•Μήπως τόν βλέπεις σάν κάποιο
ὁ ὁποῖος κάθεται σέ πανύψηλο θρόνο πού στραβομουτσουνιάζει καί θυμώνει ὅταν δέν τόν λατρεύεις καί δέν τόν δοξάζεις;•Μήπως σάν κάποιο
ὁ ὁποῖος χαίρεται καί εὐχαριστιέται μαζί σου ὅταν πηγαίνεις ἐκκλησία καί προσεύχεσαι;•Μήπως
ἔχεις τήν ἐντύπωση πώς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καλωσυνάτος παππούς (γεροντάκος) πού δέν τοῦ καίγεται καρφί τό τί κάνεις μέ τήν ζωή σου, φτάνει σύ νά εἶσαι εὐχαριστημένος μέ τόν ἑαυτό σου;Ἄν ἔτσι πιστεύεις γιά τόν Θεό, δέν θά καταλάβεις ποτέ:
•οὔτε γιατί ἔχεις χρέος νά Τόν λατρεύεις·
•οὔτε γιατί ὁ Θεός εἶναι καλός μόνο ὅταν σέ ἀφήνει νά κάνεις τά ὅποια θελήματά σου-ἐλεύθερο.
Ἄς ξεκινήσομε ὅμως μέ τό πρῶτο ἐρώτημα: γιατί ἔχομε χρέος νά Τόν λατρεύομε.
Ἡ λέξη λατρεία στήν ἀρχική της σημασία σημαίνει: ἀπονέμω ἀξία, τιμή καί σεβασμό σέ κάποιο ἤ σέ κάτι. Συνεπώς, λατρεία εἶναι ἡ ἐκδήλωση σεβασμού, τιμής, ἀξίας, ἀναγνώρισης. Π.χ. ὅταν χειροκροτῶ ἕνα ἠθοποιό ἐπάνω στήν σκηνή ἤ ἕνα ποδοσφαιριστή (ἀθλητή), τόν τιμῶ· τοῦ ἀναγνωρίζω κάποια ἀξία· τόν λατρεύω. Κάθε φορά πού ἕνας ἄνδρας -τήν παλαιότερη ἐπόχη- ἔβγαζε τό καπέλο του σέ μιά διερχόμενη γυναίκα, τό ἔκαμε εἰς ἔνδειξη τιμῆς (τιμητικά).
Γιά τόν Θεό, λατρεία εἶναι κάτι παραπάνω. Λατρεύω τόν Θεό σημαίνει: ἀναγνωρίζω τήν δύναμή Του, τήν καλωσύνη Του, τήν ἀξία Του, τήν μεγαλωσύνη Του, τήν κυριαρχία Του, τήν ἀλήθεια Του…
•Ἄν δέν λατρεύεις τόν Θεό, μάθε το, λατρεύεις κάτι ἄλλο ἤ κάποιον ἄλλο, πού 9 στίς 10 φορές θά εἶναι ὁ ἑαυτός σου!
•Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, θεός εἶσαι σύ! Καί ἄν ἐσύ εἶσαι θεός – ὁ νομοθέτης καί ὁ δημιουργός, τότε τί νά σοῦ εἰπῶ;
Νά λοιπόν, γιατί
ἔχεις χρέος νά λατρεύεις τόν Θεό.Ὄχι γιατί ὁ Θεός τό ἔχει ἀνάγκη, ἤ διαφορετικά θά αἰσθανόταν δυστυχισμένος καί ἀτελής, ἀλλά ἐπειδή σύ θά εἶσαι δυστυχισμένος καί ἀτελής.