Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν ενεργούν όπως τα φάρμακα. Όταν πάρεις ένα φάρμακο, ό,τι κι αν κάνεις, είτε είσαι ξαπλωμένος είτε κινείσαι, είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις, το φάρμακο θα ενεργήσει μέσα σου και θα κάνει αυτό που μπορεί να κάνει. Αν είναι, π.χ., ένα αναισθητικό, δεν θα έχεις αίσθηση του πόνου.
Εδώ όμως δεν είναι έτσι. Είμαστε άξιοι, δεν είμαστε άξιοι, Σώμα Χριστού και Αίμα Χριστού παίρνουμε. Όταν όμως η ύπαρξή μας δεν είναι δοσμένη στη θεία Κοινωνία –δοσμένη όχι απλώς θεωρητικά αλλά στην πράξη· εκείνος ο οποίος δίνεται στον Χριστό, αγωνίζεται να κάνει το θέλημα του Χριστού, τις εντολές του– η θεία Κοινωνία βέβαια έρχεται μέσα μας ως θεία Κοινωνία, όμως δεν κάνει καλό αλλά κακό.

Αυτό το ξεκαθαρίζει ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή. Όχι απλώς εφιστά την προσοχή των Κορινθίων στο να κοινωνούν αξίως, γιατί αλλιώς δεν θα ωφεληθούν, αλλά τονίζει και την άλλη πλευρά, ότι δηλαδή κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει κανείς, όταν αναξίως εσθίει το Σώμα του Χριστού και πίνει το Αίμα του Χριστού. Και φθάνει ο απόστολος Παύλος να τους πει: «Πολλοί σ’ εσάς είναι άρρωστοι και πεθαίνουν αρκετοί, επειδή δεν κοινωνείτε, όπως πρέπει να κοινωνήσετε» (Α’ Κορ. 11:29-30).

Η θεία Κοινωνία λοιπόν είναι δίκοπο μαχαίρι. Εάν δεν κοινωνεί κανείς έτοιμος, έτσι όπως πρέπει, η θεία Ευχαριστία αντί να τον ωφελεί, θα τον βλάπτει. Γενικώς, θα μπορούσαμε να πούμε, εάν θέλουμε να έχουμε σχέση με τον Θεό όχι υποκριτικά αλλά ειλικρινά και το επιθυμούμε βαθιά μέσα μας, τότε αυτή η σχέση είναι δίκοπο μαχαίρι. Ειδικότερα βέβαια η σχέση μας με τη θεία Κοινωνία είναι δίκοπο μαχαίρι αλλά και η όλη σχέση με τον Θεό.
Είπαμε, νομίζω, και άλλη φορά ότι όσοι είναι αδιάφοροι, κακώς, κάκιστα κάνουν. Οι άλλοι που πραγματικά από μέσα μας θέλουμε να πιστεύουμε στον Θεό, θέλουμε να αγαπούμε τον Θεό, θέλουμε να ζούμε κατά το θέλημά του, και ειλικρινά, τίμια συμμορφωνόμαστε προς αυτό, να γνωρίζουμε ότι ο Θεός μπορεί να επιτρέπει να παθαίνουμε μερικά πράγματα, και μέσα από αυτά συνέχεια θα μας προχωρεί και συνέχεια θα μας αγιάζει. Όσοι από μας κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και είμαστε οκνηροί, λίγο ψυχροί και βραδυκίνητοι, και όχι τόσο τίμιοι, όμως στο βάθος πιστεύουμε στον Θεό και θέλουμε να είμαστε με τον Θεό, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός μπορεί να αφήσει να πάθουμε ορισμένα πράγματα, για να ταρακουνηθούμε, να ξυπνήσουμε και να συνέλθουμε. Ας το έχουμε αυτό υπ’ όψιν. (Γι’ αυτό συμβαίνει καμιά φορά το εξής: ενόσω κανείς είναι μακριά από τον Θεό, περνάει λίγο καλύτερα, και όταν πλησιάσει τον Θεό, τότε του έρχονται χειρότερα τα πράγματα.)
Επαναλαμβάνω, ακόμη και σ’ εκείνον που είναι ειλικρινέστατος με τον Θεό και μέρα νύχτα αγωνίζεται να κάνει το θέλημα του Θεού, μπορεί ο Θεός, ως Θεός που είναι, να βλέπει ότι χρειάζεται να του συμβούν μερικά πράγματα, ακριβώς για να γίνει πιο ταπεινός, πιο αληθινός, πιο πιστός, για να εξαρτηθεί πιο πολύ από τον Θεό και να μην πάρει η όλη σχέση του με τον Θεό χαρακτήρα συμφεροντολογικό, αλλά να μπορεί να λέει: «Θεέ μου, ό,τι κι αν πάθω, ό,τι κι αν μου συμβεί, εφόσον βρήκα εσένα, μένω μαζί σου». Ακόμη λοιπόν και σ’ αυτόν που, όπως είπαμε, είναι ειλικρινέστατος με τον Θεό –όπως είναι οι άγιοι– μπορεί να έρχονται κάποια παθήματα. Αυτά όμως συμβαίνουν κυρίως σ’ αυτούς οι οποίοι από το ένα μέρος κάνουν ότι είναι του Θεού –αλλιώς δεν θα συνέβαιναν– και από το άλλο μέρος δεν συμμορφώνονται στην πράξη με αυτά που θέλει ο Θεός.
