεχίσεις…»!

Σὲ μιὰ πανήγυρι τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, στὰ παληὰ χρόνια πῆγε καὶ ἕνας διάκος ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη Ἀγρυπνία. Στὸν Ὄρθρο ὁ Τυπικάρης (εκείνος που κανονίζει το τυπικό τωνακολουθιών και όλοι τον υπακούν) τοῦ λέγει: «Πρόσεξε, διάκο, ἐμεῖς ἐδῶ λέμε “Τὴν Θεοτόκον ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν”. Ὁ διάκος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ σὰν ἦλθεν ἡ ὥρα ἐκφωνεῖ ὅπως ἤξερε “Τὴν Θεοτόκον καὶ μητέρα τοῦ Φωτός, ἐν Ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν”.
Μόλις μπῆκε μέσα στὸ Ἱερὸ ὁ Τυπικάρης τοῦ λέγει “Διάκο γδύσου, δὲν θὰ συνεχίσης”. Πεισμωμένος ὁ διάκος γδύθηκε (ἀπεδύθη τὰ διακονικὰ ἄμφια δηλαδή) καὶ ἔφυγε ἀπ’ τὸ Μοναστῆρι. Τὰ χρόνια πέρασαν. Καὶ ὁ διάκος ἔρχεται στὴν πανήγυρι, δεσπότης πιά.
“Μὲ θυμᾶσαι”, λέγει στὸν γερο-Τυπικάρη, “εἶμαι ὁ διάκος ποὺ ξέντυσες κάποτε ἐπειδὴ παρήκουσα τὴν ἐντολή σου”.
Τὸν κοίταξε καλά-καλά ὁ Τυπικάρης καὶ τοῦ ἀπαντᾶ: “Καὶ τώρα, δέσποτά μου, ἂν δὲν ὑπακούσῃς θὰ σὲ ξεντύσω”.
Ἔτσι διατηροῦνται οἱ Τυπικὲς διατάξεις, Ἅγιοι Πατέρες.

ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ὁδηγὸς Ὀρθοδόξου Προσκυνητοῦ» (ἔκδοσις γ’), σ.124-125, Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας