Η θανάσιμη αμαρτία σε αποκόπτει από την Εκκλησία, και παύεις να είσαι ζωντανό μέλος της Εκκλησίας. Όπως, όταν κόβεις ένα δάχτυλο και το πετάς, αυτό είναι καταδικασμένο σε θάνατο –αν προλάβουμε να το ξανακολλήσουμε, καλώς· αλλιώς είναι καταδικασμένο σε θάνατο, εφόσον το κόβεις από τη ζωή που είναι το όλο σώμα– έτσι, όταν αμαρτήσει κανείς θανάσιμα, αποκόπτει τον εαυτό του από το σώμα της Εκκλησίας και πεθαίνει. Αυτό κάνει η θανάσιμη αμαρτία.
Ήταν αδιανόητο να κάνουν θανάσιμες αμαρτίες οι πρώτοι χριστιανοί. Και όταν λένε τα βιβλία ότι πριν τη θεία Λειτουργία εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, εννοούν τις συγγνωστές αμαρτίες, που έκαναν ως άνθρωποι. Οι οποίες ήταν, ας πούμε, απροσεξίες, και όχι αμαρτίες που δείχνουν ότι ο άνθρωπος βαθύτερα δεν αγαπά τον Θεό, δεν πιστεύει στον Θεό, δεν πηγαίνει προς τον Θεό, δεν θέλει τον Θεό, και ότι έχει άλλες καταστάσεις μέσα του και άγεται και φέρεται και επηρεάζεται από αυτές.
Όταν λοιπόν πρωτοπαρουσιάστηκαν περιπτώσεις χριστιανών βαπτισμένων που αμάρτησαν θανάσιμα, η Εκκλησία προβληματίστηκε. Τι θα τους κάνει; Θα τους δεχθεί; Θα δεχθεί τη μετάνοιά τους ή θα τους αποκόψει οριστικά; Επειδή όμως ο Χριστός δεν ήλθε να κρίνει τον κόσμο, αλλά να σώσει τον κόσμο (Ιω. 12:47), και επειδή η Εκκλησία δεν υπάρχει για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο, η Εκκλησία δέχθηκε τη μετάνοια.
Δέχθηκε λοιπόν η Εκκλησία βαπτισμένους που αμάρτησαν –παρ’ όλο που είναι αδιανόητο βαπτισμένος να αμαρτήσει θανάσιμα– δέχθηκε τη μετάνοιά τους, αλλά υπό όρους. Και εδώ φαίνεται το αυστηρό της Εκκλησίας, με την έννοια ότι δεν είναι παιχνίδι η όλη υπόθεση.
Να το προσέξουμε αυτό.
Μία αμαρτία έκαναν ο Αδάμ και η Εύα, και ο Θεός πήρε μια τέτοια θέση απέναντι σ’ αυτή την αμαρτία, που από κει και πέρα, καθώς τους έδιωξε από τον παράδεισο, ξεκίνησε το όλο δράμα της ανθρωπότητος. Εδώ μέσα βέβαια κρύβεται και η σωτηρία της ανθρωπότητος. Και πάλι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο, όμως ο Θεός δεν παίζει με αυτά τα πράγματα.
Και η Εκκλησία δεν μπορούσε να παίξει. Και γι’ αυτό: Αμάρτησες; Αμάρτησες σοβαρά; Θα καθίσεις έξω από τον ναό. Και είχε χωρίσει τους αμαρτάνοντας σε τάξεις, ανάλογα με το παράπτωμά τους και ανάλογα με τον καιρό που πέρασε από την ημέρα που μετενόησαν, και στον ναό τους άφηνε να μένουν στον νάρθηκα. Και μάλιστα, καθώς έμπαιναν οι πιστοί μέσα στον ναό, εκείνοι τους παρακαλούσαν: «Προσευχηθείτε και για μας, να μας ελεήσει ο Θεός».