Γενικότερα λοιπόν είναι δίκοπο μαχαίρι η σχέση με τον Θεό και ειδικότερα η θεία Κοινωνία. Όχι απλώς να κοινωνούμε. Θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, και να γίνονται όλα όπως θέλει ο Θεός. Τουλάχιστον να έχει ο άνθρωπος μέσα του μετάνοια, ταπείνωση, συναίσθηση, φόβο Θεού και να μην ξεθαρρεύει. Αλλιώς, αντί να του κάνει καλό η θεία Κοινωνία, θα του κάνει κακό. Χρειάζεται να βρούμε τη χρυσή τομή σε όλα, να βρούμε το μέτρο σε όλα, και να μην κάνουμε όπως μας έρχεται, όπως νομίζουμε ή όπως ακούμε από δω και από κει.
Από το ένα μέρος, να κοινωνούμε όσο γίνεται συχνότερα, αλλά από το άλλο μέρος, μετά φόβου και τρόμου, με πολλή προσοχή, ελέγχοντας τον εαυτό μας μήπως βιαζόμαστε, μήπως κάνουμε κατάχρηση, μήπως έφυγε ο φόβος από την ψυχή μας, μήπως την πήραμε τη θεία Κοινωνία απλώς όπως τα χαπάκια. Δεν είναι έτσι.
Ακόμη και ο γιατρός όταν δίνει φάρμακα, βλέπει στην πράξη τι γίνεται. Εάν το φάρμακο που δίνει ωφελεί, θα πει στον άρρωστο: «Συνέχισε το φάρμακο». Όταν όμως δει ότι δεν ωφελεί, θα προβληματισθεί και βέβαια θα ενεργήσει κατά περίπτωση. Υποθέτω ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ένα φάρμακο δεν ωφελεί κάποιον και δεν ενεργεί έτσι όπως το περίμενε ο γιατρός, επειδή ο οργανισμός του δεν το δέχεται. Ενώ ένας άλλος οργανισμός το δέχεται, συνεργάζεται καλύτερα με το φάρμακο, και έχει αποτελέσματα.
Καλή είναι η θεία Κοινωνία. Φάρμακο αθανασίας είναι η θεία Κοινωνία. Αλλά εάν ο οργανισμός σου δεν τη δέχεται, με την έννοια ότι δεν είναι καθόλου ο οργανισμός σου έτοιμος προς αυτή την κατεύθυνση, εάν η όλη στάση σου δεν είναι τέτοια, που να δείχνει ότι πράγματι η ψυχή σου περιμένει τη θεία Κοινωνία, τότε παίρνεις τη θεία Κοινωνία, όμως αντί να σου κάνει καλό, σου κάνει κακό, ενώ εξακολουθεί να είναι θεία Κοινωνία.
Δεν μπορεί κανείς να κοινωνεί, και η ζωή του να συνεχίζεται έτσι σαν να μην κοινώνησε, και απλώς να έχει τη σκέψη, που μερικές φορές είναι εγωιστική, ότι «εγώ κοινώνησα, εγώ κοινωνώ συχνά». Και έτσι, έχει κανείς απλώς μια ικανοποίηση αυτάρεσκη και εγωιστική. Η ωφέλεια θα φανεί στην όλη ζωή. Θα σε βοηθήσει η θεία Κοινωνία να δεις πιο πολύ την όλη αμαρτωλότητά σου, να είσαι πιο ταπεινός, πιο μετανοημένος. Θα σε βοηθήσει η θεία Κοινωνία να δεις πόσο μάταιος είναι ο κόσμος και πόσο μάταια είναι τόσα πράγματα που μας δένουν, που μας αιχμαλωτίζουν, και να πιστέψεις πιο πολύ στον Χριστό, να ελπίσεις στον Χριστό και να τον αγαπήσεις.
Αν δεν φέρνει κάποια τέτοια αποτελέσματα η θεία Κοινωνία, τότε κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα. Η θεία Κοινωνία εξακολουθεί να είναι σε όλους θεία Κοινωνία. Πώς το Σώμα του Χριστού μέσα σου δεν φέρνει μια κάποια αλλοίωση, μια κάποια αλλαγή, μια κάποια ωφέλεια; Η στάση η δική σου δεν είναι σωστή· δεν συνεργάζεσαι και δεν ανταποκρίνεσαι προς τη χάρη του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, για να έλθει το καλό.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 180 (αποσπάσματα).