Και κάθονταν εκεί και δύο χρόνια και τρία χρόνια και τέσσερα χρόνια, έως ότου να πεισθεί η Εκκλησία, να βεβαιωθεί η Εκκλησία ότι απέπτυσαν την αμαρτία· ότι όχι απλώς μετενόησαν για την πράξη, αλλά μετενόησαν για την όλη κατάσταση που δημιουργήθηκε μέσα τους, για την όλη διεργασία που έγινε μέσα τους, για να φθάσουν στο σημείο να κάνουν θανάσιμη αμαρτία. Αφού βεβαιωνόταν λοιπόν η Εκκλησία ότι ήταν πλήρης η μετάνοια, τους δεχόταν στους κόλπους της, και έτσι έμπαιναν μέσα στον ναό και αυτοί μαζί με όλους τους πιστούς.
Τι γίνεται τώρα; Τώρα υπάρχουν χριστιανοί, οι οποίοι, καίτοι είναι βαπτισμένοι, επειδή δεν παίρνουν στα σοβαρά την όλη υπόθεση, αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο, και έτσι κάνει και κάνει αμαρτίες. Είναι πολλοί χριστιανοί που, ενώ πέφτουν σε βαρύτατες αμαρτίες, και όλη η ζωή τους είναι μια αμαρτία, δεν πολυνοιάζονται να τακτοποιήσουν την ψυχή τους. Όχι ότι ξεκόβουν εντελώς από την Εκκλησία. Θα πάνε στον ναό το Πάσχα, θα πάνε στη γιορτή τους ή κάποια άλλη φορά. Καμιά φορά πηγαίνουν και κοινωνούν, καθώς δεν στοιχίζει τίποτε, ή θα κάνουν ό,τι άλλο, γενικώς όμως είναι αδιάφοροι. Δεν τους απασχολεί: Είναι εντάξει με τον Θεό ή δεν είναι εντάξει; Είναι καθαρή η ψυχή τους ή δεν είναι καθαρή; Τακτοποιήθηκαν ενώπιον του Θεού; Συγχωρήθηκαν για τα παραπτώματα στα οποία υπέπεσαν, για τις πτώσεις τους, για τις αμαρτίες τους; Δεν τους απασχολεί αυτό.
Εκτός όμως από αυτούς που είναι πάρα πολλοί, και οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους χριστιανό και θα μάλωναν μαζί μας, αν τυχόν αμφισβητούσαμε ότι είναι χριστιανοί, είναι και άλλοι –πολλοί και αυτοί– χριστιανοί ορθόδοξοι, που εξομολογούνται και ξαναεξομολογούνται, οι οποίοι όμως ίσως να μην έχουν καταλάβει καλά-καλά τι είναι αυτό που κάνουν, και έτσι δεν τακτοποιείται η ψυχή τους. Και μολονότι θεωρούν τον εαυτό τους μέλος της Εκκλησίας –αλλά δεν ξέρουμε· ο Θεός τους αναγνωρίζει ως μέλη της Εκκλησίας του, του σώματός του;– μολονότι πηγαίνουν και ξαναπηγαίνουν στον ναό, μολονότι είναι συνέχεια μέσα στον ναό και πηγαίνουν μάλιστα και κοινωνούν, δεν είναι σε καλή πνευματική κατάσταση.
Τα πρώτα χρόνια, για να γίνει κάποιος χριστιανός, έπρεπε όχι απλώς να βαπτιστεί, αλλά να μετανοήσει και να βαπτιστεί. Τα νήπια η Εκκλησία τα βάπτιζε και τα βαπτίζει, επειδή δεν υπάρχει αντίδραση. Τον μεγάλο όμως δεν δεχόταν η Εκκλησία να τον βαπτίσει, εάν δεν είχε μετανοήσει. Αυτό εφάρμοζε η Εκκλησία τότε, που γίνονταν σωστά τα πράγματα.
Θα πρέπει να τονίσω ότι όπως δεν μπορεί να γίνει κανείς χριστιανός, αν δεν μετανοήσει και δεν βαπτιστεί, και δεν υπάρχει αλλιώς σωτηρία, διότι «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκ. 16:16), έτσι, για όσους αμαρτήσουν και προπαντός για όσους κάνουν θανάσιμα αμαρτήματα μετά το βάπτισμα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας από το δεύτερο βάπτισμα. Πρέπει να το πούμε καθαρά· έχουμε υποχρέωση να το πούμε. Όποιος το δέχεται, καλώς· όποιος όμως δεν το δέχεται, έχει αυτός την ευθύνη. Το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως είναι ακριβώς το δεύτερο βάπτισμα.